Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΗΛΙΟΙ


                                                   ΕΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΗΛΙΟΙ.

Και θ’ αποκαλυφθούν οι ουρανοί…

Ο ήλιος έπρεπε να είχε δύσει τώρα. Έμενε ωστόσο το κατακόκκινο είδωλό του μετέωρο ακόμα πάνω στο μήκος του ορίζοντα.
Εκεί το φως που σμίγει με το νερό, η γραμμή της γέννησης ξαναρχίζει την πορεία. Ο κόσμος, είναι το χώμα. Είναι το μπλε και το πράσινο.
Κι’ αυτός, μια σκιά κυνηγημένη που πλανιέται σ’ αισθήσεις καινούργιες. Μια πνοή που κυλιέται στα σύννεφα να βρει το σχήμα της γι’ απόψε.
Ο πίθηκος ή ο θεός;
Ο Έβδομος Ουρανός είναι η ελπίδα. Το κίνητρο. Το υπέρτατο χρέος.
Κι’ είναι αυτός, που κανείς δεν τον βλέπει να παλεύει, χίλιους δαίμονες νικώντας με τη λάμψη του σπαθιού του. Κι’ είναι αυτός που δακρύζει όταν πέφτουν, που δακρύζει όταν νικάει. Που δακρύζει καθώς περνά τις πύλες για τον Έβδομο Ουρανό.
Κι’ είν’ αυτός που δακρύζει λίγες στιγμές πριν ακουμπήσει με τα τρεμάμενα δάκτυλά του το παλλόμενο φως…


Τις παλιές μέρες…
Ο Νάρβα συνήθιζε να κάθεται πάντα στον ίδιο βράχο καθώς έγερνε ο ήλιος.
Ήταν η ώρα που σίγαζε το τύμπανο του Σίβα κι’ οι παλμοί της ζωής καταλάγιαζαν απ’ την αέναη κίνηση και δράση. Κι’ οι ανάσες του κόσμου γίνονταν αργές και χάνονταν στου απέραντου τοπίου την αχλύ. Ένας ήχος γλυκός κι’ απόκοσμος, απ’ του γαλάζιου Κρίσνα την φλογέρα, αναδυόταν μετά, μέσα απ’ του δάσους τις σκιές. Οι αντιθέσεις, βασικό συστατικό κι’ ουσία της αντιφατικής ανθρώπινης φύσης, εναλλάσσονταν σε μια ανύποπτη διαδοχή. Σαγήνη κι’ αποπλάνηση του νου. Θεοί και δαίμονες λικνίζονταν ρυθμικά σ’ ένα χορό και σ’ ένα πόλεμο, παραμονεύοντας ν’ αρπάξουν την ψυχή του. Άφηνε τότε το βλέμμα του να προσηλώνεται στο κενό, το μυαλό του να πλανιέται στο σύμπαν και το κορμί του μετέωρο στο μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, έρμαιο στις επιθέσεις τους.
Μια τέτοια στιγμή, ήρθε κοντά του ο Ναριμάν ο γερο-δάσκαλος.
«Η απλότητα είναι σοφία, μικρέ Νάρβα. Από αυτή πηγάζει η ευδαιμονία.» Του είχε πει.
«Πού θ’ αναζητήσω την απλότητα και την ευδαιμονία δάσκαλε;» Ρώτησε ο Νάρβα.
«Στο νου και στην ψυχή μας είναι, Νάρβα, όταν ισορροπούμε τους θεούς μας
κι’ υποτάσσουμε τους δαίμονες που επιδιώκουν να μας εξουσιάσουν, απειλώντας τη θεία τάξη. Στο κορμί μας όταν καταφέρνει να γαληνεύει μετά από την πάλη και τα πάθη του. Στα συναισθήματά μας όταν τα επιστρέφουμε απλόχερα στη φύση και τους ανθρώπους, απ’ όπου κι’ εμείς τα παίρνουμε σαν δώρα. Στις επιθυμίες μας όταν τις λογικεύουμε. Στις αισθήσεις μας όταν απολαμβάνουμε με ευχαρίστηση αλλά χωρίς απληστία αυτά που οι θεοί μας χαρίζουν. Στην αυτοσυγκέντρωση και τον διαλογισμό που μας ανοίγουν τον δρόμο για την Αλήθεια και τον Έβδομο Ουρανό.»

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν ξένο κι’ ασύμβατο με τις αναζητήσεις του.
Ανασηκώθηκε απ’ τον βράχο κι’ έσκυψε ελαφρά με σεβασμό μπροστά του.
«Δίδαξέ με, δάσκαλε.» Είπε σεμνά.
«Έπρεπε να το ζητήσεις, Νάρβα, για να κάνω αυτό που είχα ήδη στην πρόθεσή μου. Γιατί εγώ γνωρίζω πως καθήκον μου είναι να διδάξω αυτούς που οι θεοί ορίζουν, μα πρώτα εκείνοι πρέπει ν’ αποδεχτούν το κάρμα τους.»
Απάντησε ο Ναριμάν.
Ο μικρός απλός Νάρβα, ακολούθησε τον Ναριμάν κι’ από τότε μυήθηκε στον διαλογισμό και την υπερβατική αναζήτηση της γνώσης και της ηθικής.
Άσκησε το σώμα του στη λιτότητα. Έμαθε ν’ αντέχει στον πόνο και τις κακουχίες. Να ελέγχει τις αδυναμίες του. Να επιλέγει σοφά το δρόμο της αρετής. Να αυτοπροσηλώνεται και να διαλογίζεται, επιδιώκοντας τη Νιρβάνα. Να αναγνωρίζει την ομορφιά της φύσης και όλων των πραγμάτων τη χρησιμότητα. Ν’ αποδέχεται τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων σαν νόμο του σύμπαντος. Κι’ ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί με κάθε θυσία την τάξη και την ισορροπία που το διέπουν…

Μα οι θεοί τους λυτρωτές θα στείλουν …

Ένα πρωινό, χρόνια αργότερα…
Οι πρώτες σαϊτες του ήλιου, υγρές κι’ αδύναμες ακόμα, δεν βρήκαν τον μικρό απλό Νάρβα να κοίτεται στο λιτό αχυρένιο του στρώμα. Όρθιος στη θέση του, με το βλέμμα ανοιχτό και τις αχτίδες ανεμπόδιστες να εισβάλουν στον εγκέφαλό του, ήταν ο Νάρβα ο Μυημένος, ο υπερασπιστής της Ισορροπίας και υπηρέτης του Ντάρμα.
Μπροστά του, υπήρχε ένα μονοπάτι από φως, που του φαινόταν πως μπορούσε να το περπατήσει και να φτάσει στον ήλιο. Στην αλήθεια του κόσμου.
Είχε μάθει να βλέπει.
Έτσι, θεώρησε πως έπρεπε ν’ απευθυνθεί στο γερο-δάσκαλο.
« Ναριμάν, δάσκαλε, θαρρώ πως ήρθε η ώρα, αισθάνομαι πλέον έτοιμος.
Πρέπει να φύγω. Ν’ αναζητήσω το καθήκον μου ανάμεσα στους ανθρώπους.»
Ο Ναριμάν, δεν απάντησε αμέσως. Έμεινε σιωπηλός όλη τη μέρα. Δεν τον κοίταξε καν. Το απόγευμα, κάθισε στο γκρίζο βράχο, δίπλα στο Νάρβα, αμίλητος για ώρα πολλή.
Ο Νάρβα - Που Έβλεπε Πια - υπομονετικά περίμενε του δάσκαλου τη ρήση. Το τελευταίο φως της μέρας στραγγίστηκε στα σύννεφα. Μόλις απ’ τη μεριά της ανατολής, άναψαν οι πρώτες σπίθες παιδικών ονείρων, μίλησε ο δάσκαλος.
« Ναι, βλέπεις. Μα τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις ν’ ακούς κιόλας…»

Μεσολάβησε βαθιά σιωπή. Μια σιωπή που τόνιζε με έμφαση κάθε ανεπαίσθητο ήχο και του έδινε όγκο και υπόσταση. Της γης ο αχός, υψώθηκε σαν αχνό θυμίαμα κι’ ενώθηκε με μια ουράνια μουσική. Κι’ ένα μελωδικό σιτάρ από τη μεριά του χωριού, άρχιζε να συνοδεύει τονικά, πλέκοντας μαζί του τον ύμνο της ζωής και του έρωτα.

