Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΗΛΙΟΙ


                                                   ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΗΛΙΟΙ.

Και θ’ αποκαλυφθούν οι ουρανοί…

Ο ήλιος έπρεπε να είχε δύσει τώρα. Έμενε ωστόσο το κατακόκκινο είδωλό του μετέωρο ακόμα πάνω στο μήκος του ορίζοντα.
Εκεί το φως που σμίγει με το νερό, η γραμμή της γέννησης ξαναρχίζει την πορεία. Ο κόσμος, είναι το χώμα. Είναι το μπλε και το πράσινο.
Κι’ αυτός, μια σκιά κυνηγημένη που πλανιέται σ’ αισθήσεις καινούργιες. Μια πνοή που κυλιέται στα σύννεφα να βρει το σχήμα της γι’ απόψε.
Ο πίθηκος ή ο θεός;
Ο Έβδομος Ουρανός είναι η ελπίδα. Το κίνητρο. Το υπέρτατο χρέος.
Κι’ είναι αυτός, που κανείς δεν τον βλέπει να παλεύει, χίλιους δαίμονες νικώντας με τη λάμψη του σπαθιού του. Κι’ είναι αυτός που δακρύζει όταν πέφτουν, που δακρύζει όταν νικάει. Που δακρύζει καθώς περνά τις πύλες για τον Έβδομο Ουρανό.
Κι’ είν’ αυτός που δακρύζει λίγες στιγμές πριν ακουμπήσει με τα τρεμάμενα δάκτυλά του το παλλόμενο φως…


Τις παλιές μέρες…
Ο Νάρβα συνήθιζε να κάθεται πάντα στον ίδιο βράχο καθώς έγερνε ο ήλιος.
Ήταν η ώρα που σίγαζε το τύμπανο του Σίβα κι’ οι παλμοί της ζωής καταλάγιαζαν απ’ την αέναη κίνηση και δράση. Κι’ οι ανάσες του κόσμου γίνονταν αργές και χάνονταν στου απέραντου τοπίου την αχλύ. Ένας ήχος γλυκός κι’ απόκοσμος, απ’ του γαλάζιου Κρίσνα την φλογέρα, αναδυόταν μετά, μέσα απ’ του δάσους τις σκιές. Οι αντιθέσεις, βασικό συστατικό κι’ ουσία της αντιφατικής ανθρώπινης φύσης, εναλλάσσονταν σε μια ανύποπτη διαδοχή. Σαγήνη κι’ αποπλάνηση του νου. Θεοί και δαίμονες λικνίζονταν ρυθμικά σ’ ένα χορό και σ’ ένα πόλεμο, παραμονεύοντας ν’ αρπάξουν την ψυχή του. Άφηνε τότε το βλέμμα του να προσηλώνεται στο κενό, το μυαλό του να πλανιέται στο σύμπαν και το κορμί του μετέωρο στο μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, έρμαιο στις επιθέσεις τους.
Μια τέτοια στιγμή, ήρθε κοντά του ο Ναριμάν ο γερο-δάσκαλος.
«Η απλότητα είναι σοφία, μικρέ Νάρβα. Από αυτή πηγάζει η ευδαιμονία.» Του είχε πει.
«Πού θ’ αναζητήσω την απλότητα και την ευδαιμονία δάσκαλε;» Ρώτησε ο Νάρβα.
«Στο νου και στην ψυχή μας είναι, Νάρβα, όταν ισορροπούμε τους θεούς μας
κι’ υποτάσσουμε τους δαίμονες που επιδιώκουν να μας εξουσιάσουν, απειλώντας τη θεία τάξη. Στο κορμί μας όταν καταφέρνει να γαληνεύει μετά από την πάλη και τα πάθη του. Στα συναισθήματά μας όταν τα επιστρέφουμε απλόχερα στη φύση και τους ανθρώπους, απ’ όπου κι’ εμείς τα παίρνουμε σαν δώρα. Στις επιθυμίες μας όταν τις λογικεύουμε. Στις αισθήσεις μας όταν απολαμβάνουμε με ευχαρίστηση αλλά χωρίς απληστία αυτά που οι θεοί μας χαρίζουν. Στην αυτοσυγκέντρωση και τον διαλογισμό που μας ανοίγουν τον δρόμο για την Αλήθεια και τον Έβδομο Ουρανό.»

