Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Δέκατο τρίτο φεγγάρι



Δέκατο τρίτο φεγγάρι

‘‘Είναι μικρή η αγάπη για ταξίδια
στις θάλασσες των μπλε ματιών σου.’’

Αν σου αφιερώσουν ένα ποίημα, ζεις για πάντα. Σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από όνειρα. Αρκεί να το αποστηθίσεις. Κι όταν το ψιθυρίζεις, να μην λες ποτέ τον τελευταίο στίχο.
Τα ευλύγιστα και επιδέξια δάκτυλά της, ακούμπησαν χαϊδευτικά τα παλμοοπτικά πλήκτρα της εικονικής προβολής του πιάνου, που είχαν υποκαταστήσει στο ταμπλό τις ενδείξεις των λειτουργιών του αστροσκάφους και τα χειριστήρια της manual πλοήγησης.
Οι εσωτερικές επενδύσεις από iso-kevlar των τοιχωμάτων της καμπίνας ελέγχου, λειτούργησαν σαν μεμβρανικά ηχεία, διαχέοντας στον χώρο τον μαγευτικό ήχο. Απομάκρυνε τα χέρια της από τα πλήκτρα. Το πιάνο συνέχισε να παίζει το ίδιο μοτίβο: ‘Amelie Poulain, Comptines d’ un autre ete’. Μια αγαπημένη παμπάλαια σύνθεση, από την ‘‘Αμελί ’’, ένα συμπαθέστατο δημιούργημα της εποχής του κινηματογράφου, μιας τεχνικής απεικόνισης διακοσίων και πλέον χρόνων παλιάς, που σχετιζόταν με την τέχνη της υποκριτικής. Είχε προλάβει να ζήσει τις τελευταίες δεκαετίες εκείνης της περιόδου. Στην συλλογή της από χιλιάδες δείγματα, είχε κι εκείνη την ταινία, που την ανακύκλωνε κατά αραιά χρονικά διαστήματα, αναβαθμισμένη βέβαια μέσω της 3d -senseplus προβολικής αναπαραγωγής. Έβρισκε επίσης εξαιρετική την συναίσθηση του αρώματος του γιασεμιού και του αιθέριου έλαιου εσπεριδοειδών, καθώς και τη γεύση αγριοκέρασου από τα χείλια της Αμελί, που είχαν επιλέξει οι ψηφιακοί αναβαθμιστές παλιών ντοκουμέντων να συνδυάσουν - οπωσδήποτε πολύ ταιριαστά - με την ταινία. Και το μουσικό κομμάτι με το πιάνο ήταν εξαίσιο, εκπληκτικό. Απλό κι απέραντα βαθύ ταυτόχρονα. Άγγιζε την ψυχή της σαν πουπουλένιο μελαγχολικό χάδι και την έστελνε στους πιο μακρινούς γαλαξίες.
Μαύρο βελούδινο διάστημα, νεφελώματα και αστερισμοί, πύκνωσαν γύρω της στον χώρο της καμπίνας, σε μια ακριβή μικρογραφική αναπαράσταση του εξωτερικού διαστήματος, όπως οι περισκοπικοί - τηλεσκοπικοί καταγραφείς το αποτύπωναν. Έτεινε απαλά το αριστερό της χέρι με τα δάκτυλά της ν’ ακουμπούν τον Περσέα και την Ανδρομέδα, που αντέδρασαν με παλμικούς σπινθηρισμούς κι απόθεσε στη δεξιά της χούφτα το πολύχρωμο φωτεινό νεφέλωμα του Ωρίωνα.

‘‘Παίρνω αλμύρα απ’ της θλίψης σου το δάκρυ, βάζω το φως απ’ τη λευκή σου τη μορφή, χρώμα λιωμένο απ’ του ονείρου σου την άκρη, ζυμώνω κόσμους με νερό από βροχή, ρουμπίνια ήλιους και αστέρια από αχάτη και τ’ αποθέτω στων χεριών σου την αφή…’’

Αν σου αφιερώσουν ένα ποίημα, ζεις για πάντα. Σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από όνειρα. Αρκεί να το αποστηθίσεις. Κι όταν το ψιθυρίζεις, να μην λες ποτέ τον τελευταίο στίχο.