« Ο άνθρωπος, είναι Μέτοικος. » Είπε ο Ναριμάν μ΄ έναν βαθύ ψίθυρο. Και του έδειξε τ΄ αστέρια…

Η αμηχανία καθήλωσε κάθε του έκφραση. Έμεινε αποσβολωμένος. Σε παιδικούς μύθους μόνο είχε ξανακούσει για χαμένους κόσμους. Για τους ανθρώπους που έχασαν την αρετή τους και έκπτωτοι ξεκίνησαν για καινούργιες αναζητήσεις.
Χαμογέλασε ο Ναριμάν. «Ακολούθησέ με.» Είπε.
Σκαρφάλωσαν στα βράχια της πλαγιάς, περπάτησαν ένα στενό πέρασμα, παραμέρισαν πυκνά κλαδιά και βρέθηκαν στην είσοδο μιας σπηλιάς καλά κρυμμένης απ’ τα μάτια των ανθρώπων. Το σκοτάδι γύρω είχε αρχίσει να
γίνεται πηχτό.
«Πέρασε. Αυτά που θα δεις μόνο οι πάνσοφοι δάσκαλοι κατέχουν και τα μεταφέρουν στους λίγους εκλεκτούς Μυημένους.»
Η σήραγγα που οδηγούσε στο εσωτερικό της σπηλιάς, δεν ήταν σκοτεινή. Φως έλουζε το χώρο. Η πηγή του ήταν κρύσταλλοι που αιωρούνταν λίγο πιο κάτω από την οροφή.
«Κρύσταλλοι του φωτός.» Είπε ο δάσκαλος. Έλαμπαν σαν ζωντανά αστέρια.
«Οι άνθρωποι κατάγονται από τον Ούρφα. Έναν άλλο κόσμο που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, αναζητώντας νέο άσυλο στης Γης τα σκληροτράχηλα τοπία. Οι δαίμονες είχαν εισβάλει στις ψυχές τους και τις είχαν πλημμυρίσει με την ακόρεστη μανία της καταστροφής.» Συμπλήρωσε ο Ναριμάν.
Στον κυρίως θάλαμο, ανάμεσα σε τεράστιους σταλακτίτες, σταλαγμίτες και κολώνες, δεν ένιωσε την υγρή ψύχρα των σπηλαίων, αλλά μια ευχάριστη αίσθηση ζεστασιάς. Του έδειξε σκόρπιους συμπαγείς πέτρινους κύβους με πολύ απαλές πορτοκολοκόκκινες ανταύγειες.
«Αυτοί, είναι οι λίθοι της θερμότητας. Ζέσταιναν, » είπε «τους ανθρώπους τις κρύες μέρες.»

Είδε εκεί πολλές ασύλληπτες κατασκευές, εφευρήματα μιας τεχνολογίας και γνώσης εκατοντάδων αιώνων, που τώρα ήταν ξεχασμένη.

«Με τη δύναμή τους έγινε εύκολη η ζωή, μα σιγά-σιγά έκαναν ράθυμους και οκνηρούς τους ανθρώπους. Και μετέτρεψαν αυτούς που δαιμονικές πιότερο παρά θεϊκές ήταν οι ψυχές τους, σε επιβολείς, δυνάστες κι’ εξουσιαστές, φέρνοντας δυστυχία και πόνο στους άλλους. Και την ολοκληρωτική καταστροφή στο τέλος, που ανάγκασε τους λίγους που απέμειναν να εγκαταλείψουν τον Ούρφα.»
«Κι’ αυτές οι λαμπερές μεταλλικές κατασκευές;» Ρώτησε ο Νάρβα.
«Βιμάνα. Πτητικές μηχανές. Η κινητήρια δύναμή τους είναι η ίδια η δύναμη των ρευμάτων ενέργειας της γης και τ’ ουρανού. Εύκολο να τα χειριστείς. Υπακούν στις αισθήσεις και τις ενεργές σκέψεις. Εκτοξεύουν, αν χρειαστεί, τη δύναμη της φωτιάς. Ένα είναι το δικό σου, το πιο τρομερό απ’ όλα.»
«Τα ονειρεύτηκα, δάσκαλε. Ονειρεύτηκα τα φλεγόμενα σκάφη των θεών. Τις μπάλες φωτιάς που διάβαιναν τους ουρανούς τις σκούρες νύχτες.»
«Το ξέρω

Κι’ έμαθε έτσι ο Νάρβα να πετά τόσο καλά, ώστε ένιωθε πια το βιμάνα του, σαν φυσική προέκταση του εαυτού του.

Όταν ο Ναριμάν, ο γέρο δάσκαλος έκρινε πως ήρθε η ώρα να του δώσει τις τελευταίες συμβουλές, τον κάλεσε κοντά του.
« Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζει στην άγνοια, γιατί αυτή τον οδηγεί στην αδιαφορία. Μα πριν η γνώση του δοθεί, πρέπει να έχει λειάνει την ψυχή του, και να έχει διαπλάσει την πνευματικότητα και την ηθική του. Έτσι, ώστε ικανός να είναι, όταν κύριός της γίνει, να την χρησιμοποιήσει με σύνεση,
με αυτοέλεγχο, χωρίς εφησυχασμό και επιρρέπεια στην κατάχρησή της.
Είσαι τώρα ελεύθερος να φύγεις. Να ωριμάσεις και να φτάσεις στην ολοκλήρωση. Να θυμάσαι όμως, πως τότε μόνο θα είσαι πλήρης, όταν θα μπορείς κάθε χροιά της ανθρώπινης σκέψης να αντιλαμβάνεσαι, κάθε συναίσθημα να νιώθεις. Έμαθες να βλέπεις και ν’ ακούς, τώρα πρέπει να μάθεις να αγγίζεις, να μυρίζεις και να γεύεσαι. Κι’ αυτό θα το πετύχεις μόνο ζώντας με τους ανθρώπους. Και τότε μόνο θα είσαι πραγματικά έτοιμος να αποφασίσεις σοφά τον τρόπο με τον οποίο θα υπερασπιστείς την Ισορροπία, όταν χρειαστεί.»
Ο Νάρβα, έσκυψε με υπέρτατο σεβασμό να χαιρετήσει το δάσκαλό του.
Όταν σήκωσε το κεφάλι του, ο Ναριμάν δεν ήταν πια εκεί. Έτσι, πήρε το μονοπάτι για τις πεδιάδες.

Να διαδεχτούν τις εποχές της γαλήνης…

Τότε…
Ήταν απλές οι μέρες των ανθρώπων. Πυκνές από μόχθο, ιδρώτα και πόνο.
Τα βράδια με γλυκό ποτό και χωρατά γιάτρευαν τις πληγές τους. Κι’ ο έρωτας γεννιόταν γύρω απ’ τις φωτιές.
Στους κάμπους της ομίχλης και στους ορυζώνες είχε πρωτοδεί την Σαρασβάτι, πού’ κλεψε από τότε τα όνειρά του. Άνθος λωτού η θωριά της. Απόσταγμα από βότανα μυρωδάτα το χαμόγελό της. Φτελιές που θρόϊζαν στις απαλές πνοές του ανέμου οι κινήσεις της.
Το βράδυ που πρωτακούμπησε τα χείλια του στα δικά της, έβρεχε αστέρια. Τ’ αγρίμια του δάσους είχαν κρυφτεί με σεβασμό καθώς μυρίζονταν τον πόθο τους και φρόντισαν να μη φανερωθούν, την ώρα που στα υγρά τα χώματα και πάνω στα φυλλώματα των δέντρων τα πεσμένα, τα ιδρωμένα τους κορμιά γαλήνευαν το πάθος τους.
Είχε απλώσει την παλάμη του, έπεσε μέσα ένα αστέρι και της το στόλισε στα εβένινα μαλλιά της. Κι’ εκείνη, δεν ξέχασε να του το επιστρέψει, ένα άλλο βράδυ, πολύ καιρό μετά, όταν του χάρισε το πιο πολύτιμο και λαμπερό πετράδι της γης: Την Αβέδα.
Λεπτεπίλεπτη ορχιδέα, μικρό θεσπέσιο πλασματάκι, ποιάς θεάς ενσάρκωση, δεν ήξερε ακόμα. Το μόνο που ήξερε ήταν πως, όταν γεννήθηκε κρατούσε σφιχτά στα τρυφερά χεράκια της ένα δεμάτι φεγγαραχτίδες. Κι’ έξω απ’ το σπίτι τους, ανάμεσα στις καστανιές και τις φιλύρες, αν κι’ ήταν νύχτα, ένα αηδόνι κελάηδησε μαγικά μέχρι τα ξημερώματα.

Ο Νάρβα έζησε κάθε μικρή στιγμή, όπως ταιριάζει σ’ έναν Μικρό Απλό Άνθρωπο. Μικρές στιγμές, γεμάτες μεγαλείο. Στους καρπούς των μόχθων του. Στο χάδι της Σαρασβάτι. Στην τρυφερή αγκαλιά της Αβέδα. Στη βροχή και τον αέρα. Στου ήλιου τα τοπία. Στων ανθρώπων τις χαρές και τις δυσκολίες. Στις μέρες και στις νύχτες…
Τα ηλιοβασιλέματα, στο γκρίζο βράχο, σκεφτόταν πως όλη αυτή η απλότητα είναι πραγματικά σοφία και από αυτήν απορρέει η ευδαιμονία.