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν ξένο κι’ ασύμβατο με τις αναζητήσεις του.
Ανασηκώθηκε απ’ τον βράχο κι’ έσκυψε ελαφρά με σεβασμό μπροστά του.
«Δίδαξέ με, δάσκαλε.» Είπε σεμνά.
«Έπρεπε να το ζητήσεις, Νάρβα, για να κάνω αυτό που είχα ήδη στην πρόθεσή μου. Γιατί εγώ γνωρίζω πως καθήκον μου είναι να διδάξω αυτούς που οι θεοί ορίζουν, μα πρώτα εκείνοι πρέπει ν’ αποδεχτούν το κάρμα τους.»
Απάντησε ο Ναριμάν.
Ο μικρός απλός Νάρβα, ακολούθησε τον Ναριμάν κι’ από τότε μυήθηκε στον διαλογισμό και την υπερβατική αναζήτηση της γνώσης και της ηθικής.
Άσκησε το σώμα του στη λιτότητα. Έμαθε ν’ αντέχει στον πόνο και τις κακουχίες. Να ελέγχει τις αδυναμίες του. Να επιλέγει σοφά το δρόμο της αρετής. Να αυτοπροσηλώνεται και να διαλογίζεται, επιδιώκοντας τη Νιρβάνα. Να αναγνωρίζει την ομορφιά της φύσης και όλων των πραγμάτων τη χρησιμότητα. Ν’ αποδέχεται τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων σαν νόμο του σύμπαντος. Κι’ ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί με κάθε θυσία την τάξη και την ισορροπία που το διέπουν…

Μα οι θεοί τους λυτρωτές θα στείλουν …

Ένα πρωινό, χρόνια αργότερα…
Οι πρώτες σαϊτες του ήλιου, υγρές κι’ αδύναμες ακόμα, δεν βρήκαν τον μικρό απλό Νάρβα να κοίτεται στο λιτό αχυρένιο του στρώμα. Όρθιος στη θέση του, με το βλέμμα ανοιχτό και τις αχτίδες ανεμπόδιστες να εισβάλουν στον εγκέφαλό του, ήταν ο Νάρβα ο Μυημένος, ο υπερασπιστής της Ισορροπίας και υπηρέτης του Ντάρμα.
Μπροστά του, υπήρχε ένα μονοπάτι από φως, που του φαινόταν πως μπορούσε να το περπατήσει και να φτάσει στον ήλιο. Στην αλήθεια του κόσμου.
Είχε μάθει να βλέπει.
Έτσι, θεώρησε πως έπρεπε ν’ απευθυνθεί στο γερο-δάσκαλο.
« Ναριμάν, δάσκαλε, θαρρώ πως ήρθε η ώρα, αισθάνομαι πλέον έτοιμος.
Πρέπει να φύγω. Ν’ αναζητήσω το καθήκον μου ανάμεσα στους ανθρώπους.»
Ο Ναριμάν, δεν απάντησε αμέσως. Έμεινε σιωπηλός όλη τη μέρα. Δεν τον κοίταξε καν. Το απόγευμα, κάθισε στο γκρίζο βράχο, δίπλα στο Νάρβα, αμίλητος για ώρα πολλή.
Ο Νάρβα - Που Έβλεπε Πια - υπομονετικά περίμενε του δάσκαλου τη ρήση. Το τελευταίο φως της μέρας στραγγίστηκε στα σύννεφα. Μόλις απ’ τη μεριά της ανατολής, άναψαν οι πρώτες σπίθες παιδικών ονείρων, μίλησε ο δάσκαλος.
« Ναι, βλέπεις. Μα τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις ν’ ακούς κιόλας…»

Μεσολάβησε βαθιά σιωπή. Μια σιωπή που τόνιζε με έμφαση κάθε ανεπαίσθητο ήχο και του έδινε όγκο και υπόσταση. Της γης ο αχός, υψώθηκε σαν αχνό θυμίαμα κι’ ενώθηκε με μια ουράνια μουσική. Κι’ ένα μελωδικό σιτάρ από τη μεριά του χωριού, άρχιζε να συνοδεύει τονικά, πλέκοντας μαζί του τον ύμνο της ζωής και του έρωτα.