«Τώρα, μπορούμε να μιλήσουμε», αποφάσισε φωναχτά.
Το πολύχρωμο φωτεινό νεφέλωμα του Ωρίωνα, διαλύθηκε στη δόνηση της φωνής της, σκορπώντας ανταύγειες με τα χρώματα της ίριδας στο σκοτεινό σύμπαν της καμπίνας ελέγχου. Οι Πλειάδες συστράφηκαν και ενώθηκαν με τον Βοώτη, την Κασσιόπη και τον Κηφέα. Η Λύρα κι ο Πήγασος έλαμψαν έντονα και παρατεταμένα, σαν πυροτεχνήματα. Το πιάνο συνέχισε σ’ ένα άλλο μοτίβο. Τώρα, πλαισιώθηκε από απαλούς ήχους πνευστών και έγχορδων. Οι συγχορδίες έφτιαχναν pulsars κάπου στο υποτιθέμενο υπερδιάστημα. Η μουσική των σφαιρών, ο ήχος του σύμπαντος, λειτούργησε σαν ψυχοτρόπος ενισχυτής, φέρνοντας έντονες αναμνήσεις στο νού της και μια υγρή θαμπάδα στα μάτια της.
«Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε» είπε πάλι.
«Να μιλήσουμε γλυκιά μου», θα απαντούσε. Αν ήταν εκεί. Εκείνος πάντα έλεγε πως έτσι είναι δίκαιο. Αυτός που γεννιέται πρώτος, να φεύγει πρώτος. Έτσι είχε γίνει. Δεν πρόλαβε. Εκείνη είχε προλάβει. Τις καλλιέργειες βλαστικών κυττάρων για ανακατασκευή του μυοκαρδικού ιστού, των ζωτικών οργάνων και των αγγειακών τοιχωμάτων, την δερματική ανάπλαση με ιοντικές θεραπείες γονιδιακής ανανέωσης, την τεχνολογία τροφίμων καθαρής ενέργειας: Μια έκρηξη της Ιατρικής και της βιοτεχνολογίας, λίγα χρόνια μετά. Υπόσχεση για μια ζωή που θα χωρούσε τα όνειρά του. Μα δεν πρόλαβε. Εκείνη, είχε κι άλλη αγάπη για κίνητρο: Την κόρη της. Και τ’ αποφάσισε.
«Φαντάσου μια αγάπη που ζει αιώνια» του είχε πει εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη. Ένα ολόγιομο γαλάζιο φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει. Επτά φορές στα δεκαεννιά χρόνια, ανατέλλει ένα τέτοιο φεγγάρι. Δεν είναι βέβαια κυριολεκτικά γαλάζιο. Είναι ένας ευφημισμός, για την δέκατη τρίτη πανσέληνο στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Εκείνη τη βραδιά όμως ήταν. Ήταν γαλάζιο γιατί, του κρατούσε το χέρι και στο φως του δεν πρόσεχε τις βαθιές του ρυτίδες, δεν έβλεπε πως ήταν πια γέρος. Γιατί, καθώς της μιλούσε, η χροιά της φωνής του, θύμιζε τη φωνή του πριν από πολλές δεκαετίες και μιλούσε με τις ίδιες λέξεις, στους ίδιους αβρούς τόνους. Γιατί, σαν τα χείλια του ακούμπησαν τρυφερά τον γυμνό λαιμό της, ήταν το ίδιο απαλά με εκείνα τα χείλια που πρωτοφίλησαν τότε τα δικά της, ένα δειλινό κάποιου Αυγούστου, σε μια έρημη ακροθαλασσιά. Και κυρίως γιατί, η απαλή αύρα έφερνε εκείνη την ίδια ευωδιά από κέδρο, πεύκα και κρινάκια της άμμου.  