Θα’ ρθουν οι δαίμονες να σπαράξουν τις ψυχές…

Ύστερα…
Ήρθαν οι μέρες του χάους.
Από του χρόνου τις ρωγμές, καθώς οι σοφοί Δάσκαλοι είπαν, ξεπετάχτηκαν οι γίγαντες. Κατέβηκαν απ’ τον Βορρά καβάλα σε βρυχώμενα μεταλλικά ουρανόπλοια. Άριους τους αποκάλεσαν γιατί ήταν οι άρχοντες του σιδήρου.
Είχαν όπλα που σκορπούσαν κεραυνούς. Το έλεος το αγνοούσαν. Ανθρώπινες δεν ήταν οι ψυχές τους. Δαίμονες, θεοί του ολέθρου, της φωτιάς και του θανάτου. Αμέτρητος και αβάσταχτος ο οδυρμός στο διάβα τους.
Μα πριν ολοκληρώσουν το χαμό, οι θεοί των ανθρώπων έστειλαν τους δικούς τους Φύλακες. Τοξότες φοβεροί με βέλη του ήλιου, έριχναν τα ιπτάμενα θηρία των δαιμόνων. Όμως, οι λάμψεις τους αφάνιζαν και τους κοινούς θνητούς. Οι Συνετοί θεώρησαν πως δεν ήταν, παρά ένας εμφύλιος μεταξύ γιγάντων και μάλλον αμελητέο ήταν γι’ αυτούς το γένος των ανθρώπων. Δικούς τους λογαριασμούς είχαν να ξεκαθαρίσουν, απλά τοπίο μάχης ήταν ο κόσμος. Μα οι θαρρετοί Πολεμιστές άλλη είχαν γνώμη. Ο πόλεμος ήταν γι’ αυτούς. Οι γίγαντες δαίμονες διεκδικούσαν τους ανθρώπους. Και τάχτηκαν μ΄ αυτούς που θεώρησαν συμμάχους και προστάτες. Και συγκεντρώθηκαν, ήρθαν σ’ επαφή μαζί τους και φαίνεται τουλάχιστον πως πέτυχαν την εύνοιά τους. Γιατί με όπλα προμηθεύτηκαν και πρόσταξαν τους ικανούς να μάθουν να τα χειρίζονται.
Οι Συνετοί αποσκίρτησαν. Διάλεξαν τους δικούς τους Αφέντες. Κι’ ένας άλλος παράλληλος εμφύλιος, άρχισε μεταξύ των ανθρώπων. Χρόνια ζοφερά, Οργή γεμάτα και μισαλλοδοξία.
Κατρακύλησαν οι θνητοί. Άνθρωποι κτήνη εξόντωναν ανθρώπους. Σφάζονταν οι γιοί των θεών. Άγριοι πίθηκοι πια και ζώα της εκδίκησης.
Απόγνωση προκαλούσαν στο Νάρβα όλα αυτά. Ο Ναριμάν τον είχε προειδοποιήσει. Επιρρεπείς οι άνθρωποι στη διαφθορά. Υποτάσσονται σ’ αφέντες αντί να ενώνονται στον κίνδυνο, προσφέροντας τη δουλικότητά τους και την υποτέλεια, αντίτιμο για μια αμφίβολη επιβίωση, με μια αρρωστημένη ιδιοτελή ελπίδα εύνοιας. Κι’ αποσκοπώντας στη δική τους επικράτηση, δεν υπολογίζουν ούτε συνανθρώπους, ούτε συντρόφους, ούτε και τα ίδια τα παιδιά τους. Δεν απόμεινε πια καμιά ευαισθησία, κανένα ίχνος ανθρώπινου συναισθήματος.



Κι’ οι καιροί θ’ αλλάξουν…

Τώρα, πετώντας πάνω στα σύννεφα…
Το μυαλό του Νάρβα, εξερράγη σε σκόρπιες ανερμάτιστες σκέψεις. Σε μια στιγμή, ξαναπέρασαν αστραπιαία, χωρίς χρονική σειρά οι εικόνες του παρελθόντος.

Μικρέ απλέ Νάρβα, ήρθε η ώρα της δράσης. Η ώρα του χρέους.
Υποταγή στη μοίρα και το πεπρωμένο, ή συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου; Ή μήπως η θέση που καθορίζεται από κάτι ανώτερο για κάτι όχι τόσο σπουδαίο και που αυτό το όχι τόσο σπουδαίο δεν έχει την αντίληψη να κατανοήσει, ούτε τη δύναμη να αμφισβητήσει κι’ έτσι το δέχεται σαν φυσική συνέπεια; Θεοί πλάθουν τις αλήθειες σου, ορίζουν το συναίσθημα, εντέλλουν τις πράξεις σου. Δαίμονες επιβάλλουν τους φόβους σου. Δοκιμάζουν την αποφασιστικότητα και την αντοχή σου. Σε περιγελούν αμφισβητώντας την αρετή σου. Επιδιώκουν να σε υποδουλώσουν. Να σε οδηγήσουν στον εξευτελισμό και στην ταπείνωση.

Με έναν περίτεχνο νοητικό χειρισμό, έκανε το λαμπερό βιμάνα να στροβιλιστεί και να βουτήξει ανάμεσα απ’ τα βράχια και την πυκνή βλάστηση στις πλαγιές των βουνών. Ύστερα οι αισθησιομετατροπείς το άφησαν να αιωρηθεί σχεδόν ακίνητο λίγο πιο πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων.
Μπορούσε καθαρά σχεδόν να δει τις τάξεις των δαιμόνων. Κι’ έναν κουρνιαχτό που σηκωνόταν στο πέρασμά τους. Όπου είχαν προσπεράσει, υπήρχε μόνο φριχτός θάνατος κι’ απομεινάρια στάχτης. Πλησίαζαν τώρα πολύ κοντά στους ανυπεράσπιστους άμαχους. Ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί αν τους έπιαναν. Αλλά, όχι. Όταν οι άγριοι δαίμονες επικρατούν, οι θεοί εξαπολύουν την οργή και την τιμωρία. Να ξαναγεννηθεί η Ισορροπία σ’ έναν καινούργιο κόσμο.

«Νάρβα, γιέ μου, δεν ταιριάζουνε μάτια υγρά στού μαχητή το πρόσωπο.» είχε πεί ο Ναριμάν.
‘‘ Μα, δεν είμαι, σκέφτηκε εκείνος. Δεν είμαι στρατιώτης. Της Ισορροπίας μόνο ταπεινός υπηρέτης.’’
«Ούτε του φόβου οι σκέψεις να σου δουλώνουν την ψυχή.»
‘‘Κι’ ούτε δούλος αφέντη φόβου κανενός.’’ Είπε πάλι σιωπηλά στον εαυτό του. ‘‘Φοβάμαι, μα δεν σκλαβώνομαι. Οι ψυχές των ανθρώπων είναι που με συντρίβουν. Οι δαίμονες που εξουσίασαν τις καρδιές τους με φέρνουν σε απόγνωση. Το βλέμμα της μικρής μου Αβέδα μου φέρνει υγρό τον πόνο στα μάτια μου.’’
«Ποτέ δεν ήταν.» Του θύμισε ο Ναριμάν. «Κι’ είναι καθήκον των ανθρώπων να βοηθήσουν τους θεούς τους την ώρα τούτη που οι δαίμονες φαίνονται λαβωμένοι και έτοιμοι να συντριβούν στα βάθη του ερέβους.»
«Θα υπάρξουν απώλειες. Αίμα θα κυλίσει αθώων.»
«Αναπόφευκτο. Νομοτελειακό. Ο κύκλος όμως της ζωής θα ξαναρχίσει, όπως πάντα.»

«Δάσκαλε όποια κι’ αν είναι η απόφασή σου, θα την εκτελέσω.»
«Δεν είμαι εγώ εντεταλμένος να πάρω απόφαση, Νάρβα. Εσύ είσαι. Την εποχή που οι άνθρωποι εξουσιάζονται από τους δαίμονές τους, κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί σοφά. Εσύ κατασκευάστηκες τέλεια, κι’ εκπαιδεύτηκες για να πάρεις την σωστή απόφαση, όταν πρέπει. Δικό σου είναι το χρέος.»

Μια τρομερή ανησυχία τον κυρίευσε. Λέξεις και φράσεις που δεν τους έδωσε ποτέ του σημασία, ξαφνικά άρχισαν να συνδυάζονται μ’ ένα νόημα που ποτέ του δεν είχε τολμήσει μέχρι τώρα να συνειδητοποιήσει.
«Κατασκευάστηκα; Τι εννοείς;»
Ο Ναριμάν, δεν απάντησε. Κάθε φορά που δεν απαντούσε αμέσως, έκρυβε ένα μυστικό, σκέφτηκε ο Νάρβα. Αυτή τη φορά όμως δεν μπορούσε να περιμένει.
«Τι εννοείς δάσκαλε; Πες μου τώρα!» Κραύγασε σχεδόν.
Οι λέξεις του, τραχείς και καθαρές, ξεχύθηκαν στο χώρο ψάχνοντας με απόγνωση κάθε ελπιδοφόρα πιθανότητα. Ο ήχος είναι ίδιος εδώ, ίδιος πάνω στον Ούρφα, ίδιος σ’ εκατομμύρια πλανήτες. Ο ήχος του ρευστού κόσμου που πάλλεται, που δονείται, που αναγεννιέται σε άπειρες δυνητικές υποστάσεις.
«Είσαι ανθρώπινος, αλλά όχι άνθρωπος,» είπε θλιμμένα ο Ναριμάν
«αν και πιο άνθρωπος από τους ανθρώπους. Το τέλειο δημιούργημα της ξεχασμένης γνώσης. »
Το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Κοίταξε τα χέρια του εξεταστικά. Ψηλάφησε μ’ αυτά το πρόσωπό του.
«Δεν θα βρείς καμιά διαφορά.» Είπε ο Ναριμάν. «Στο πνεύμα σου μόνο.»
Τώρα μόλις, άρχισε να συνθέτει τα νοήματα. Λέξη- λέξη, φράση-φράση.
Αναπάντεχες αλήθειες σ’ έναν ρυθμό πιο γρήγορο απ’ όσο συνήθισε να βλέπει.

Μικρέ, σκυφτέ πίθηκε, περιπλανήθηκες άβουλο ον, ομοίωμα όντος, σε μονοπάτια δύσβατα ψάχνοντας για την Αλήθεια. Κλονίστηκες με περίσκεψη για την τελική σου απόφαση στα τοπία της αμφιβολίας. Και η αλήθεια έρχεται τώρα αμείλικτη, σπασμένη σ’ εκατομμύρια κομματάκια να σου πετάξει κατάμουτρα την πιο απίστευτη εκδοχή.
Μετέωρος, πειθήνιο όργανο των θεών. Δέσμιος μέσα στη σμιλεμένη σου συνείδηση. Το χρέος σου βαραίνει πιο πολύ από την ύπαρξή σου. Και η απόφασή σου πιο πολύ από την ιδιαιτερότητά σου.