« Ο άνθρωπος, είναι Μέτοικος. » Είπε ο Ναριμάν μ΄ έναν βαθύ ψίθυρο. Και του έδειξε τ΄ αστέρια…

Η αμηχανία καθήλωσε κάθε του έκφραση. Έμεινε αποσβολωμένος. Σε παιδικούς μύθους μόνο είχε ξανακούσει για χαμένους κόσμους. Για τους ανθρώπους που έχασαν την αρετή τους και έκπτωτοι ξεκίνησαν για καινούργιες αναζητήσεις.
Χαμογέλασε ο Ναριμάν. «Ακολούθησέ με.» Είπε.
Σκαρφάλωσαν στα βράχια της πλαγιάς, περπάτησαν ένα στενό πέρασμα, παραμέρισαν πυκνά κλαδιά και βρέθηκαν στην είσοδο μιας σπηλιάς καλά κρυμμένης απ’ τα μάτια των ανθρώπων. Το σκοτάδι γύρω είχε αρχίσει να
γίνεται πηχτό.
«Πέρασε. Αυτά που θα δεις μόνο οι πάνσοφοι δάσκαλοι κατέχουν και τα μεταφέρουν στους λίγους εκλεκτούς Μυημένους.»
Η σήραγγα που οδηγούσε στο εσωτερικό της σπηλιάς, δεν ήταν σκοτεινή. Φως έλουζε το χώρο. Η πηγή του ήταν κρύσταλλοι που αιωρούνταν λίγο πιο κάτω από την οροφή.
«Κρύσταλλοι του φωτός.» Είπε ο δάσκαλος. Έλαμπαν σαν ζωντανά αστέρια.
«Οι άνθρωποι κατάγονται από τον Ούρφα. Έναν άλλο κόσμο που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, αναζητώντας νέο άσυλο στης Γης τα σκληροτράχηλα τοπία. Οι δαίμονες είχαν εισβάλει στις ψυχές τους και τις είχαν πλημμυρίσει με την ακόρεστη μανία της καταστροφής.» Συμπλήρωσε ο Ναριμάν.
Στον κυρίως θάλαμο, ανάμεσα σε τεράστιους σταλακτίτες, σταλαγμίτες και κολώνες, δεν ένιωσε την υγρή ψύχρα των σπηλαίων, αλλά μια ευχάριστη αίσθηση ζεστασιάς. Του έδειξε σκόρπιους συμπαγείς πέτρινους κύβους με πολύ απαλές πορτοκολοκόκκινες ανταύγειες.
«Αυτοί, είναι οι λίθοι της θερμότητας. Ζέσταιναν, » είπε «τους ανθρώπους τις κρύες μέρες.»

Είδε εκεί πολλές ασύλληπτες κατασκευές, εφευρήματα μιας τεχνολογίας και γνώσης εκατοντάδων αιώνων, που τώρα ήταν ξεχασμένη.

«Με τη δύναμή τους έγινε εύκολη η ζωή, μα σιγά-σιγά έκαναν ράθυμους και οκνηρούς τους ανθρώπους. Και μετέτρεψαν αυτούς που δαιμονικές πιότερο παρά θεϊκές ήταν οι ψυχές τους, σε επιβολείς, δυνάστες κι’ εξουσιαστές, φέρνοντας δυστυχία και πόνο στους άλλους. Και την ολοκληρωτική καταστροφή στο τέλος, που ανάγκασε τους λίγους που απέμειναν να εγκαταλείψουν τον Ούρφα.»
«Κι’ αυτές οι λαμπερές μεταλλικές κατασκευές;» Ρώτησε ο Νάρβα.
«Βιμάνα. Πτητικές μηχανές. Η κινητήρια δύναμή τους είναι η ίδια η δύναμη των ρευμάτων ενέργειας της γης και τ’ ουρανού. Εύκολο να τα χειριστείς. Υπακούν στις αισθήσεις και τις ενεργές σκέψεις. Εκτοξεύουν, αν χρειαστεί, τη δύναμη της φωτιάς. Ένα είναι το δικό σου, το πιο τρομερό απ’ όλα.»
«Τα ονειρεύτηκα, δάσκαλε. Ονειρεύτηκα τα φλεγόμενα σκάφη των θεών. Τις μπάλες φωτιάς που διάβαιναν τους ουρανούς τις σκούρες νύχτες.»
«Το ξέρω

Κι’ έμαθε έτσι ο Νάρβα να πετά τόσο καλά, ώστε ένιωθε πια το βιμάνα του, σαν φυσική προέκταση του εαυτού του.