‘‘Πεύκο και κέδρο στάζει το φιλί σου και καλοκαίρια που περάσαμε μαζί. Σε μια κρυφή γωνιά του παραδείσου η αγάπη μου θα ήθελε να ζει, μικρός θεός, να πλάθει το κορμί σου, με άσπρη άμμο και με κόκκινο κρασί.’’

Αν σου αφιερώσουν ένα ποίημα, ζεις για πάντα. Σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από όνειρα. Αρκεί να το αποστηθίσεις. Κι όταν το ψιθυρίζεις, να μην λες ποτέ τον τελευταίο στίχο.


«Πόσο μου λείπουν αυτοί οι στίχοι που μου έφτιαχνες τότε» είπε.
«Έλα τώρα, σπάνια τους διάβαζες. Μπορεί και να τους θεωρούσες αδέξιους, σαχλορομαντικούς και αφελείς» θα απαντούσε εκείνος.
«Ακόμα κι αν ήταν έτσι, δεν έπαυαν να περιέχουν για μένα την πολύτιμη επιβεβαίωση της αγάπης σου» απάντησε πάλι εκείνη, ανίκανη να συγκρατήσει δυο σταγόνες υγρής ανάμνησης που εμφανίστηκαν στις άκρες των ματιών της «και, βλέπεις, τους αποστήθισα κιόλας» συμπλήρωσε.
«Σου πήρε πάνω από εκατό χρόνια» θα παρατηρούσε εκείνος, χαμογελώντας πειραχτικά. Μάλλον μετά, θα έπαιρνε στα δυο του χέρια απαλά το πρόσωπό της και με λατρεία οι αντίχειρές του θα σκούπιζαν προσεκτικά τα δάκρυά της.
«Έλα, πάνε εβδομήντα επτά χρόνια από τότε κι έχεις και την κόρη μας παρέα» θα της έλεγε, στην προσπάθειά του να την χαλαρώσει.
«Δεν την βλέπω πιά» είπε εκείνη. «Είμαι Νομάδας.»
«Νομάδας;»
«Με το πρόβλημα του υπερπληθυσμού στη Γη και την απουσία θέσεων στη Σελήνη, όσοι είμαστε πάνω από εκατόν είκοσι ετών, υποχρεωθήκαμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο να γίνουμε Νομάδες - περιφερόμενοι σε αποστολές κοινής ωφέλειας - και στην ευθανασία. Αποστολές κοινής ωφέλειας θα πει, κοντινές παρατηρήσεις φαινομένων στο ηλιακό σύστημα και αναφορές για λήψη μέτρων ασφάλειας. Δεν ήμουν έτοιμη ακόμα. Διάλεξα Νομάδας.»
«Μωρό μου, ταλαιπωρία;» θα ανησυχούσε.
«Ίσως, με συναρπαστικό αντίκρυσμα, πάντως. Είδα πράγματα που θα’ θελες να έχεις δει. Και θέλω να σου μιλήσω γι’ αυτά.» Του είπε.
«Πές μου λοιπόν, γλυκιά μου» θα της έλεγε με ενδιαφέρον.