Έβδομος ουρανός: Η ανταμοιβή της καρτερικότητας και της αρετής. Ο τόπος της μετάβασης στην αθανασία.
Ώ Σίβα, της καταστροφής και της αναγέννησης! Πόσο σκληρή κι’ αφόρητη πρέπει να’ ναι κάθε φορά η διαδικασία της δημιουργίας. Και πόσο δυσβάστακτος ο πόνος της απόφασης.

Είχε σηκωθεί απότομα μέσα στη νύχτα από άγνωστη αιτία. Σκοτάδι βαθύ. Ηρεμία. Κύταξε δίπλα. Η Σαρασβάτι δεν ήταν εκεί. Πιο δίπλα. Η Αβέδα έλειπε.
Ένα μικρό λυχνάρι ακουμπισμένο στο χώμα, τρεμόπαιζε ελαφρά. Πετάχτηκε ανήσυχος.
«Ποτέ δεν ήταν.» Είπε ο δάσκαλος για την Σαρασβάτι.
«Ποτέ δεν ήταν.» Είπε ο δάσκαλος για την Αβέδα.
Θόρυβος ξένος, ήχος τραχύς. Ανοίκειος στ’ αυτιά του. Ουρλιαχτά σφαγής.
Ο ήχος των κεραυνών που εξαπέλυαν οι δαίμονες.
Πήδησε αλαφιασμένος στο ξέφωτο. Ξεχύθηκε με την ταχύτητα άνεμου σφοδρού. Το σπαθί του έσκισε τον αέρα με δύναμη και λάμψη αστραπής. Κλαγγές μετάλλων που συγκρούονται βίαια, κραυγές φοβερές, βογγητά λύσσας και πόνου.
Πόσο τεράστιοι φαντάζετε άνθρωποι, όταν στα χέρια σας κραδαίνετε την απειλή της τρομερής δύναμης των όπλων σας, πόσο μικροί γίνεστε καθώς λαβωμένοι σέρνεστε στο χώμα εκλιπαρώντας σπαρακτικά για έλεος. Ούτε ο θάνατος πια δεν σας αξίζει.
Στη δύναμη του Νάρβα και την ορμή, σκορπίστηκαν οι δαίμονες. Κι’ οι άνθρωποι- κτήνη χάθηκαν, τρέχοντας να κρυφτούν στα γύρω δάση.
«Έψαξα παντού. Δεν τις βρήκα πουθενά.»
«Ποτέ δεν ήταν.» Επανέλαβε ο δάσκαλος. « Η Σαρασβάτι, είναι θεά. Η Αβέδα είναι τ’ όνειρό σου.»

Ο ήχος απ’ τα λόγια του Ναριμάν, μαστίγωσε ανελέητα το μυαλό του.
Τώρα, χιλιάδων χρόνων κραυγή στα χείλια σχήμα θα πάρει. Θα ξεμακραίνουν πρόσωπα θολά μεσ’ στην ομίχλη. Θα μείνουν μόνο οι εικόνες μιας ζωής που πέρασε γοργά, σταγόνες παράπονο πικρό, στις άκρες των ματιών του να κυλήσουν.
Η βουλή η στερνή του θε’ να’ ναι: Μια λάμψη να σκίσει το θόλο τ’ ουρανού και της ψυχής του. Και θα κάνει τον ήλιο να πέσει.

«Ακόμα και μια σκέψη που συνοδεύεται από έντονο συναίσθημα, αλλά όχι από σαφή επιθυμία, έχοντας τα χαρακτηριστικά της ενεργής σκέψης, θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τους αισθησιομετατροπείς και να πυροδοτήσει τη ρίψη. Για την αποφυγή λάθους συνεπώς, υπάρχει δικλείδα ασφάλειας. Ειδικά γι’ αυτό λοιπόν, απαιτείται φυσική, σωματική επιβεβαίωση. Χρειάζεται να ακουμπήσεις με το χέρι σου το παλλόμενο φως.»
Είχε τότε ο δάσκαλος επισημάνει.

Ο Νάρβα, ο Μυημένος, ο υπερασπιστής της Ισορροπίας και ταπεινός υπηρέτης του Ντάρμα,
άγγιξε με την άκρη των τρεμάμενων δακτύλων του το παλλόμενο φως.

Εκατό χιλιάδες ήλιοι έλαμψαν πάνω στο έδαφος.

Ο ουρανός λούστηκε με ρινίσματα από άστρα.

‘‘Αγαπημένη Σαρασβάτι, γλυκιά μου Αβέδα,’’ ήταν η τελευταία του προσευχή…



Κι’ οι καιροί θ’ αλλάξουν…
Θα’ ρθουν οι δαίμονες να σπαράξουν τις ψυχές…
Να διαδεχτούν τις εποχές της γαλήνης…
Μα οι θεοί τους λυτρωτές θα στείλουν …
Και θ’ αποκαλυφθούν οι ουρανοί… 





 

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Η ΟΝΕΙΡΟΛΟΓΟΣ




Η Ονειρολόγος
( Η Αλήθεια έρχεται την ώρα που κοιμάσαι)

1.
Γεννήθηκε ένα βράδυ με βροχή. Και γεννιόταν κάθε βράδυ μέσα σε μια βροχή. Έτσι, ήρεμα και απαλά, οι πρώτες δροσερές στάλες κύλησαν πάλι στη μια του αίσθηση. Η βροχή, σκέφτηκε, είναι μια μουσική στον ρυθμό του κόσμου.

Κάθε σταγόνα περιέχει τις πληροφορίες για όλο το σύμπαν. Υποδηλώνει την σφαιρική τάση συνοχής της ύλης και, σχηματίζοντας ομόκεντρους κυματικούς κύκλους καθώς πέφτει στην επιφάνεια του νερού, μοιάζει να μεταφέρει αυτή την πληροφορία σ' όλα τα μόρια του παλλόμενου συνόλου.
Ένοιωσε για μια στιγμή τα κύματα του κόσμου να δονούν την ύπαρξη του κι' αισθάνθηκε να μεταβιβάζει αυτή την παλμική δόνηση στον χώρο φορτισμένη με στοιχεία από την δική του ενεργειακή επίδραση.

Η βροχή έγινε πιο δυνατή. Άπειρες σταγόνες νερού μετάδωσαν τον δαιμονιώδη ρυθμό τους σε κάθε επιφάνεια. Μια βροντή, ήχος κοσμογονικός και πανάρχαιος και μια σειρά λάμψεις από αστραπές, μαστίγωσαν τις αισθήσεις του με το νόημα της γένεσης, κεντρίζοντας τις κυτταρικές του μνήμες βαθειά πίσω στην προέλευση του ανθρώπου.

Ύστερα η βροχή σταμάτησε απότομα. Απόμεινε μόνο ένας απόηχος από δροσερές πνοές να πλανιέται στον υγρό ιονισμένο αέρα. Η σύνθεση της αλληλεπίδρασης των ρυθμών , χάθηκε αχνά, προσχωρώντας ανύποπτα στην παγκόσμια μνήμη. Κι' εκείνος ήταν ένα βρεγμένο γυμνό παιδί που μόλις είχε ξαναγεννηθεί, κυλισμένο στη λάσπη , κολλημένο στο ρετσίνι, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος από πεύκα.

H Ονειρολόγος είχε μια ακλόνητη λογική εξήγηση: « Για την ψυχολογική σου αστάθεια αυτή την περίοδο, η αναδρομή στο παρελθόν και η ανάκληση παγιοποιημένων εικόνων, είναι ένας αμυντικός μηχανισμός αυτορρύθμισης και σταθεροποίησης. Απλά, πήγες πολύ πίσω, ξεκινώντας την αναζήτηση της εσωτερικής σου ισορροπίας σε καταστάσεις της νηπιακής σου ηλικίας, της ηλικίας απ' όπου βέβαια, κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να αντλήσει φυσιολογικά την πρώτη αίσθηση ασφάλειας, αιτιολογικά συνδεδεμένη με την γονική φροντίδα και προστασία. Κάθε άνθρωπος εκτός από 'σένα. Γιατί εσύ, έχεις έλλειμμα μνήμης για τους φυσικούς γονείς σου, αφού είσαι υιοθετημένος από πολύ μικρός.

Η βροχή, προφανής σημασιολογικός συμβολισμός της άγνωστης καταγωγής σου, δεν σε βοηθά να ταξινομήσεις τους ειρμούς σου και επιτείνει τα αναπάντητα ερωτηματικά σου. Αποζητώντας μια ψυχολογική αναγέννηση, ο εγκέφαλος σου εμμένει στη συνεχή αναπαραγωγή αυτών των ονειρικών εικόνων, ψάχνοντας για μια νέα αφετηρία. Πρέπει λοιπόν με τρόπο πλέον συνειδητό, να προστρέξεις σε πιο πρόσφατες περιόδους της ζωής σου για τέτοια στηρίγματα ».