Όταν ο Ναριμάν, ο γέρο δάσκαλος έκρινε πως ήρθε η ώρα να του δώσει τις τελευταίες συμβουλές, τον κάλεσε κοντά του.
« Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζει στην άγνοια, γιατί αυτή τον οδηγεί στην αδιαφορία. Μα πριν η γνώση του δοθεί, πρέπει να έχει λειάνει την ψυχή του, και να έχει διαπλάσει την πνευματικότητα και την ηθική του. Έτσι, ώστε ικανός να είναι, όταν κύριός της γίνει, να την χρησιμοποιήσει με σύνεση,
με αυτοέλεγχο, χωρίς εφησυχασμό και επιρρέπεια στην κατάχρησή της.
Είσαι τώρα ελεύθερος να φύγεις. Να ωριμάσεις και να φτάσεις στην ολοκλήρωση. Να θυμάσαι όμως, πως τότε μόνο θα είσαι πλήρης, όταν θα μπορείς κάθε χροιά της ανθρώπινης σκέψης να αντιλαμβάνεσαι, κάθε συναίσθημα να νιώθεις. Έμαθες να βλέπεις και ν’ ακούς, τώρα πρέπει να μάθεις να αγγίζεις, να μυρίζεις και να γεύεσαι. Κι’ αυτό θα το πετύχεις μόνο ζώντας με τους ανθρώπους. Και τότε μόνο θα είσαι πραγματικά έτοιμος να αποφασίσεις σοφά τον τρόπο με τον οποίο θα υπερασπιστείς την Ισορροπία, όταν χρειαστεί.»
Ο Νάρβα, έσκυψε με υπέρτατο σεβασμό να χαιρετήσει το δάσκαλό του.
Όταν σήκωσε το κεφάλι του, ο Ναριμάν δεν ήταν πια εκεί. Έτσι, πήρε το μονοπάτι για τις πεδιάδες.

Να διαδεχτούν τις εποχές της γαλήνης…

Τότε…
Ήταν απλές οι μέρες των ανθρώπων. Πυκνές από μόχθο, ιδρώτα και πόνο.
Τα βράδια με γλυκό ποτό και χωρατά γιάτρευαν τις πληγές τους. Κι’ ο έρωτας γεννιόταν γύρω απ’ τις φωτιές.
Στους κάμπους της ομίχλης και στους ορυζώνες είχε πρωτοδεί την Σαρασβάτι, πού’ κλεψε από τότε τα όνειρά του. Άνθος λωτού η θωριά της. Απόσταγμα από βότανα μυρωδάτα το χαμόγελό της. Φτελιές που θρόϊζαν στις απαλές πνοές του ανέμου οι κινήσεις της.
Το βράδυ που πρωτακούμπησε τα χείλια του στα δικά της, έβρεχε αστέρια. Τ’ αγρίμια του δάσους είχαν κρυφτεί με σεβασμό καθώς μυρίζονταν τον πόθο τους και φρόντισαν να μη φανερωθούν, την ώρα που στα υγρά τα χώματα και πάνω στα φυλλώματα των δέντρων τα πεσμένα, τα ιδρωμένα τους κορμιά γαλήνευαν το πάθος τους.
Είχε απλώσει την παλάμη του, έπεσε μέσα ένα αστέρι και της το στόλισε στα εβένινα μαλλιά της. Κι’ εκείνη, δεν ξέχασε να του το επιστρέψει, ένα άλλο βράδυ, πολύ καιρό μετά, όταν του χάρισε το πιο πολύτιμο και λαμπερό πετράδι της γης: Την Αβέδα.
Λεπτεπίλεπτη ορχιδέα, μικρό θεσπέσιο πλασματάκι, ποιάς θεάς ενσάρκωση, δεν ήξερε ακόμα. Το μόνο που ήξερε ήταν πως, όταν γεννήθηκε κρατούσε σφιχτά στα τρυφερά χεράκια της ένα δεμάτι φεγγαραχτίδες. Κι’ έξω απ’ το σπίτι τους, ανάμεσα στις καστανιές και τις φιλύρες, αν κι’ ήταν νύχτα, ένα αηδόνι κελάηδησε μαγικά μέχρι τα ξημερώματα.