«Είδα τις τρικυμίες, από τους σφοδρούς ανέμους και τους κυκλώνες, στις θάλασσες του παγωμένου μεθανίου στον γαλανό Ποσειδώνα. Τις κρυσταλένιες νιφάδες διαμαντιών να πέφτουν σαν χιόνι στην επιφάνειά του. Ταξίδεψα μετά στα όρια των νανοπλανητών, στον Πλούτωνα, την Έριδα και την Δυσνομία, τον δορυφόρο της. Έζησα δέκα χρόνια στην Δήμητρα, στη ζώνη των αστεροειδών, στέλνοντας αναφορές για τα χαοτικά φαινόμενα του ηλιακού συστήματος. Ξέρεις, απρόβλεπτες εκτροπές από τροχιές, απειλούμενες προσκρούσεις με την Γη. Αγνάντεψα βροχές διαττόντων στην Τηθύ και την Ρέα, τους δορυφόρους του Κρόνου. Είδα να αναπτύσσονται καινούργιες αποικίες στον πορτοκαλί Τιτάνα. Είμαστε πια είκοσι δισεκατομμύρια ψυχές.»
 «Τις νιώθω σχεδόν», θ’ απαντούσε μάλλον εκείνος γελαστά και θα της θύμιζε αυτό που της έλεγε πάντα, ότι, δηλαδή, η τετραδιάστατη υπόσταση μιας οντότητας δεν αποτελεί παρά μια αντανάκλαση στον απατηλό καθρέφτη του χωροχρόνου, μια όψη από τις πολλές -πολλές όψεις της ύπαρξης. Και πως η ίδια οντότητα απλώνεται και πλέκεται σαν άδηλος ιστός και σ’ όλες τις άλλες διαστάσεις. Και ότι αυτό ακριβώς είναι  η ψυχή. Και πως έτσι όλες οι ψυχές κρατιούνται χέρι-χέρι στον αχρονικό χορό του  σύμπαντος, όταν η ψευδαίσθηση του βιοχρόνου καταρρεύσει.
Θα της μιλούσε για τη “φυλακή μέσα στη φυλακή”, τη φυλακή δηλαδή των πέντε - περιορισμένων κι αυτών έτσι κι αλλιώς - αισθήσεων, μέσα στη μεγαλύτερη φυλακή των τεσσάρων διαστάσεων.
Θα κατέληγε, όπως πάντα, όταν αναφερόταν  στην παραπλανητική φαινομενικότητα, στους δεσμώτες της σπηλιάς του Πλάτωνα.

«Αλλά, υπάρχουν στιγμές, σημεία, ή  συγκυρίες, όπου οι διαστάσεις μοιάζουν να διασταυρώνονται, να αποκτούν επαφή, να ξεχύνονται η μια μέσα στην άλλη. Απαιτείται τότε ένας φυσικός συντονισμός και μια κατάσταση διευρυμένης συνείδησης, για να μπορεί κανείς να γίνει αποδέκτης μιας άλλης εκδοχής της πραγματικότητας, ασύλληπτης και μαγικής».

Ο φωτισμός της αίθουσας ελέγχου τρεμόπαιξε έντονα, εναλλάσσοντας χρωματικούς προειδοποιητικούς τόνους. 

«Θαρρώ πως πλησιάζω την συγκυρία», αναφώνησε εκείνη με ενθουσιασμό. 

Το σκάφος κλονίστηκε βίαια, εκείνη έχασε την ισορροπία της, το πιάνο σιώπησε, το σύμπαν χάθηκε από την καμπίνα ελέγχου. Ο εξομοιωτής άμεσου περιβάλλοντος, πρόβαλλε το εγγύς διάστημα.
Ο Υπερίων και η Διώνη, είχαν χαθεί. Το φεγγάρι του Κρόνου που είχε τ’ όνομά της, τρεμόπαιζε κι αυτό στα όρια της εξαφάνισης.