Οι θετοί γονείς του ήταν άνθρωποι με τρυφερότητα και στοργή. Η ανάμνηση τους, έφερνε στο μυαλό του ηρεμία και στην ψυχή του γαλήνη. Η Ονειρολόγος ίσως είχε δίκιο να παραπέμπει τις σκέψεις του σε περιόδους σταθερού συναισθήματος. Στα ορμητικά ποτάμια του νου του, οι οδηγίες της ήταν συμπαγείς μονόλιθοι. Πατούσε πάνω τους για να περνά στις αντίπερα όχθες. Στοιχειοθετημένες επιστημονικές ερμηνείες. Φαινομενικά άκαμπτες αλήθειες. Εκείνες τις στιγμές φάνταζαν σαν αλάθητοι φυσικοί νόμοι.

Αλλά παρά το γεγονός ότι κι' αυτός ήταν θετικός επιστήμονας, για την εισαγωγή της σκέψης του στα πεδία της αβεβαιότητας, είχε συμβάλλει η ίδια η επιστήμη του: Η κβαντική φυσική.
Έτσι, της είχε δηλώσει από την αρχή, πως οι προσεγγίσεις της δεν άντεχαν για πολύ στην σκεπτικιστική του αμφισβήτηση. Αποτελούσαν μόνο έναν χρήσιμο αντίλογο για να ισορροπούν τον εσωτερικό του διάλογο στις προσωπικές του αναζητήσεις.

Εκείνη, νευρολόγος - ψυχίατρος εξειδικευμένη στην ανάλυση των ονειρικών εκδηλώσεων, είχε την ευθύνη να εντοπίζει συνδέσεις και πιθανές αιτιάσεις και να λειτουργεί σαν ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια, παράλληλα με την προκαθορισμένη φαρμακευτική αγωγή του. Εκτιμούσε πολύ την οξυδέρκεια και την πνευματική της ευρύτητα, αλλά κυρίως την στάση της απέναντι στις ''έκκεντρες'' παρεκκλίσεις του. Το προσωπικό της ενδιαφέρον και η θετική της διάθεση, ενθάρρυναν την αιρετική του σκέψη. Ανταποκρινόταν στον ιδιάζοντα διάλογο μαζί του και φαινόταν να κατανοεί και να συμμερίζεται τις μύχιες ανησυχίες του και την συναισθηματική του φόρτιση, αν και πάντα κατέληγε να υπερασπίζεται με ευσυνείδητο επαγγελματισμό τις ορθολογικές της ερμηνείες. Εκείνος βέβαια, ήξερε για τον εαυτό του πως ήταν ήδη σε μια αμετάκλητη επαφή με την Απόλυτη Κοσμική Αλήθεια και πως, χωρίς έπαρση και αλαζονεία, ήταν ένας μικρός εν δυνάμει δημιουργός...

2.
Τα φτεροπούλια είχαν σχηματίσει τη γραμμή για το βορρά. Όμως, ταυτόχρονα ήταν εκεί και παιχνίδιζαν πάνω στην ατάραχη επιφάνεια του νερού. Ο καταρράκτης στον γκρίζο βράχο είχε κλείσει το φως στις δροσοστάλες του, που αιωρούνταν αιώνες τώρα και ιρίδιζαν, λίγο πριν πέσουν, λίγο πριν απ' τον χρόνο. Ο ήλιος, γαλάζιος, βουτούσε και ξεπρόβαλλε, κι' ήταν πάλι εκεί στη μέση τ' ουρανού , δεν ήξερε τι ήταν πριν και τι μετά. Τον κοίταζε μόνο που στροβιλιζόταν και σκορπούσε γαλαζοπράσινες φωτόπετρες που έπεφταν στην αμμουδιά λαμπυρίζοντας, ποτίζοντας την άμμο με αστρικές ανταύγειες.
Σε οριακά ύψη, πουλιά χωρίς φτερά πάσχιζαν να ξεφύγουν απ' τη βαρύτητα. Εφορμούσαν κάθετα κι' ύστερα ακολουθούσαν τους μαγνητικούς ουρανόδρομους σε μια τροχιά που καμπύλωνε ανάμεσα στον ήλιο και τη γραμμή του ορίζοντα, τρύπωνε μετά στους αχνούς της απόστασης, και γινόταν ξανά κάθετη προς τα πάνω. Μια πορεία φυγής για το σύμπαν.
Κι' εκείνος, ήταν εκεί, θεατής χιλιάδων χρόνων παιχνιδιού, ανάμεσα σε γαλάζιες μορφές με φτερά, κορμιά σιωπηλά, που ακτινοβολούσαν το μυστηριώδες γαλάζιο φως της παρουσίας τους.
« Μια ουτοπία των επιθυμιών σου. Ένας γαλάζιος ιδεαλισμός », παρατήρησε η Ονειρολόγος.
« Ιδεαλισμός με την έννοια ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη», σημείωσε εκείνος.
« Δέχομαι τον όρο πραγματικότητα όσο αντιπροσωπεύει την προσωπική σου αλήθεια. Πάντως και η ψευδαίσθηση είναι μια προσωπική αλήθεια από μια άποψη », του απάντησε.
Και συμπλήρωσε: « Η δική σου θυμίζει ονειρέματα , ταξίδια του αστρικού σώματος και αυθυποβαλλόμενες φαντασιώσεις, προβολές που υλοποιούνται και παίρνουν υπόσταση στα μορφογενετικά πεδία της παραψυχολογίας. Αυτή είναι μια εσωτεριστική εμπειρία. Και οι άγγελοί σου σε συνοδεύουν παντού ».
« Δεν είναι άγγελοι », διευκρίνισε εκείνος. « Είναι αγγελικές μορφές. Πλάσματα αιθέρια, ευγενή, αλλά όχι άγγελοι. Τον Άγγελο τον είδα όταν ήμουν παιδί. Εκείνος ήταν ο σύνδεσμος μου με το Μαζικό Ασυνείδητο. Ο φρουρός της πύλης του Ονείρου. Προφανώς κι' εκείνος, δικό μου δημιούργημα. ’Η μάλλον, είμαι εγώ ο ίδιος σε μιαν άλλη εκδοχή. Σ' ένα άλλο επίπεδο συνείδησης ».
« Είδες ποτέ ξανά εκείνον τον άγγελο;» ρώτησε εκείνη με ενδιαφέρον.
Κοίταξε τα σκούρα της μάτια με το σαγηνευτικό σχήμα και σκέφτηκε για κάποια δευτερόλεπτα. Έπειτα χαμογέλασε.
«Τον βλέπω όταν σε κοιτάζω » είπε με έμφαση.
Εκείνη χαμογέλασε, κολακευμένη προφανώς από την φιλοφρόνηση. « Είσαι ένας
άνθρωπος που προκαλεί συναίσθημα », ανταπέδωσε. «Το απολαμβάνω αυτό στις συζητήσεις μας. Μα, πες μου, τι αισθάνεσαι όταν τελειώνουν αυτές οι όμορφες εικόνες; Όταν επανέρχεσαι; »
Ένα αμήχανο ερωτηματικό συνόδευσε την απάντηση του. Είπε χωρίς βεβαιότητα:
« Μελαγχολία; Ίσως θλίψη».
« Η θλίψη είναι το πρώτο σημάδι της ψυχής που θέλει ν' αποδράσει », είπε εκείνη, σφραγίζοντας τα λόγια της μ' ένα βελούδινο αινιγματικό χαμόγελο.

Ήταν πάρα πολύ λογικό να αντιπροσωπεύει για την Ονειρολόγο ένα περιστατικό που κουβαλούσε πολλά ερωτηματικά και σαν κλινικό περιστατικό και σαν άνθρωπος με αποκλίνουσες τοποθετήσεις.
« Είσαι ένα δικό μου δημιούργημα γλυκιά μου », της είχε δηλώσει. Αρεσκόταν να της δείχνει την λατρεία του για την ομορφιά της και για την νοημοσύνη της, με τρυφερές προσφωνήσεις. Άλλωστε, όντως ήταν ένα πλάσμα υψηλών προδιαγραφών σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Και κάθε δημιουργός δεν μπορεί παρά να λατρεύει τα ποιοτικά του δημιουργήματα.
«’Η εσύ ένα δικό μου », είχε πει εκείνη χαμογελαστά, ίσως λίγο σαρκαστικά και
ανταποδoτικά. Ναι, έτσι θα μπορούσε να είναι. Αλλά το ΕΓΩ είναι ένα και μοναδικό. Κι' αν η πραγματικότητα είναι προϊόν της προσωπικής αντίληψης, που επιστρέφει μ' ένα απόλυτα υποκειμενικό τρόπο στο Γενικό Σύνολο, στο Μαζικό Ασυνείδητο, ο κόσμος αυτός που περνούσε μέσα απ' τα δικά του μάτια, είχε τη δική του μοναδική σφραγίδα. Ήταν το ΔΙΚΟ του Σύμπαν.
Το μεγάλο ζήτημα ήταν για εκείνον, αν πραγματικά μπορούσε, με επιμονή και άσκηση, να τροποποιήσει συνειδητά έναν κόσμο που φτιάχτηκε απ' αυτόν τον ίδιο, βασισμένος στην ανατροφοδότηση από το Μαζικό Ασυνείδητο, αλλά ήταν χτισμένος σταδιακά, χωρίς την τωρινή του γνώση, άρα χωρίς και την τωρινή του απόλυτη έγκριση. Το θέμα ήταν να βρει τον αποδοτικό τρόπο παρέμβασης.
Η ευκαιρία είχε δοθεί. Και δεν θεωρούσε πως ήταν συγκυρία. Ένα παιχνίδι δημιουργίας οδηγεί τα πράγματα να πάρουν την κατάλληλη τροπή. Αυτό δεν είναι σύμπτωση. Ο δημιουργός μ' έναν τρόπο ασυνείδητο, οργανώνει τις συγκυρίες. Και η αποκατάσταση της επαφής με το Μαζικό Ασυνείδητο, έπαιζε καταλυτικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.