Ο Νάρβα έζησε κάθε μικρή στιγμή, όπως ταιριάζει σ’ έναν Μικρό Απλό Άνθρωπο. Μικρές στιγμές, γεμάτες μεγαλείο. Στους καρπούς των μόχθων του. Στο χάδι της Σαρασβάτι. Στην τρυφερή αγκαλιά της Αβέδα. Στη βροχή και τον αέρα. Στου ήλιου τα τοπία. Στων ανθρώπων τις χαρές και τις δυσκολίες. Στις μέρες και στις νύχτες…
Τα ηλιοβασιλέματα, στο γκρίζο βράχο, σκεφτόταν πως όλη αυτή η απλότητα είναι πραγματικά σοφία και από αυτήν απορρέει η ευδαιμονία.



Θα’ ρθουν οι δαίμονες να σπαράξουν τις ψυχές…

Ύστερα…
Ήρθαν οι μέρες του χάους.
Από του χρόνου τις ρωγμές, καθώς οι σοφοί Δάσκαλοι είπαν, ξεπετάχτηκαν οι γίγαντες. Κατέβηκαν απ’ τον Βορρά καβάλα σε βρυχώμενα μεταλλικά ουρανόπλοια. Άριους τους αποκάλεσαν γιατί ήταν οι άρχοντες του σιδήρου.
Είχαν όπλα που σκορπούσαν κεραυνούς. Το έλεος το αγνοούσαν. Ανθρώπινες δεν ήταν οι ψυχές τους. Δαίμονες, θεοί του ολέθρου, της φωτιάς και του θανάτου. Αμέτρητος και αβάσταχτος ο οδυρμός στο διάβα τους.
Μα πριν ολοκληρώσουν το χαμό, οι θεοί των ανθρώπων έστειλαν τους δικούς τους Φύλακες. Τοξότες φοβεροί με βέλη του ήλιου, έριχναν τα ιπτάμενα θηρία των δαιμόνων. Όμως, οι λάμψεις τους αφάνιζαν και τους κοινούς θνητούς. Οι Συνετοί θεώρησαν πως δεν ήταν, παρά ένας εμφύλιος μεταξύ γιγάντων και μάλλον αμελητέο ήταν γι’ αυτούς το γένος των ανθρώπων. Δικούς τους λογαριασμούς είχαν να ξεκαθαρίσουν, απλά τοπίο μάχης ήταν ο κόσμος. Μα οι θαρρετοί Πολεμιστές άλλη είχαν γνώμη. Ο πόλεμος ήταν γι’ αυτούς. Οι γίγαντες δαίμονες διεκδικούσαν τους ανθρώπους. Και τάχτηκαν μ΄ αυτούς που θεώρησαν συμμάχους και προστάτες. Και συγκεντρώθηκαν, ήρθαν σ’ επαφή μαζί τους και φαίνεται τουλάχιστον πως πέτυχαν την εύνοιά τους. Γιατί με όπλα προμηθεύτηκαν και πρόσταξαν τους ικανούς να μάθουν να τα χειρίζονται.
Οι Συνετοί αποσκίρτησαν. Διάλεξαν τους δικούς τους Αφέντες. Κι’ ένας άλλος παράλληλος εμφύλιος, άρχισε μεταξύ των ανθρώπων. Χρόνια ζοφερά, Οργή γεμάτα και μισαλλοδοξία.
Κατρακύλησαν οι θνητοί. Άνθρωποι κτήνη εξόντωναν ανθρώπους. Σφάζονταν οι γιοί των θεών. Άγριοι πίθηκοι πια και ζώα της εκδίκησης.
Απόγνωση προκαλούσαν στο Νάρβα όλα αυτά. Ο Ναριμάν τον είχε προειδοποιήσει. Επιρρεπείς οι άνθρωποι στη διαφθορά. Υποτάσσονται σ’ αφέντες αντί να ενώνονται στον κίνδυνο, προσφέροντας τη δουλικότητά τους και την υποτέλεια, αντίτιμο για μια αμφίβολη επιβίωση, με μια αρρωστημένη ιδιοτελή ελπίδα εύνοιας. Κι’ αποσκοπώντας στη δική τους επικράτηση, δεν υπολογίζουν ούτε συνανθρώπους, ούτε συντρόφους, ούτε και τα ίδια τα παιδιά τους. Δεν απόμεινε πια καμιά ευαισθησία, κανένα ίχνος ανθρώπινου συναισθήματος.