«Γλυκιά μου, είσαι καλά;» Θα ρωτούσε εκείνος με σχετική αγωνία.
«Θαυμάσια, εκπληκτικά», απάντησε εκείνη, «επαληθεύονται οι παρατηρήσεις», συνέχισε με διέγερση, «για τα ρεύματα ταχυονίων που δημιούργησαν αναταραχές στο ηλιακό σύστημα.»
Ήξερε πως εκείνος θα καταλάβαινε τι εννοούσε. Και χαμογέλασε με κρυφή ευχαρίστηση.
Το αυτόματο σύστημα πλοήγησης, αποφάσισε έκτακτη επείγουσα προσεδάφιση στον Ιαπετό.
Το σκάφος τραντάχτηκε έντονα πάλι αλλά μετά από λίγο σταθεροποιήθηκε. Ο εξομοιωτής περιβάλλοντος, πρόβαλλε βράχια και κρατήρες. Κι ύστερα έδειξε δέντρα και λουλούδια και νερά. Ο αέρας μύρισε χορτάρι. Και λεμονανθούς.
«Τα ταχυόνια, γλυκιά μου, έχεις δίκιο,  κινούνται με ταχύτητες μεγαλύτερες εκείνης του φωτός. Και ταξιδεύουν στον χρόνο. Δημιουργούν ζητήματα στο κατεστημένο ανθρώπινο σύμπαν» .
Εκείνη χαμογέλασε θριαμβευτικά. Αυτός ήταν ο λόγος άλλωστε που είχε επιλέξει την συγκεκριμένη αποστολή.
Μια σκιά άρχισε να παίρνει μορφή, κάπου ανάμεσα στα ρυάκια και την πυκνή βλάστηση. Η καρδιά της χτύπησε σε ρυθμούς κολπικής μαρμαρυγής..

«Είσαι εσύ;» Ρώτησε με έξαψη.

Δώδεκα από τα φεγγάρια του Κρόνου, φαίνονταν καθαρά στον βαθύ μπλέ ουρανό.
Το δέκατο τρίτο, που είχε τ’ όνομά της, τρεμόπαιζε στα όρια της εξαφάνισης.
Τα δέντρα σκίρτησαν σε μια απαλή αύρα. Άρωμα από πεύκο, κέδρο και κρινάκια της άμμου διαχύθηκε στον αέρα.
Οι αστερισμοί φάνηκαν πάλι καθαρά, πίσω από τα φεγγάρια του Κρόνου.
Η κοντινή Τελεστώ, σαν ένα κοσμικό πετράδι, αντανακλούσε έντονα το ηλιακό φως και έλουζε με ρευστό ασήμι τα μαλιά της. Το δέκατο τρίτο φεγγάρι, που είχε τ’ όνομά της, έγινε γαλάζιο κι ύστερα χάθηκε. 

Αν σου αφιερώσουν ένα ποίημα, ζεις για πάντα. Σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από όνειρα. Αρκεί να το αποστηθίσεις. Κι όταν το ψιθυρίζεις, να μην λες ποτέ τον τελευταίο στίχο.
Αλλά πάλι, ποιός θα ’θελε να τριγυρνά για πάντα μοναχός στα παγωμένα μονοπάτια των άστρων; 
Έκλεισε τα βλέφαρά της και ψιθύρισε τους τελευταίους στίχους:  

‘‘Θα σκύψω μια βραδιά που θα κοιμάσαι
στου φεγγαριού λουσμένη τ’ ασημί
και λέξεις που σου είχα πει, θυμάσαι,
θα ψιθυρίσω πάλι απ’ την αρχή:
« Είναι μικρή η αγάπη για ταξίδια
στις θάλασσες των μπλε ματιών σου»
Και θ’ ακουμπήσω το φιλί μου
πάνω στις άκρες των χειλιών σου…’’






Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

Στάχτη και burberry


  
                                                        Στάχτη και burberry


‘‘Ανώμαλος είσαι εσύ και όλο σου το σόϊ.’’ Σκέφτηκε ο Μάρς.
Είπε: «Σ’ ευχαριστούμε Διαστρικέ μας φίλε για την ευγενική σου πρόθεση.»
«Διακρίνω μια νοητική σύγχυση; » Παρατήρησε το έκτρωμα.
‘‘Μπάσταρδε.’’ Σκέφτηκε ο Μάρς.
Είπε: «Δέος και έκσταση για τo μεγαλείο σας και συνάμα συγκίνηση για το ενδιαφέρον σας. Δεν νομίζετε πως είναι, για την απλότητά μου, ένα μπέρδεμα;»
Το έκτρωμα φάνηκε ν’ αμφιταλαντεύεται με σχετικό κόρδωμα. «Χμμ… Ίσως» απάντησε. Ή, δεν απάντησε. Απλά πρόβαλε τη σκέψη του.
«Είδες; Το κατάλαβες.»
«Απαιτούμε να συμμορφωθείς στις υποδείξεις.» Τόνισε το βδέλυγμα με απόλυτη αυστηρότητα.
«Καθίκι!» Του ξέφυγε.
«Άγνωστη εικόνα. Τι εννοείς;»
«Αν η μεγαλειότητά σας προστάζει» είπε ο Μάρς διορθώνοντας.
‘‘Βρωμιάρη! Να πάς στο διάολο, από εκεί που ήρθες’’ σκέφτηκε. ‘‘Εγώ δεν προδίδω τους πιστούς μου φίλους.’’
«Η πρωτογενής, ανώμαλη, στρεβλή και ασταθής ψυχοσύνθεσή του αποτελεί απειλή για το υγιές σύστημά μας. Φυσικά απορούμε πώς ακόμα δεν σ’ έχει και σένα προσβάλλει.» Επέμεινε το βλαμμένο τέρας. «Να εξοντωθεί πάραυτα. Είναι ήδη ποτισμένο με αλκοόλη. Τι πιο απλό; Ταχεία-άμεση οξείδωση με έναυσμα σπινθήρα και συνδρομή πτητικών κυκλικών υδρογονανθράκων.
Πλήρης καύση και τέλεια αποστείρωση με ελάχιστα κατάλοιπα.»
«Θα μου επιτρέψετε να το κάνω μόνος. Σαν ύστατο φόρο τιμής στις υπηρεσίες που μου προσέφερε μέχρι σήμερα.» ζήτησε ο Μάρς.
«Αρκετά συναισθηματικό και εκλεπτυσμένο για την υπο-οντότητά σου. Τόσο το καλύτερο. Έτσι αποφεύγουμε και τον κίνδυνο μόλυνσης από κάθε περιττή επαφή μαζί του. Θα το ελέγξουμε στην αναχώρησή σου πριν σου δώσουμε την απαραίτητη προωθητική ώση. Οι ύλες που χρειάζεσαι για την καύση, υπάρχουν ήδη στο … χμμ … σκάφος σου, έτσι;»
«Ναι, σίγουρα. Μην ασχολείστε.» Τον βεβαίωσε ο Μάρς.

Δεν μπορούσαν κι’ αλλιώς να ξεκολλήσουν απ’ αυτόν τον ηλίθιο τόπο. Είχαν ανάγκη μια γερή αρχική προωθητική ώση από τις ενεργειακές τους πηγές για να εξασφαλίσουν έξοδο από το τεράστιο βαρυτικό πεδίο του πλανήτη τους.
Πώς τα είχαν καταφέρει κι’ έμπλεξαν εκεί κάτω…
Τέλος καλό, όλα καλά.
«Εντάξει. Είσαι ελεύθερος.» Σκέφτηκε ή είπε το φρικιό, αφού όλα είχαν ελεγχθεί. «Περιττό ασφαλώς να σου πω πως η επάνοδός σου στον πλανήτη μας, δεν είναι επιθυμητή. Σαφές;»
Ο Μάρς συγκράτησε με δυσκολία έναν γρυλλισμό. Κατάφερε να αποφύγει να απαντήσει.