3.
Λίγα χρόνια πριν, η διατύπωση της θεωρίας του Κοσμικού Νοονιακού Πλέγματος, εισήγαγε την έννοια των νοονίων σαν τις στοιχειώδεις γενεσιουργές ''μήτρες'' του σύμπαντος. Σε γενικές γραμμές η βασική ιδέα ήταν πως το νοονιακό πλέγμα αποτελεί το βάθος πληροφορίας με το οποίο χτίζεται ο κόσμος. Κάθε στοιχειώδης μονάδα ενέργειας δεν είναι παρά μια πιθανότητα συμβάντος. Μια πολυδύναμη έκφανση του κενού. Και κάθε νοόνιο, δεν είναι παρά το pulse point μέσα από το οποίο ξεπηδά αυτή η πιθανότητα. Έμοιαζε να αποτελεί μια βελτιωμένη έκδοση της θεωρίας των χορδών, αλλά για την ακρίβεια, ήταν μια θεωρία που ενσωμάτωνε τις χορδές, σαν την δημιουργική έκφραση
των νοονίων. Δηλαδή, τα νοόνια, δεν είναι απλά ενεργειακές μονάδες που αναδιπλώνονται σε μια ''εσωτερική'' πολυδιάστατη πραγματικότητα, προσδίδοντας ανάλογα με το είδος της παλμικής τους δόνησης την μορφή του στοιχειώδους σωματιδίου. Είναι τα σημεία επαφής με το ''Γενεσιουργό Κενό''. Τα σημεία μέσα από τα οποία ξεδιπλώνεται το σύμπαν. Απλώνονται παντού, γεμίζουν κάθε ''χώρο'', ενθαρρύνουν την εμφάνιση των χορδών σαν στοιχειωδών ενεργειακών μονάδων, στη βάση μιας πραγματικότητας πολλαπλών διαστάσεων. Ταυτίστηκαν με το ίδιο το κενό, έφεραν στο προσκήνιο τον ‘’αιθέρα‘’ του Αριστοτέλη, συσχετίστηκαν με το ‘’άπαν – ένα‘’ του Αναξαγόρα, ή ακόμα και με την σκοτεινή ύλη, και τα βαρυτόνια. Εκδοχές των μαθηματικών μοντέλων της θεωρίας ενοποίησαν τη βαρύτητα με το χωροχρόνο ! Τροφοδότησαν ακραίες και τολμηρές φιλοσοφικές προσεγγίσεις και πυροδότησαν με αναστάτωση τους επιστημονικούς κύκλους. Θεολογικές αντιδράσεις εκδηλώθηκαν, καθώς με σαφήνεια, εισέδυαν σε περιχαρακωμένους χώρους, ‘’διεκδικώντας’’ το σχέδιο του σύμπαντος και ταυτόχρονα τη δύναμη υλοποίησης του.

Οι επιστημονικές κοινότητες σ’ όλο τον πλανήτη, ασχολήθηκαν με τις ενδείξεις μέτρησης και έμμεσης καταγραφής των νοονίων για την επιβεβαίωση η την απόρριψη της θεωρίας. Το LBT για παράδειγμα, τα ‘’κιάλια‘’ του σύμπαντος στο MGIO, το Διεθνές Αστεροσκοπείο του όρους Γκράχαμ στην Αριζόνα, που άρχισε τη λειτουργία του την Άνοιξη του 2005, συνέλεξε στοιχεία από τα βάθη του διαστήματος, που κάποιοι πίστεψαν πως ενισχύουν τις ενδείξεις.

Εκείνος, δεν μπορούσε να εκτιμήσει αν τελικά όλη εκείνη η ένταση της αντιπαράθεσης θα απέβαινε υπέρ της αλήθειας. Αλλά στο κάτω - κάτω, τι είναι αλήθεια ; Κάθε τι εκεί έξω, συνήθως κωδικοποιημένο, περιμένει έναν αναζητητή, έναν ψάχτη, να το αποκωδικοποιήσει, να το ερμηνεύσει, να του αποδώσει το νόημα του. Την μισή αλήθεια πρέπει να τη βρεις μόνος…
Οι πειραματικές προσπάθειες για την επιβεβαίωση της θεωρίας, ήταν λογικό ν’ απλωθούν σε πολλά επί μέρους πεδία. Διάσπαρτες ομάδες σ’ όλον τον κόσμο, με διαφορετικά φαινομενικά αντικείμενα έρευνας, συντονίζονταν προς την ίδια κατεύθυνση. Σίγουρα θα ήταν μια πολύχρονη έρευνα, με αμφίβολο το τελικό αποτέλεσμα.

4.
Ήταν μέλος της ομάδας που οργάνωσε το ερευνητικό πρωτόκολλο “OBERON” ( από τα αρχικά των λέξεων Οral Biotropics’ Effects & REM ‘ s Observation Notices, δηλαδή, δράση των από του στόματος βιοτροπικών και σημειώσεις παρατήρησης του ύπνου R.E.M. ). Η μελέτη βασίστηκε στην προχωρημένη και παράτολμη ιδέα πως αν το Νοονιακό πλέγμα αποτελεί το πληροφοριακό υλικό της Δημιουργίας, αν αντλείται από τα πεδία της αχρονικής γνώσης, αν τροφοδοτείται από δυνάμεις του Κοινού Τόπου, τότε η οργανωμένη σκέψη κάθε νοήμονος όντος που σε κάποιο βαθμό η με κάποιο τρόπο μπορεί να επικοινωνεί με το Μαζικό Ασυνείδητο, είναι σε θέση να παράγει νοόνια, η να τροποποιήσει την συγκέντρωση τους. Άρα, να παρέμβει σαν μικρός δημιουργός στον σχηματισμό της πραγματικότητας. Μια άλλη σκέψη, συσχέτισε την δημιουργική αυτή ικανότητα , με την ιδεοπαραγωγική εγκεφαλική λειτουργία κατά τον ύπνο R.E.M., τον ονειρικό ύπνο, που εμφανίζεται όταν ο εγκέφαλος λειτουργεί σε κύματα θήτα, κατά τη διάρκεια του ύπνου. Όταν ο άνθρωπος είναι ξύπνιος, ο εγκέφαλος λειτουργεί σε κύματα βήτα. Η εγρήγορση, η τεταμένη προσοχή, η επικέντρωση και η αντιληπτική λειτουργία, χαρακτηρίζουν τα κύματα βήτα. Πρόκειται για τις λειτουργίες του συνειδητού νου. Στις στιγμές της ηρεμίας και της εσωτερικής συγκέντρωσης, το μυαλό λειτουργεί σε κύματα άλφα. Στοχάζεται, γεφυρώνει το συνειδητό με το υποσυνείδητο, προβαίνει σε φαντασιακούς συνειρμούς και χαλαρώνει.
Στα κύματα θήτα, στον ύπνο δηλαδή, εμφανίζει μια ασυνείδητη δημιουργικότητα. Κορυφώνει την έμπνευση και την διαισθητική ικανότητα. Φτάνει ένα βήμα πριν την υπερσυνείδηση. Ο ύπνος R.E.M., ο παράδοξος ύπνος, ενώ συνοδεύεται από πλήρη σχεδόν κατάργηση του μυϊκού τόνου, είναι εκείνος που δημιουργεί τις διαφορετικές πραγματικότητες: Τα όνειρα. Η διάρκεια του R.E.M. είναι πολύ μικρή. Κρατά λίγα λεπτά. Αν μπορούσε να επιμηκυνθεί ο ύπνος REM , τότε , ίσως δινόταν η
ευκαιρία στον εγκέφαλο να αναπτύξει όλες του τις δυνατότητες. Να φτιάξει πιο ‘’σταθερές’’ πραγματικότητες. Όχι φευγαλέα οράματα. Η νέα κατηγορία φαρμακευτικών ουσιών, τα βιοτροπικά, με επίδραση στους βιορυθμούς μέσω κεντρικής αλλά και ειδικής περιφερικής δράσης, ήταν σε
‘’ φάση 3 ‘’ κλινικών δοκιμών χορήγησης ως νευροληπτικών. Σε μεγάλες δόσεις μήπως θα μπορούσαν να πετύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα;
Εκείνος είχε προσφερθεί ν’ αποτελέσει το πρώτο περιστατικό στο ερευνητικό πρωτόκολλο. Υπήρχε έντονο το προσωπικό του ενδιαφέρον καθώς, σε μικρή ηλικία είχε δει έναν Άγγελο. Θεωρούσε πως δεν ήταν όνειρο. Το λιγότερο ήταν ένα όραμα. Μια ισχυρή προβολή της ψυχοννοητικής του δραστηριότητας. Η αρχή της εκδήλωσης μιας δημιουργικής ικανότητας που φώλιαζε σε
λανθάνουσα κατάσταση μέσα του, όπως ενδεχομένως και σε κάθε άνθρωπο . Τον είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Τον είχε κάνει να σκεφτεί πολύ. Οι καινούργιες θεωρίες έδωσαν νέες τροπές στη σκέψη του και τον οδήγησαν σε νέα συμπεράσματα. Ο Άγγελος, συμβόλιζε πάντα τον απεσταλμένο του Θεού. ‘Η τον φύλακα της ψυχής του ανθρώπου. Όχι τυχαία. Το τελικό του συμπέρασμα ήταν πως, ναι, για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας Άγγελος Φρουρός που ανοίγει την πόρτα της επαφής. Κάθε άνθρωπος ΕΙΝΑΙ ένας Άγγελος. Αυτός ήταν ο δικός του. Αυτός ήταν ο ίδιος ο εαυτός του. Ήταν εκεί για να τον ανελίξει σε μια κλίμακα υπαρξιακής αναγέννησης. Ν’ αποκαταστήσει την επαφή με το Μαζικό Ασυνείδητο. Να του επιτρέψει να φτιάξει τους δικούς του κόσμους, όπως ακριβώς τους επιθυμούσε. Χωρίς να δυναστεύονται από τον χρόνο.

Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για το πείραμα. Είχαν με επιμέλεια στηθεί μηχανήματα μέτρησης ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, τροποποιημένα μηχανήματα απεικόνισης της αύρας Κιρλιάν, εξαιρετικά ευαίσθητα, που υπήρχε η αισιοδοξία πως θα αποδώσουν μια στοιχειώδη καταγραφή του νοονιακού πλέγματος. Αυτός ο ίδιος καλωδιώθηκε , για να ελέγχονται οι ζωτικές του λειτουργίες και κυρίως η εγκεφαλική του δραστηριότητα. Ο χώρος του πειράματος απομονώθηκε στον βαθμό που να εγγυάται πως λειτουργεί σαν εντροπία, σαν ένα κλειστό ενεργειακό κύκλωμα. Λίγα λεπτά μετά τη λήψη μεγάλης δόσης βιοτροπικών, αποκοιμήθηκε. Βυθίστηκε σχεδόν αμέσως σε ύπνο REM.

Το πείραμα διακόπηκε με σχετικό πανικό. Όχι γιατί τα μηχανήματα ‘’φωτογράφησαν ‘’ μια περίεργη αύρα γύρω του , όχι γιατί κατέγραψαν μια μυστηριώδη ‘’ αστρόσκονη ‘’ που στροβιλιζόταν πάνω απ’ το κεφάλι του, όχι γιατί μέτρησαν μια ανεξήγητη εισροή ενέργειας στο θεωρούμενο κλειστό σύστημα, αλλά γιατί, οι ζωτικές του λειτουργίες κάποια στιγμή κολαψαρίστηκαν. Τον επανέφεραν με ατροπίνη και θετικά ινότροπα και από τότε, επειδή εμφάνιζε τη ροπή να πέφτει σ’ αυτή την κατάσταση συνεχώς - κάτι σαν μονιμοποιημένη ανεπιθύμητη επίδραση – του χορηγούσαν αδρεναλίνη και διεγερτικά. Τον παρακολουθούσε η ιατρική ομάδα που συμμετείχε στο πείραμα και η Ονειρολόγος, σαν επικουρική συνεργάτης με ειδικές αρμοδιότητες.

« Όμπερον ! Πολύ συμβολικό. Όμπερον είναι ο εξωτερικός δορυφόρος του πλανήτη Ουρανού. Είναι επίσης ο βασιλιάς των αιθερικών, το πλάσμα που βάζει σε πειρασμό τις γυναίκες στο ‘όνειρο καλοκαιρινής νύχτας‘ του Σαίξπηρ ». Παρατήρησε η Ονειρολόγος.
« Και στο ομώνυμο έργο του Ουϊλαντ. Ίσως τελικά να μην είναι και τόσο τυχαίο
σαν όνομα μελέτης » , είπε εκείνος με νόημα .
« Πες μου, ποια είναι τα πράγματα που θυμάσαι από εκείνες τις ώρες του πειράματος ; » είχε ρωτήσει η Ονειρολόγος.


5.
Βρισκόταν μόνος, αμέτρητες μέρες μέσα σ’ ένα χαράκωμα, με τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα και τη λάσπη να του φτάνει μέχρι τα γόνατα . Τα ταχυλέηζερ θέριζαν τα χείλια του χαρακώματος. Ήχοι σε πολύ ψηλές συχνότητες του τρυπούσαν το μυαλό με πύρινες βελόνες. Κι’ η αναμονή, ήταν πιο καυτή από τα ταχυλέηζερ. Δεν ήξερε γιατί ήταν εκεί. Πονούσε και κρύωνε και πεινούσε. Άπλωνε τη χούφτα του να γεμίσει νερό της βροχής για να πιει. Αισθανόταν τον χρόνο αργό, συμπαγή, οσμιζόταν την μυρωδιά του βράχου που έλιωνε από τα ταχυλέηζερ. Δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει τις εικόνες απ΄όλα αυτά μέσα στο νου του, δεν μπορούσε να συναρμολογήσει ούτε μια σκέψη. Η αλήθεια ήταν πως μια σκέψη ολοκληρωνόταν σε αιώνες και το μυαλό του ήταν εκεί, λίγο πιο πάνω απ’ το κεφάλι του, ανίκανο να προσδιορίσει τη σχέση του χρόνου και της ύπαρξης του. Μια μέρα, ο βράχος στα χείλια του χαρακώματος ενώθηκε με τη λάσπη στα πόδια του. Δεν υπήρχε πια δέσμη ταχυλέηζερ στον αέρα. Όλη η ατμόσφαιρα ήταν μια απέραντη δέσμη.
Έτσι βγήκε απ’ το χαράκωμα. Ήταν ενός εκατομμυρίου χρόνων. Δεν θυμόταν ούτε καν τ’ όνομα του. Θυμόταν μόνο την αιτία του πολέμου : Τον αέρα….
«Αυτό πάντως », έσπευσε να την προλάβει, « δεν είναι ένας κόσμος των επιθυμιών μου. Είναι μια άλλη διάσταση. Ένας άλλος κόσμος. Άλλη εκδοχή πραγματικότητας ».
« Πιθανότατα αισθανόσουν τρομερά ανασφαλής ». είχε πει η Ονειρολόγος.
Εκείνον βέβαια, τον ενοχλούσε ν’ αποδεχτεί πως εκείνες ειδικά τις στιγμές, ήταν ένα μικρό φοβισμένο πλάσμα. Όχι πως το θεωρούσε αναξιοπρέπεια. Ο φόβος είναι κι’ αυτός μέρος του παιχνιδιού. Κομμάτι αυτής της ζωής. Αναπόφευκτο συναίσθημα κάποιων περιστάσεων. Αλλά εκείνη την ώρα, όχι. Δεν ήταν αυτό που κυριαρχούσε στην ψυχή του .Δεν ήταν μέρος εκείνης της αλήθειας.
« Η ασφάλεια είναι μια ψευδαίσθηση, γλυκιά μου » βρήκε να πει πάντως, με στοχαστικό στόμφο. Πιο πολύ απαντώντας, όχι για τον εαυτό του, αλλά προσπαθώντας να κλονίσει από την αρχή την όποια προσπάθεια εκλογίκευσης από μέρους της. Και συνέχισε: « Στον κόσμο αυτό, που κυλιέται σε χιλιάδες μεταλλάξεις, όποιος νομίζει ότι είναι σίγουρος, μάλλον δεν αναρωτήθηκε για τίποτα ποτέ του. Για την ακρίβεια, ξεχνά τα ερωτηματικά του στα όνειρά του. Γιατί η αλήθεια έρχεται την ώρα που κοιμάσαι. Έρχεται θολή, ανεξιχνίαστη , απαλλαγμένη από την τάξη του χρόνου. Έρχεται με νοηματική πολλαπλότητα που μοιάζει με παράνοια. Είναι παράνοια. Σαν την απίστευτη βροχή που αναγεννά τις εναλλακτικές πιθανότητες στα σταυροδρόμια των άπειρων κόσμων. Ξυπνάς και αναδιοργανώνεις. Επανέρχεσαι στις συχνότητες που ναρκώνουν τις δημιουργικές παρακρούσεις σου. Τακτοποιείς με απλότητα τα πράγματα δίνοντας πρόσχημα στην ατολμία σου. Ξυπνάς και επιστρέφεις μικρός
στο ελεγχόμενο περιβάλλον σου. Το Σύμπαν είναι εύπλαστο. Είναι διαπραγματεύσιμο. Όμως εσύ, συνήθως φοβάσαι να επέμβεις. Νοιώθεις ανασφάλεια να διορθώσεις ».
« Κι’ η ανασφάλεια είναι μια ψευδαίσθηση επίσης », επέμεινε η Ονειρολόγος.
Και συνέχισε με τόνους σταθερής πεποίθησης: « Λατρεύω την τάξη. Την κανονικότητα, τη συμμετρία, την απλότητα. Αυτή είναι η σταθερή βάση στον δικό μου κόσμο. Αν το Σύμπαν είναι ένα υφάδι στον ιστό του χρόνου, αυτό είναι αμετάκλητο. Όμως, αυτός ο κόσμος έχει μυρωδιές. Έχει χρώματα.
Έχει συναίσθημα. Η πλοκή του, είναι η εναλλαγή των συναισθημάτων. Η ανταλλαγή τους τον κάνει συναρπαστικό. Είναι ένας κόσμος συναισθημάτων. Στα όνειρά σου, στους κόσμους που φτιάχνεις - αν θέλεις να το πω έτσι – δεν περιγράφεις συναισθήματα. Είσαι κατά κάποιο τρόπο παρατηρητής, συναισθηματικά αμέτοχος. Αναφέρεσαι μόνο σ’ ένα αίσθημα γαλήνης, μια κατάσταση ηρεμίας. Πως μπορείς να παρακάμπτεις και να αποτάσσεις αυτό που σε χαρακτηρίζει; Δεν ξέρω κανέναν που να σταμάτησε το χρόνο. Αν κάποιος τα κατάφερε, απλά δεν είναι εδώ. Έχει χαθεί ».
Εκείνος δεν απάντησε. « Είναι αλήθεια », σκέφτηκε μόνο. « Ο κόσμος τούτος έχει μυρωδιές. Έχει αρώματα. Αγιόκλημα και γιασεμί χυμένα στο λευκό της δέρμα. Έχει χρώμα και ένταση στο σχήμα των ματιών της. Έχει πάθος και πόθο. Έχει αγάπη. Αυτά είναι τα κίνητρα του κόσμου. Μα όλα, λάφυρα της λεηλασίας του χρόνου. Χρόνος: Ο συνωμότης της φθοράς. Το τίμημα των συναισθημάτων.

Κάτι να τα σπάσει όλα αυτά. Να καταργήσει το χρόνο.
« Αν κάποιος τα κατάφερε, δεν είναι εδώ. Έχει χαθεί », επανέλαβε μια ηχώ μέσα στο μυαλό του. Να χαθεί στο τίποτα. Να γίνει μηδέν. Να περάσει πίσω απ’ τ΄ άστρα. Να γίνει σιωπή στη σιωπή, σκιά στο απύθμενο χάος, μια τρύπα στο σύμπαν, μια σκέψη στο χρόνο. Μια κραυγή στην ψυχή της. Ν’ απλωθεί παντού, ν’ αγγίξει κάθε τι. Χωρίς τόπο να μείνει, δίχως όνειρο κι΄ελπίδα, χωρίς πίκρα ή φόβο. Της αλήθειας να τινάξει τη σκόνη. Να φύγει…

Ήθελε μόνο να παίξει ένα παιχνίδι αλλιώτικο απ’ τα’ άλλα.

6.
Ο ήλιος έγειρε στα κράσπεδα του κόσμου μ’ ένα στερνό φως. Δυό χούφτες ρουμπίνια έλαμπαν σε δυό ποτήρια κόκκινο κρασί. Σε λίγη ώρα θα ήταν κι’ εκείνη εκεί. Την είχε καλέσει για να της ανακοινώσει την οριστική του απόφαση. Είχε ήδη διακόψει την αγωγή του. Τέρμα πια τα διεγερτικά και τα ενισχυτικά του κεντρικού και του αυτόνομου νευρικού. Θα αφηνόταν στην γαλήνη των κυμάτων άλφα. Κι’ ύστερα, στα βύθη των κυμάτων θήτα. Θα παραδινόταν στα όνειρα του νου του. Θα έφτιαχνε νέους κόσμους, καινούργια σύμπαντα.
« Άγγελέ μου », θα της έλεγε, « λυπάμαι που δεν θα είσαι κι’ εσύ εκεί. Αλλά δεν θα πάψεις ποτέ να υπάρχεις. Σαν κομμάτι του δικού μου ονείρου, σαν τμήμα της προσωπικής μου αλήθειας, έχεις καταχωρηθεί στις αχρονικές καταγραφές του κοινού τόπου. Του Μαζικού Ασυνείδητου, του Μεγάλου Συνόλου ».

Ο κόκκινος δίσκος ακούμπησε στον υγρό ορίζοντα. Μικρά κομμάτια καυτά χρώματα σπίθισαν πάνω στο νερό, χύθηκαν πάνω στα περιγράμματα των μορφών. Η σκέψη του γλίστρησε στην ήρεμη θάλασσα. Ύστερα πέρασε πίσω απ’ τον ήλιο. Πίσω απ’ τον ήλιο, έμοιαζε ν’ ανοίγει ένας άλλος ουρανός. Η ύπαρξη του, κινήθηκε ομαλά σε μια λεία επιφάνεια. Ο χρόνος έγινε μια στιγμή, ο κόσμος ένας στρόβιλος από φως, τα χρώματα μετατράπηκαν σε μια διάφανη αίσθηση.
Ύστερα, δεν υπήρχε ύπαρξη, δεν υπήρχε επιφάνεια. Υπήρχε μόνο μια απέραντη γαλήνη.
Ήταν απίθανο πόσο γρήγορα ήλθε. ‘Η μήπως , ο χρόνος είχε ήδη αρχίσει να φθίνει;
Την άφησε πρώτα ν’ ακουμπήσει το ποτήρι στα χείλια της. Να γευτεί μαζί του τις τελευταίες στάλες ενός ονείρου. Ήταν απίστευτο πόσο σύντομα, ίχνη από οινόπνευμα μούδιασαν κιόλας το κορμί του. ‘Η μήπως, ο χρόνος είχε ήδη αρχίσει ν’ αλλοιώνεται;

Ο ήλιος βούλιαξε και σβήστηκε μέσα στο νερό. Απόμεινε μόνο λίγο φως στα σχήματα του κόσμου, που δεν μπόρεσαν να βρουν δίοδο μέσα απ’ τα μάτια του να φτάσουν στο μυαλό του. Χτύπησαν πάνω στον πράσινο καθρέφτη τους και γύρισαν πίσω στο χώρο. Πίσω στο σύμπαν. Τα χρώματα κινήθηκαν στο φάσμα των συχνοτήτων, έγιναν σκιές φευγαλέες.
Αιώνες τώρα, κάθε βραδιά ίδια με την άλλη. Αιώνες κάθε στιγμή ξαναπερνά, ίδια αίσθηση στη μικρή του σιωπή. Και δεν ρωτά, δεν απαντά, δεν κοιτάζει. Αφήνει μονάχα τον κόσμο να μπει, το χρόνο να μπει και το ήσυχο φως. Κι’ ύστερα, ξέρει. Ένα πρώτο άστρο θ’ αρπάξει φωτιά στις παρυφές του απείρου.
Όπως κάθε φορά, ο νους του θα γίνει μια ήρεμη θάλασσα. Είναι οι ώρες ν’ ανοίξουν οι πύλες. Να ξεχυθούν οι Άγγελοι του Ονείρου. Τα εξαίσια πλάσματα του ασυνείδητου. Να καθαιρέσουν και να γκρεμίσουν τους άρχοντες της τάξης…

« Έχω ήδη σταματήσει την αγωγή μου » της είπε σαν εισαγωγή, χωρίς περιφράσεις.
Στη μικρή ζωή του, είχε ξαναδεί τη θλίψη να μεταστοιχειώνεται σε σταγόνες υγρής αλμύρας στις άκρες έκπληκτων ματιών. Δεν είχε ποτέ ξαναδεί θολές πέρλες να στραφταλίζουν σε μεταξένια μάγουλα αγγέλων…

Τούτος ο κόσμος έχει μυρωδιές, ξανασκέφτηκε, έχει συναίσθημα, έχει γεύση και άρωμα. Σταγόνες κόκκινο κρασί, που θέλει να το πιει, πάνω στα δυο της χείλια.

« Άγγελε μου », ψέλλισε, όπως ακριβώς το είχε προσχεδιάσει. Μα δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Από συγκίνηση; Ή μήπως ο χρόνος είχε ήδη καταρρεύσει;

Από τα τελευταία πράγματα που μπόρεσε ν’ ακούσει, ήταν ο ψίθυρος της μελωδίας των χειλιών της που χόρευε με την αύρα και το σιγομουρμούρισμα του κύματος στην ακρογιαλιά.
« Λυπάμαι που δεν θα είσαι κι’ εσύ εδώ ». Νόμισε πως την άκουσε να λέει. Ένοιωσε να αποσυντίθεται στα πιο απλά του στοιχεία, να παγιδεύεται στην έλξη των ματιών της. Να διηθείται μέσα απ’ τον ηθμό τους μαζί μ’ έναν χείμαρρο από φωτόνια.
« Εγώ είμαι ο φρουρός της πύλης των εκδοχών » , είπε η Ονειρολόγος.
« Ο χρόνος είναι το δικό μου παιχνίδι. Και ’συ, ένα κομμάτι απ’ τ’ όνειρό μου ».
Κι’ ύστερα εκείνος χάθηκε μέσα στα σκούρα της μάτια, σαν ύλη που καταρρέει στις μαύρες τρύπες του διαστήματος…
Χρώμα μαβί και έντονο άλικο πυρπόλησαν τα νησιά στον ροδόκηπο της δύσης. Η Ονειρολόγος στην ακτή, παρατηρούσε σκεφτική, αιώνιος μάρτυρας της αέναης εναλλαγής και της επανάληψης των συναισθημάτων.
Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μεθούσε την σκέψη και την ψυχή της. Ήξερε: Ο ήλιος, θα πετάξει τα φτερά του, θα κυλήσει. Ο χρόνος θα κρεμάσει τη χαρά του στις παλιές φωτογραφίες. Κι’ η ανάμνηση θα’ ναι της παλάμης η τελευταία σταγόνα από ένα ολόκληρο πέλαγος δάκρυα.

Πάλι μισό φεγγάρι στον αέρα θα κρεμαστεί σ’ έναν ιστό από αράχνη. Θα ‘ρθουν τ’ αστέρια με τ’ ασημένιο γνέψιμο να σβήσουν τις πνοές του δειλινού. Κάθε τροχιά θα γίνει κίτρινη γραμμή στον ουρανό. Και κάθε νόημα θα ξανάρθει κυκλικό, όμοιο με μηδενικό, με ξέχωρες αποχρώσεις στα βλέφαρα.

Μια κουκίδα ο χρόνος θα πάψει. Ποτέ στ’ αλήθεια δεν υπάρχει. Όμως, ποτέ δεν γίνεται η αγάπη ψέμα…