Κι’ οι καιροί θ’ αλλάξουν…

Τώρα, πετώντας πάνω στα σύννεφα…
Το μυαλό του Νάρβα, εξερράγη σε σκόρπιες ανερμάτιστες σκέψεις. Σε μια στιγμή, ξαναπέρασαν αστραπιαία, χωρίς χρονική σειρά οι εικόνες του παρελθόντος.

Μικρέ απλέ Νάρβα, ήρθε η ώρα της δράσης. Η ώρα του χρέους.
Υποταγή στη μοίρα και το πεπρωμένο, ή συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου; Ή μήπως η θέση που καθορίζεται από κάτι ανώτερο για κάτι όχι τόσο σπουδαίο και που αυτό το όχι τόσο σπουδαίο δεν έχει την αντίληψη να κατανοήσει, ούτε τη δύναμη να αμφισβητήσει κι’ έτσι το δέχεται σαν φυσική συνέπεια; Θεοί πλάθουν τις αλήθειες σου, ορίζουν το συναίσθημα, εντέλλουν τις πράξεις σου. Δαίμονες επιβάλλουν τους φόβους σου. Δοκιμάζουν την αποφασιστικότητα και την αντοχή σου. Σε περιγελούν αμφισβητώντας την αρετή σου. Επιδιώκουν να σε υποδουλώσουν. Να σε οδηγήσουν στον εξευτελισμό και στην ταπείνωση.

Με έναν περίτεχνο νοητικό χειρισμό, έκανε το λαμπερό βιμάνα να στροβιλιστεί και να βουτήξει ανάμεσα απ’ τα βράχια και την πυκνή βλάστηση στις πλαγιές των βουνών. Ύστερα οι αισθησιομετατροπείς το άφησαν να αιωρηθεί σχεδόν ακίνητο λίγο πιο πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων.
Μπορούσε καθαρά σχεδόν να δει τις τάξεις των δαιμόνων. Κι’ έναν κουρνιαχτό που σηκωνόταν στο πέρασμά τους. Όπου είχαν προσπεράσει, υπήρχε μόνο φριχτός θάνατος κι’ απομεινάρια στάχτης. Πλησίαζαν τώρα πολύ κοντά στους ανυπεράσπιστους άμαχους. Ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί αν τους έπιαναν. Αλλά, όχι. Όταν οι άγριοι δαίμονες επικρατούν, οι θεοί εξαπολύουν την οργή και την τιμωρία. Να ξαναγεννηθεί η Ισορροπία σ’ έναν καινούργιο κόσμο.

«Νάρβα, γιέ μου, δεν ταιριάζουνε μάτια υγρά στού μαχητή το πρόσωπο.» είχε πεί ο Ναριμάν.
‘‘ Μα, δεν είμαι, σκέφτηκε εκείνος. Δεν είμαι στρατιώτης. Της Ισορροπίας μόνο ταπεινός υπηρέτης.’’
«Ούτε του φόβου οι σκέψεις να σου δουλώνουν την ψυχή.»
‘‘Κι’ ούτε δούλος αφέντη φόβου κανενός.’’ Είπε πάλι σιωπηλά στον εαυτό του. ‘‘Φοβάμαι, μα δεν σκλαβώνομαι. Οι ψυχές των ανθρώπων είναι που με συντρίβουν. Οι δαίμονες που εξουσίασαν τις καρδιές τους με φέρνουν σε απόγνωση. Το βλέμμα της μικρής μου Αβέδα μου φέρνει υγρό τον πόνο στα μάτια μου.’’
«Ποτέ δεν ήταν.» Του θύμισε ο Ναριμάν. «Κι’ είναι καθήκον των ανθρώπων να βοηθήσουν τους θεούς τους την ώρα τούτη που οι δαίμονες φαίνονται λαβωμένοι και έτοιμοι να συντριβούν στα βάθη του ερέβους.»
«Θα υπάρξουν απώλειες. Αίμα θα κυλίσει αθώων.»
«Αναπόφευκτο. Νομοτελειακό. Ο κύκλος όμως της ζωής θα ξαναρχίσει, όπως πάντα.»