Το σκάφος σείστηκε, έτριξε, στρίγκλισε και τελικά βγήκε αγκομαχώντας στην εξώσφαιρα του πλανήτη Αλλαντάλον.
«Ρε βλάκα, τι έχεις κάνει εδώ;» Φώναξε ο Φανφάν ο Αστρολάγνος, μόλις άνοιξε τα κατακόκκινα μάτια του. «Ρημαδιό τά’ κανες ρε ανόητε.»
Τον αγκάλιασε, μέσα στην παραζάλη του, έτσι όπως ήταν καθισμένος κάτω – τι καθισμένος δηλαδή, ξάπλα σχεδόν - κυλίστηκε μαζί του στο πάτωμα και του χάϊδεψε άγαρμπα το κεφάλι και τα μαλιά, αποσπώντας του και δυο τούφες.
Βρωμοκοπούσε ακόμα ουϊσκι, και τσιγαρίλα, μια δοκιμασία για την οξύτατη όσφρησή του, αλλά ήταν το λιγώτερο που τον ένοιαζε.
«Ρε αλητάκο, έσπασες όλες μου τις κολώνιες μαζί και την πανάκριβη συλλεκτική burberry που είχα αγοράσει στο ‘Old Times Bazaar’ του πλανήτη
Μέμορι. Πέταξες τις στάχτες από τα τασάκια ένα σωρό στο πάτωμα μαζί με τ’ αποτσίγαρα. Κόντεψες να βάλεις πυρκαγιά, τι έκανες ρε μπουμπούνα; Και για πες μου, πώς βρέθηκα εγώ μέσα στο ερμάρι των τροφίμων; Πω πω, τάβλα πρέπει να ήμουνα.»
‘‘Δέκα χρόνια είμαστε μαζί και δεν έχεις μάθει ούτε μια λέξη να καταλαβαίνεις απ’ αυτά που σου λέω.’’ Σκέφτηκε ο Μάρς. ‘‘ Ανεπίδεκτε ! Έχε χάρη, που μπόρεσα να σε σύρω με τα δόντια μέχρι εκεί, για να σε κρύψω. Και για πρώτη φορά στη ζωή σου, σου φάνηκε χρήσιμο ότι καπνίζεις σαν φουγάρο. Τις στάχτες που είχα πετάξει κάτω, τους τις έδειξα και τις πέρασαν για τ’ απομεινάρια σου. Κι’ οι βρωμοκολώνιες σου που μου σπάνε τα ρουθούνια κάθε φορά που τις φοράς - λές και θα δώσεις ραντεβού με καμιά Βαλενταριανή μητρο…πως τις λές, στη μέση του γαλαξία - χαλάλι σου κι΄ αυτές. Τις μύρισαν κι’ αναγνώρισαν υπολείμματα πτητικών κυκλικών υδρογονανθράκων. Φυσικά, η όσφρησή τους είναι εξαιρετικά ευαίσθητη, αλλά αναγνωρίζει κυρίως τη χημική σύσταση. Και πάνω απ’ όλα βέβαια, το ότι ήσουν τύφλα στο μεθύσι, που σου νέκρωσε κάθε σκέψη, ήταν το πιο καλό. Δεν ανίχνευσαν έτσι καμιά σκέψη, καμιά ζωτική νοητική ένδειξη.’’
«Τι γρυλλίζεις βρε παλιοχαζούλιακα;» Είπε ο Φανφάν ο Αστρολάγνος, χασκογελώντας υπό την επήρρεια του οινοπνεύματος ακόμα - στα κέφια του παρ’ όλα αυτά - στριφογυρίζοντάς τον στο πάτωμα και μέσα στις στάχτες άλλη μια στροφή.
Ο Μάρς γαύγισε, γιατί δεν είχε άλλο τρόπο να συνεννοηθεί μαζί του. Και, γλείφοντάς τον στο πρόσωπο, κούνησε χαρούμενα την ουρά του…



Αφιερωμένο στον φιλαράκο του ανθρώπου, που έδειξαν χθές στις ειδήσεις να φουντάρει σε αυτοκινητόδρομο στην Βενεζουέλα με κίνδυνο να σκοτωθεί και να σέρνει με τα δόντια στην άκρη τον κτυπημένο, θανάσιμα δυστυχώς, σκύλο σύντροφό του.