«Δάσκαλε όποια κι’ αν είναι η απόφασή σου, θα την εκτελέσω.»
«Δεν είμαι εγώ εντεταλμένος να πάρω απόφαση, Νάρβα. Εσύ είσαι. Την εποχή που οι άνθρωποι εξουσιάζονται από τους δαίμονές τους, κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί σοφά. Εσύ κατασκευάστηκες τέλεια, κι’ εκπαιδεύτηκες για να πάρεις την σωστή απόφαση, όταν πρέπει. Δικό σου είναι το χρέος.»

Μια τρομερή ανησυχία τον κυρίευσε. Λέξεις και φράσεις που δεν τους έδωσε ποτέ του σημασία, ξαφνικά άρχισαν να συνδυάζονται μ’ ένα νόημα που ποτέ του δεν είχε τολμήσει μέχρι τώρα να συνειδητοποιήσει.
«Κατασκευάστηκα; Τι εννοείς;»
Ο Ναριμάν, δεν απάντησε. Κάθε φορά που δεν απαντούσε αμέσως, έκρυβε ένα μυστικό, σκέφτηκε ο Νάρβα. Αυτή τη φορά όμως δεν μπορούσε να περιμένει.
«Τι εννοείς δάσκαλε; Πες μου τώρα!» Κραύγασε σχεδόν.
Οι λέξεις του, τραχείς και καθαρές, ξεχύθηκαν στο χώρο ψάχνοντας με απόγνωση κάθε ελπιδοφόρα πιθανότητα. Ο ήχος είναι ίδιος εδώ, ίδιος πάνω στον Ούρφα, ίδιος σ’ εκατομμύρια πλανήτες. Ο ήχος του ρευστού κόσμου που πάλλεται, που δονείται, που αναγεννιέται σε άπειρες δυνητικές υποστάσεις.
«Είσαι ανθρώπινος, αλλά όχι άνθρωπος,» είπε θλιμμένα ο Ναριμάν
«αν και πιο άνθρωπος από τους ανθρώπους. Το τέλειο δημιούργημα της ξεχασμένης γνώσης. »
Το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Κοίταξε τα χέρια του εξεταστικά. Ψηλάφησε μ’ αυτά το πρόσωπό του.
«Δεν θα βρείς καμιά διαφορά.» Είπε ο Ναριμάν. «Στο πνεύμα σου μόνο.»
Τώρα μόλις, άρχισε να συνθέτει τα νοήματα. Λέξη- λέξη, φράση-φράση.
Αναπάντεχες αλήθειες σ’ έναν ρυθμό πιο γρήγορο απ’ όσο συνήθισε να βλέπει.

Μικρέ, σκυφτέ πίθηκε, περιπλανήθηκες άβουλο ον, ομοίωμα όντος, σε μονοπάτια δύσβατα ψάχνοντας για την Αλήθεια. Κλονίστηκες με περίσκεψη για την τελική σου απόφαση στα τοπία της αμφιβολίας. Και η αλήθεια έρχεται τώρα αμείλικτη, σπασμένη σ’ εκατομμύρια κομματάκια να σου πετάξει κατάμουτρα την πιο απίστευτη εκδοχή.
Μετέωρος, πειθήνιο όργανο των θεών. Δέσμιος μέσα στη σμιλεμένη σου συνείδηση. Το χρέος σου βαραίνει πιο πολύ από την ύπαρξή σου. Και η απόφασή σου πιο πολύ από την ιδιαιτερότητά σου.

Έβδομος ουρανός: Η ανταμοιβή της καρτερικότητας και της αρετής. Ο τόπος της μετάβασης στην αθανασία.
Ώ Σίβα, της καταστροφής και της αναγέννησης! Πόσο σκληρή κι’ αφόρητη πρέπει να’ ναι κάθε φορά η διαδικασία της δημιουργίας. Και πόσο δυσβάστακτος ο πόνος της απόφασης.

Είχε σηκωθεί απότομα μέσα στη νύχτα από άγνωστη αιτία. Σκοτάδι βαθύ. Ηρεμία. Κύταξε δίπλα. Η Σαρασβάτι δεν ήταν εκεί. Πιο δίπλα. Η Αβέδα έλειπε.
Ένα μικρό λυχνάρι ακουμπισμένο στο χώμα, τρεμόπαιζε ελαφρά. Πετάχτηκε ανήσυχος.
«Ποτέ δεν ήταν.» Είπε ο δάσκαλος για την Σαρασβάτι.
«Ποτέ δεν ήταν.» Είπε ο δάσκαλος για την Αβέδα.
Θόρυβος ξένος, ήχος τραχύς. Ανοίκειος στ’ αυτιά του. Ουρλιαχτά σφαγής.
Ο ήχος των κεραυνών που εξαπέλυαν οι δαίμονες.
Πήδησε αλαφιασμένος στο ξέφωτο. Ξεχύθηκε με την ταχύτητα άνεμου σφοδρού. Το σπαθί του έσκισε τον αέρα με δύναμη και λάμψη αστραπής. Κλαγγές μετάλλων που συγκρούονται βίαια, κραυγές φοβερές, βογγητά λύσσας και πόνου.
Πόσο τεράστιοι φαντάζετε άνθρωποι, όταν στα χέρια σας κραδαίνετε την απειλή της τρομερής δύναμης των όπλων σας, πόσο μικροί γίνεστε καθώς λαβωμένοι σέρνεστε στο χώμα εκλιπαρώντας σπαρακτικά για έλεος. Ούτε ο θάνατος πια δεν σας αξίζει.
Στη δύναμη του Νάρβα και την ορμή, σκορπίστηκαν οι δαίμονες. Κι’ οι άνθρωποι- κτήνη χάθηκαν, τρέχοντας να κρυφτούν στα γύρω δάση.
«Έψαξα παντού. Δεν τις βρήκα πουθενά.»
«Ποτέ δεν ήταν.» Επανέλαβε ο δάσκαλος. « Η Σαρασβάτι, είναι θεά. Η Αβέδα είναι τ’ όνειρό σου.»

Ο ήχος απ’ τα λόγια του Ναριμάν, μαστίγωσε ανελέητα το μυαλό του.
Τώρα, χιλιάδων χρόνων κραυγή στα χείλια σχήμα θα πάρει. Θα ξεμακραίνουν πρόσωπα θολά μεσ’ στην ομίχλη. Θα μείνουν μόνο οι εικόνες μιας ζωής που πέρασε γοργά, σταγόνες παράπονο πικρό, στις άκρες των ματιών του να κυλήσουν.
Η βουλή η στερνή του θε’ να’ ναι: Μια λάμψη να σκίσει το θόλο τ’ ουρανού και της ψυχής του. Και θα κάνει τον ήλιο να πέσει.

«Ακόμα και μια σκέψη που συνοδεύεται από έντονο συναίσθημα, αλλά όχι από σαφή επιθυμία, έχοντας τα χαρακτηριστικά της ενεργής σκέψης, θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τους αισθησιομετατροπείς και να πυροδοτήσει τη ρίψη. Για την αποφυγή λάθους συνεπώς, υπάρχει δικλείδα ασφάλειας. Ειδικά γι’ αυτό λοιπόν, απαιτείται φυσική, σωματική επιβεβαίωση. Χρειάζεται να ακουμπήσεις με το χέρι σου το παλλόμενο φως.»
Είχε τότε ο δάσκαλος επισημάνει.

Ο Νάρβα, ο Μυημένος, ο υπερασπιστής της Ισορροπίας και ταπεινός υπηρέτης του Ντάρμα,
άγγιξε με την άκρη των τρεμάμενων δακτύλων του το παλλόμενο φως.

Εκατό χιλιάδες ήλιοι έλαμψαν πάνω στο έδαφος.

Ο ουρανός λούστηκε με ρινίσματα από άστρα.

‘‘Αγαπημένη Σαρασβάτι, γλυκιά μου Αβέδα,’’ ήταν η τελευταία του προσευχή…



Κι’ οι καιροί θ’ αλλάξουν…
Θα’ ρθουν οι δαίμονες να σπαράξουν τις ψυχές…
Να διαδεχτούν τις εποχές της γαλήνης…
Μα οι θεοί τους λυτρωτές θα στείλουν …
Και θ’ αποκαλυφθούν οι ουρανοί… 





 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου