Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Στα μυστικά περάσματα του χρόνου



Στου εσπερινού το απολείτουργο,
αφήνω πίσω μου
στείρες σπορές σ’ άγονα μέρη
κι ανέλπιδες αναμονές.
Γυρίζω πάλι  φίλε μου παλιέ,
στα καλντερίμια των ανένδοτων ονείρων μου.
Στις δροσερές αυλές
που έπλαθα τα οράματα της νιότης.
Στα πατρικά τα σπίτια
με τους αμάραντους βασιλικούς.  
Βαριά κερκέλια στις γερμένες τις εξώπορτες,
ανέγγιχτα από τότε,
γογγύζουνε βραχνά
κι ο χρόνος τρίζει σκουριασμένος
στα σφαλιστά παραθυρόφυλλα.
Αγάπες ανεκπλήρωτες πίσω από χαραμάδες,
απ’ τη φθορά κρυμμένες
κι απ’ το φως,
κρυφοκοιτούν, προσμένοντας
παλιούς αποσπερίτες.
Μορφές σεπτές, μέσα από κάδρα σκονισμένα,
φυλάνε άγρυπνα πολύτιμες κασέλες,
που κλείνουν προσδοκίες ανεξαργύρωτες.
Στα ακροκέραμα
ηχούν φτεροκοπήματα
σαν άτακτοι παλμοί
αλλοτινής λησμονημένης αθωότητας
και ψίθυροι που μοιάζουν ψαλμουδιές
αντιλαλούν, στοιχειώνοντας
ερειπωμένες κάμαρες.
Τα χνάρια που άφησα παιδί ακολουθώ
και τα κουβάρια που ξετύλιξα πριν φύγω.
Στου πέτρινου του τοίχου την θυρίδα,
σιμά στο εικονοστάσι,
αόρατοι άγγελοι προσέχουν το κλειδί
του πιο κρυφού πορτέλου,
κάθε φορά που επιστρέφω, να το βρίσκω.
Ταιριάζω το κλειδί στο κλείθρο
και δρασκελίζω το κατώφλι.
Είν’ οι σκιές διακυμάνσεις της σιωπής
και μέσα τους, καρτερικά απολιθώματα ψυχών
σαλεύουνε ξανά. 
Σκυφτή, από πάντα, στην ανέμη,
με ιστούς από αράχνες στα μαλλιά της,
γνέθει η τυφλή κλωθογυρίστρα,
νήματα υποσχέσεων ιερών. 
Και η γριά υφάντρα, η καμπούρα,
με τα πιτήδεια δάχτυλα,
περνάει τα πολύχρωμα υφάδια στο στημόνι.  
Στο υφαντό της άδηλα τοπία,
ορίζοντες σ’ απαύγασμα ορθρινό,
σχέδια ασχημάτιστα, από ένα παρελθόν
που δεν γεννήθηκε ακόμα,  
κι ήλιοι που καιροφυλακτούν
σε ένα μέλλον που δεν χάθηκε ποτέ. 
Τα χείλια τους σαν θυμιατά,
μου πέμπουν ευλογίες,
μ’ απόκοσμα μουρμουρητά,
και τ’ άσαρκα τα χέρια τους,
προτρεπτικά μ’ αγγίζουν,
την  άκρη σαν μου δείχνουνε
του υγρού του διαδρόμου.  
Σκιρτώ και ξεκινώ απ’ την αρχή  
τα βήματά μου σπέρνοντας
στα μυστικά περάσματα του χρόνου…

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Κίτρινη πινελιά, μαύρη πινελιά



Ο φόβος σου είχε πάντα μεγάλα εβένινα φτερά. Και τον ένιωθες να σε πλησιάζει μ’ ένα κλάμα ζώου μέσα απ’ τις σκιές και τα σκοτάδια.

 Ένας μανιασμένος καταβατικός άνεμος “bora” αρπάζει την παγωμένη καταχνιά από τις Μαδάρες, τις κορφές του Γκίγκιλου και του Βολακιά, και την σκορπίζει σφυρίζοντας στις απότομες νότιες πλαγιές. Υγρές, ψυχρές  ριπές  σε μαστιγώνουν βίαια στο πρόσωπο. Το σακίδιο στους ώμους σου είναι πια ασήκωτο, τα ματωμένα γόνατά σου τρέμουν. Περπατάς σκυφτός κόντρα στον αέρα, ισορροπώντας πολύ δύσκολα με τη βοήθεια του μπαστουνιού πεζοπορίας, τα άρβυλά σου γδέρνονται στα κοφτερά χαλίκια που έχουν κατρακυλήσει στο χαλασμένο μονοπάτι. Σε κάθε σου βήμα μερικά απ’ αυτά γλιστρούν  και χάνονται στον κάθετο γκρεμό  που χάσκει ακριβώς δίπλα σου έτοιμος να σε καταπιεί σε ενδεχόμενο μοιραίο παραπάτημα.  
Υπολογίζεις πως βρίσκεσαι πάλι, μετά από πολλές παλινδρομήσεις και εκτροπές, πάνω στο μονοπάτι. Το φαράγγι, του οποίου την έξοδο προσπέρασες πριν από λίγο, πρέπει να ήταν το φαράγγι του Κλάδου και τώρα μάλλον είσαι στο κομμάτι της διαδρομής που διασχίζει τα Δώματα.  Το βουητό της θάλασσας από κάτω ενώνεται με τα ξερά τριξίματα των πεύκων και τους γόους της μελανιασμένης νύχτας. Ο φανός θυέλλης  πέφτει τρεμουλιαστός πάνω στα βράχια. Κίτρινη πινελιά, μαύρη πινελιά, πάνω στην πέτρα… 
E4 Σούγια – Αγία Ρουμέλη: βαθμός δυσκολίας πολύ υψηλός” γράφουν οι οδηγοί…
Μέσα στην αντάρα, από το ύψος ενός δεύτερου μαύρου ουρανού, πάνω από τον πρώτο που ξυρίζει το κεφάλι σου, ένα εκκωφαντικό αστροπελέκι δίνει το σινιάλο για το ξέσπασμα μιας άγριας καταιγίδας.

“Οι κατάρες έρχονται όλες μαζί” είχε πει ο γέρος. Ανακαλείς στη μνήμη σου μία – μία τις φράσεις του, χωμένος όπως  είσαι τώρα για να προφυλαχτείς, στο κοίλωμα του τεράστιου βράχου. Είναι τελικά ένα βαθύ κοίλωμα, ή μήπως είσοδος κάποιας σπηλιάς; Ο φανός έσβησε μόλις και δεν τολμάς  να προχωρήσεις, χωρίς να είσαι σίγουρος πού πατάς.
Είναι ύστερα κι αυτή η απροσδιόριστη σιλουέτα σαν τριχωτό μεγάλο αγρίμι, με μάτια κάρβουνα,  που θαρρείς πως διακρίνεις αμυδρά να καιροφυλακτεί εκεί πιο μέσα, στο πηχτό σκοτάδι. Είναι κι η ιδέα του ήχου από  χνώτο βαρύ κι από πλατάγισμα φτερών που γίνεται ένα με τον θόρυβο της νεροποντής. Είναι κι αυτό το κλάμα ζώου που σέρνεται ανάμεσα στους κεραυνούς.
“Τάρα;” δοκιμάζεις τ’ όνομά της . Τα δυο κάρβουνα κινούνται χωρίς άλλη απάντηση και το ρίγος που σε διαπερνά δεν είναι μόνο από την παγωνιά…
  
“Είσαι παλαβός” είπε ο Σήφης  του ορειβατικού, που καθηλώθηκε στη Σούγια από την υποτροπή μιας παλιότερης μηχανικής τενοντίτιδας στον Αχίλλειο. “Στις  τρεις εκδόθηκε δελτίο έκτακτων καιρικών φαινομένων” σου υπενθύμισε. “Μπορεί να έχεις πολλές  ώρες ορεινής πεζοπορίας, αλλά οι συνθήκες απόψε θα είναι ακραίες. Αν φύγεις, κινδυνεύεις. Θα σε πιάσει η νύχτα μ’ αυτόν τον βρωμόκαιρο στη μέση του πουθενά”.
“Η νύχτα ενώνει τις ψυχές” είπε ο γέρος σιβυλλικά σαν να απαντούσε στο Σήφη, κοιτώντας όμως εσένα. Οι κουβέντες του ήταν ξεκάρφωτες, η κάθε μια φαινομενικά άσχετη με την άλλη, τη στιγμή εκείνη περνούσαν ανύποπτα στο υποσυνείδητο σαν γραφικές θυμοσοφίες και λόγια της ρακής, τώρα τις σκέφτεσαι ξανά, τις δένεις μεταξύ τους - συνειδητά πλέον - και σου φαίνεται να αναδύουν κρυφά νοήματα.
“Πρέπει να βιαστώ, το ξέρεις” απάντησες στο Σήφη. Ο χρόνος ήταν πιεστικός, κάθε λεπτό έμοιαζε κρίσιμο, είναι αλήθεια. Υπήρχε ύστερα και κάτι  μέσα στο μυαλό σου που σου ψιθύριζε: Τρέξε στο πεπρωμένο σου.
 Τρέξε στο πεπρωμένο σου!

Είναι στιγμές που δεν μπορείς να δραπετεύσεις από τον εφιάλτη σου. Μια ακραία  ψυχολογία σ’ αυτή τη φάση σε κάνει όμως να παριστάνεις πως τον αγνοείς. Γιατί, από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να τον κοιτάξεις κατάματα, επισπεύδεις την αντίδρασή του, τον προκαλείς να ασχοληθεί μαζί σου. Υποκρίνεσαι λοιπόν απλά πως κοιτάς αλλού. Ίσως έτσι ξεγελιέται  και δεν βιάζεται να φανερωθεί. Θέλει να παίξει μαζί σου σαδιστικά, να παρατείνει την αγωνία σου.
Σωριάζεσαι κάτω στο κρύο χώμα,  απαλλάσσεσαι από το σακίδιο, το ακουμπάς κάπου δίπλα, στα τυφλά, τινάζεις το αδιάβροχο. Ψαχουλεύεις στις τσέπες του σακιδίου, με χέρια τρεμουλιαστά, για το μικρό φακό και τις εφεδρικές μπαταρίες. Οι περιδινήσεις του αέρα φέρνουν τη βροχή πάνω σου και σε αναγκάζουν να συρθείς ψαχουλευτά λίγο πιο μέσα.  
 Έχεις πια την αίσθηση μιας ανάσας  στο σβέρκο σου. Μείνε εκεί, μη βγάζεις άχνα …  Μείνε εκεί, μην κουνιέσαι καθόλου…  Και μην κοιτάς τώρα πίσω σου , μάλλον  δεν θα σ’ αρέσει…
  
Υπήρχε κάτι αλλόκοτο στη μορφή του γέρου με τα λιγδιασμένα γκρίζα γένια, που σ’ έκανε ν’ ανατριχιάζεις. Εξέπεμπε μια αίσθηση απόκοσμης κυριαρχίας,  ήρεμης μεν, αλλά που κουβαλούσε ένα απροσδιόριστο μυστήριο. Ήταν μια κυριαρχία… Μια κυριαρχία πάνω στο χρόνο, σου έρχεται να πεις. Αλλά, πάλι, τι ακριβώς θα εννοούσες;
 Ήταν ο μόνος θαμώνας στον σκοτεινό καφενέ, όταν φθάσατε. Έμοιαζε κατασκηνωμένος για τα καλά στη γωνιά δίπλα στην ξυλόσομπα, έχοντας ένα τρίποδο καβαλέτο στημένο στην μια μεριά του, ένα πάκο σκίτσα σε μια καρέκλα από την άλλη, ένα  καραφάκι ρακή με παξιμάδι και τυρί πάνω στο τσίγκινο τραπέζι. Έπινε και σκιτσάριζε ταυτόχρονα στο φως μιας παλιάς γυάλινης λάμπας πετρελαίου. Η καπνίλα των καμένων ξύλων δεν ήταν αρκετή για να σκεπάσει τη βαριά μυρωδιά από  το τσιγαριλίκι που μισόκαιγε στις άκρες των δαχτύλων του.  Μόλις σας είδε, ρούφηξε ατάραχος μια βαθιά τελευταία τζούρα, στερέωσε ένα καινούργιο χαρτί στο καβαλέτο και βάλθηκε να αποτυπώσει τις πρώτες γραμμές του προσώπου σου.
Στην κορυφή της στοίβας πάνω στην καρέκλα, ξεχώριζε το σκίτσο της.
“Αυτή τη γυναίκα” του είπες αναστατωμένος, δείχνοντάς το, “εσύ την ζωγράφισες; Πότε;”
“Είναι… είναι μια πολύ παλιά προσωπογραφία. Ήμουν ιερέας εκείνα τα χρόνια και αγιογράφος. Αλλά, όπως βλέπεις, σκιτσάριζα και πρόσωπα, όταν με ενέπνεαν” απάντησε.
“Αυτή είναι η κοπελιά μου” είπες.
“Ναι;” Ρώτησε εκείνος. Φάνηκε  σκεφτικός. “Πώς είναι τ’ όνομά σου, παιδί μου;”
“Φοίβος” του απάντησες.
“Λοιπόν, Φοίβο, χθες πέρασε από εδώ.  Η ξεχωριστή φυσιογνωμία της μου θύμισε αμυδρά κάτι. Ανασκάλεψα τότε τα παλιά σκίτσα και διαπίστωσα την ομοιότητα. Πράγματι, είναι εντυπωσιακή”.  
Το χαρτί ήταν όντως πολύ παλιό, φθαρμένο, και το σκίτσο πιθανότατα κάποιων δεκαετιών. Δεν είχες λόγους ν’ αμφιβάλλεις, όσο απίθανη κι αν φαινόταν η σύμπτωση.
Τον έπιασες  απεγνωσμένα από τους ώμους.
“Δεν έχω νέα της για αρκετές μέρες. Την ψάχνω”.
“Πρέπει τότε να βιαστείς”  σου είπε ο γέρος. “Άκουσα πως θα έπαιρνε το μονοπάτι για την Αγία Ρουμέλη”.
Ο Σήφης καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να σε συγκρατήσει, παρά τις προειδοποιήσεις του για τον καιρό και τους κινδύνους.  Μα δεν ήταν και σε κατάσταση να σε ακολουθήσει.
Ο γέρος, αντίθετα, έμοιαζε να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί την αγωνία και τη βιασύνη σου.
“Τα ζητήματα  κάθαρσης και  εξιλέωσης  είναι ασφαλώς επείγουσες προσωπικές ανάγκες” παρατήρησε.
“Κάθαρσης; Τι εννοείς γέροντα;”  
 Εκείνος χαμογέλασε αδιόρατα, μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο.
“Τίποτα, τίποτα σπουδαίο, τ’ όνομά σου απλά μου έφερε αυτόματα στο νου το μύθο της αρχαίας Τάρρας, της τωρινής Αγίας Ρουμέλης. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο Φοίβος, ο θεός Απόλλων,  κατέφυγε εκεί για να εξιλεωθεί για τον φόνο του Πύθωνα, στις καθαρτήριες τελετές του ιερέα Καρμάνορα.  Ο μύθος λοιπόν λέει πως εκεί έσμιξε ερωτικά με την νύμφη Ακακαλλίδα, στο ίδιο το σπίτι του ιερέα. Από αυτή την συνεύρεση γεννήθηκαν οι δίδυμοι  Φίλανδρος και Φυλακίδης, που εγκαταλείφθηκαν να πεθάνουν στο δάσος, αλλά τους βύζαινε μια κατσίκα κι έτσι επέζησαν τελικά. Όταν μεγάλωσαν ίδρυσαν την  Έλυρο”.
“Ναι, γέροντα, τον ξέρω τον μύθο. Άλλωστε είμαι συχνός επισκέπτης εδώ”.
“Λοιπόν, θέλει πολύ να γίνει ο συνειρμός; Ο Φοίβος πάει στην Τάρρα, ψάχνοντας τη  νύμφη του, τρόπον τινά, εκείνη κάπου τον περιμένει, υποθέτω με ερωτική προσμονή, και τα λοιπά και τα λοιπά ”.
“Κατά μια άλλη, ακόμα πιο παράξενη σύμπτωση βέβαια, το όνομα της κοπελιάς μου είναι Τάρα. Δεν είναι Ελληνίδα αλλά σπουδάζει αρχαιολογία και  γνωρίζει τον μύθο κι εκείνη. Αλλά, πάλι, πες μου, τί σε κάνει να νομίζεις πως ένας κοινός θνητός σαν κι εμένα μπορεί να ψάχνει κάποιου είδους εξιλέωση σε τούτα τα μέρη; Ποιος Πύθωνας είναι πιθανό να με κυνηγά; ” αναρωτήθηκες.
“Δεν είπα κάτι τέτοιο για σένα, αν και πιθανόν να μου πέρασε απ’ το νου. Πάντως  θα μπορούσε να έχει ειπωθεί μεταφορικά για   το συναίσθημά σου, την ανησυχία σου. Αλλά, γιατί όχι και για κάτι άλλο, οτιδήποτε, που το ξέρεις μόνο εσύ ή που δεν το ξέρεις ούτε εσύ. Βασικά, οι σκοποί και τα κίνητρα είναι ίδια ανά τους αιώνες” εξήγησε ο γέρος. “Η εκπλήρωση του καθήκοντος και του χρέους, η λύτρωση. Πίσω τους το πανίσχυρο συναίσθημα, πολλές φορές οι τύψεις κι οι ενοχές. Περιέργως, το παρελθόν στοιχειώνει τους τόπους μ’ έναν τρόπο που φαίνεται να έλκει όμοιες ιστορίες και να τις επαναλαμβάνει  πάνω τους σαν θεατρικές παραστάσεις. Να, η φίλη σου, για παράδειγμα, μοιάζει πολύ με την Ακακαλλίδα. Από μια προτομή της νύμφης που βρέθηκε στην Αγία Ρουμέλη, άλλωστε, είχα εμπνευστεί  αυτό το σκίτσο. Ανεξάρτητα πάντως από ομοιότητες προσώπων και καταστάσεων, όλοι έχουμε έναν Πύθωνα που μας κατατρέχει” σου είπε και, βγάζοντας κάτι σαν καδράκι από την τσέπη του σακακιού του, στο έδωσε. Το πήρες με περιέργεια και το κοίταξες. Δεν ήταν καδράκι. Ήταν ένας μικρός καθρέφτης. Μέσα του είδες απλά το πρόσωπό σου. Έριξες το βλέμμα στο γέρο ερωτηματικά.
“Τη συνείδησή μας” πρόσθεσε εκείνος, χωρίς να σε κοιτά, καθώς έβαζε ένα κούτσουρο στην ξυλόσομπα…

Ανάμεσα σε δυο ανάσες, ο χρόνος μπορεί να είναι συμπαγής και ατέλειωτα βασανιστικός. Δεκάδες σκέψεις προλαβαίνουν να περάσουν απ’ το μυαλό σου, κάνοντας τις  στιγμές να μοιάζουν με αιώνες. Τα φοβικά σου αρχέτυπα ξεπηδούν απ’ τα σκοτάδια τριγύρω, ζωντανεμένα βίαια από τις λάμψεις των αστραπών, σε κυκλώνουν αδυσώπητα, απλώνουν τα σκούρα, μακριά  τους δάχτυλα με τα  γαμψά νύχια πάνω σου.
Είναι και τα μάτια- κάρβουνα πίσω σου που δεν θες να κοιτάς, τα μαύρα φτερά, φτιαγμένα από το ίδιο το σκοτάδι, που ξέρεις πως έχουν ήδη αρχίσει να σε σκεπάζουν θανάσιμα. 

Ο Πύθωνας λοιπόν, αναλογίστηκες, ο Πύθωνας της ψυχής σου.  Έμπειρος και διαισθητικός ο γέρος,  διέκρινε ίσως κρυφές πτυχές στη σκέψη και στην ψυχολογία σου.
“Μοιάζει να μιλάς για κάποιου είδους αυτοτιμωρία, γέροντα, όταν αναφέρεσαι στη συνείδηση” επέμεινες. “Αυτό προϋποθέτει πράξεις ή συναισθήματα για τα οποία κατά βάθος νιώθουμε ένοχοι ”.
“Οι άνθρωποι, με έντονο συναίσθημα, Φοίβο παιδί μου, χαρακτηρίζονται  από μεγάλες εσωτερικές αντιθέσεις αλλά διαθέτουν επίσης και  ευαίσθητες συνειδήσεις. Όσο είναι σε θέση να αναπτύσσουν ακραία θετικά συναισθήματα, άλλο τόσο μπορούν να αναπτύσσουν και ακραία αρνητικά. Σαν τέτοια περίπτωση σου αναφέρω μια γενικά γνωστή και αποδεκτή αλήθεια, ότι  το παράφορο πάθος, ο πόθος κι ο έρωτας  πυροδοτούν εύκολα την απογοήτευση και την οργή, που  μπορούν να μεταπέσουν ακόμα και σε ασυγκράτητο, βαθύ μίσος, σε εκδικητική μανία. Για όλες αυτές τις ακρότητες, οι τύψεις, στο πίσω μέρος του μυαλού, μας τριβελίζουν και μας κάνουν να υποφέρουμε, μερικές φορές χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε. Αλλά, όπως είπαμε, μιλάμε γενικά, δεν μιλάμε μόνο για σένα. Στο κάτω – κάτω,  ποιος είναι αυτός που δεν έχει έστω και μια φωτογραφία δική του που θα ήθελε να σκίσει;”  Είπε και σε κοίταξε τόσο διεισδυτικά, που ξαφνιάστηκες από την εισβολή μέσα στην ψυχή σου. Μια ψυχή που είχε βέβαια αρχίζει να μαυρίζει εδώ και καιρό.

Ο Σήφης είχε δίκιο, ήσουν πάντα παρορμητικός και ασυγκράτητος. Τούτη τη στιγμή είναι πια πολύ αργά για μετάνοιες. Πόσο ρηχοί ήταν όμως κι εκείνοι που σε κατέκριναν πάντα για τον αυθορμητισμό σου, πόσο ανίκανοι να αντιληφθούν το βάθος των αισθημάτων σου. Την εκρηκτική δύναμη του ενθουσιασμού σου.  Την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή σου. Ο φόβος σου ανακατώνεται στις σκέψεις αυτές με απογοήτευση, με πίκρα, με θυμό για την απουσία κατανόησης από μέρους τους. Για την υποκριτική φιλία τους.
Ας πάνε στο διάολο όλοι τους, σκέφτεσαι, τι καταλαβαίνουν αυτοί . Ας πάνε στον αγύριστο, όπως ο ηλίθιος ο Μύρος, που πρόλαβε και τσακίστηκε μόνος του.
Η ανησυχία σου έχει μετατραπεί εν μέρει σε εκνευρισμό, το παλιοκόριτσο έφυγε χωρίς να υπολογίσει τις δυσκολίες και πολύ περισσότερο χωρίς να λογαριάζει πως θα σε βάλει σε μια τεράστια δοκιμασία. Καπρίτσια και ανοησίες, το ένα πάνω στο άλλο.  Ασυγχώρητα λάθη, με κυρίαρχη την - τροφοδοτημένη από την υπέρμετρη φιλαρέσκειά της – ανοχή  απέναντι  στην άκομψη πολιορκία του Μύρου, που σαλιάριζε απροκάλυπτα σχεδόν μαζί της, σαν μαλακισμένο ανώριμο σχολιαρόπαιδο, ξεχνώντας τους παιδικούς όρκους φιλίας.
Εκείνο το βράδυ που τον πέταξες έξω, ήταν στουπί στο μεθύσι και φερόταν προκλητικά. Κάθε άλλος στην θέση σου θα αντιδρούσε το ίδιο. Απλά, έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα, είχες τελικά κι εσύ μια μικρή αναπόφευκτη συμμετοχή σ’ ένα μοιραίο τέλος, που ήταν όμως αμετάκλητα προδιαγεγραμμένο. Γιατί, αργά ή γρήγορα,  κάποιο βράδυ θα τσακιζόταν, οδηγώντας  μονίμως  πιωμένος τη χιλιάρα του με διακόσια στον παραλιακό.  Ο τρισάθλιος, ο ηλίθιος επιδειξίας.
Το αίμα στις φλέβες σου έχει την θερμοκρασία του παγωμένου νερού και του αέρα που σε θερίζει κι η έκρηξη της αδρεναλίνης οδηγεί σ’ έναν ξέφρενο χορό τους παλμούς στα μηνίγγια σου.  Ο ίδιος ο διάβολος πίσω σου ρουθουνίζει πια ανυπόμονα.

Έχεις -μηχανικά, παράλληλα με τις σκέψεις σου- ξεβιδώσει το καπάκι του μικρού φακού,  έχεις αλλάξει τις μπαταρίες που βρήκες  τελικά στην τσέπη με το φερμουάρ, ψάχνεις το κουράγιο να τον ανάψεις. Ταλαντεύεσαι, διστάζεις.  
 Ένας βρόχος σφίγγει το λαιμό σου κι ο παγωμένος αέρας στην τραχεία σου προκαλεί έναν παρατεταμένο παροξυσμικό βήχα.
Το δάχτυλό σου πατάει το κουμπί και στρέφεις αστραπιαία τη λεπτή δέσμη του χλωμού φωτός προς τα εκεί πίσω…   
Η κόλαση ανοίγει διάπλατα την πύλη της…  
Η ξαφνική, εκτυφλωτική  λάμψη καταπίνει το φως του φακού και σου καίει τα μάτια. Ο φοβερός κρότος που τη συνοδεύει τρυπά τα τύμπανα των αυτιών σου και σουβλίζει τον εγκέφαλό σου με έναν στιγμιαίο, αφόρητο  πόνο.  Ένα ηλεκτρισμένο ωστικό κύμα, με οσμή καψαλισμένου βράχου, κόβει την ανάσα σου και σε πετά με το πρόσωπο στο χώμα.  
Νιώθεις το βαρύ τριχωτό του σώμα να πέφτει πάνω στο δικό σου με άγρια ορμή, να  σε ποδοπατά με τις τραγίσιες οπλές του. Παραδίνεσαι ολότελα αιφνιδιασμένος και ανήμπορος να αντιδράσεις,  στο τελικό του χτύπημα. Αντί γι αυτό, ανέλπιδα και ανεξήγητα, σε προσπερνά και σε εγκαταλείπει. Ακούς αμυδρά  μέσα στο οδυνηρό βουητό του μυαλού σου τα ποδοβολητά του πάνω στις πέτρες να απομακρύνονται.
Φευγαλέα, στο φως του πεσμένου φακού που φωτίζει το άνοιγμα της σπηλιάς, διακρίνεις  ακαθόριστα, καθώς είσαι ακόμα μισοτυφλωμένος, τη σκιά του κεφαλιού με τα κέρατα να εξαφανίζεται πίσω από τον βράχο και να χάνεται στο σκοτάδι, μέσα στη βροχή που δυναμώνει…
Η αναπνοή σου είναι ένα υστερικό λαχάνιασμα.  Ένα στεγνό, χωρίς δάκρυα, νευρικό  αναφιλητό συνταράσσει το στήθος σου. Τίποτα δεν θα είναι τόσο απλό, τίποτα δεν θα γίνει τόσο γρήγορα, απόψε. Η νύχτα θα είναι ατέλειωτη. Ο δαίμονας θα σε κυνηγά ανελέητα ως το πρωί, θέλοντας να κατασπαράξει σαδιστικά πρώτα την ψυχή σου, μέχρι να ρουφήξει και την τελευταία σου ανάσα, οδηγώντας σε σ’ ένα αργό, βασανιστικό θάνατο.

Τουρτουρίζεις από το κρύο, σπαρταράς από ανείπωτο τρόμο, σέρνεσαι ενστικτωδώς για ν’ ακουμπήσεις κάπου την πλάτη σου και  να καλύψεις τα νώτα σου, με την παράλογη ψευδαίσθηση ότι έτσι θα ‘ σαι λιγότερο εκτεθειμένος. 
Στην ξελιγωμένη μπαταρία του κινητού έχει απομείνει προφανώς λίγη ενέργεια γιατί αυτό δονείται  και ηχεί αναπάντεχα μέσα στην τσέπη σου, ειδοποιώντας για  μηνύματα. Σ’ όλη σχεδόν τη διαδρομή δεν υπάρχει σήμα και  ο ήχος του αυτή τη στιγμή λειτουργεί σαν  απρόσμενο βάλσαμο ανακούφισης. Το ανοίγεις με βιαστικές, σπαστικές κινήσεις.
Στις αναπάντητες κλήσεις βλέπεις: Ώρες 18.45’έως 20.30’, έξη απανωτές  κλήσεις από άγνωστο σταθερό, άγνωστο  κινητό, και μια από τον Σήφη. Τ’ όνομά του στην οθόνη σου  προκαλεί ένα σκίρτημα χαράς και μαζί έναν λυγμό απόγνωσης.
Στα μηνύματα διαβάζεις με σειρά από τα παλιότερα στα πιο νέα. Ώρα 20.40’, από Σήφη:  
“Περίεργο. Δεν έχει βρεθεί ποτέ καμιά προτομή της Ακακαλλίδας στην Αγία Ρουμέλη. Το διασταύρωσα με έγκυρες πληροφορίες από φίλους  στο μουσείο και την Αρχαιολογική υπηρεσία. Έψαξα το γέρο να τον ρωτήσω, αλλά  έχει εξαφανιστεί, αφήνοντας το σκίτσο σου πάνω στο τραπέζι του καφενέ. Ο καφετζής μου λέει ότι δεν τον είχε ξαναδεί, εμφανίστηκε πρώτη φορά σήμερα. Το χαρτί του σκίτσου φαίνεται σαν να πάλιωσε μέσα σε λίγες ώρες. Το σκίτσο μοιάζει σαν να έγινε πριν από πολλά χρόνια. Και, ακουμπώντας στην ξυλόσομπα, κάηκε, μαυρίζοντας  από την μια πλευρά του. Δεν θες να ξέρεις πώς ακριβώς φαίνεσαι τώρα”.
Ώρα 20.47’, από Σήφη. Σταλμένη φωτογραφία: Το σκίτσο του γέρου, με το πρόσωπό σου αλλοιωμένο. Από τη μια πλευρά του προσώπου είσαι πράγματι εσύ, από την άλλη, την καμένη, παραμονεύει ένα σκοτεινό τέρας.
 Ώρα 20.58’, από Σήφη:
“Με πήραν τηλέφωνο από την ασφάλεια. Σε ψάχνουν. Είπαν πως βρήκαν ενδείξεις δολιοφθοράς στα φρένα της μηχανής του Μύρου. Ρε; Τι διάολο; Πάρε με μόλις φτάσεις στην Αγία Ρουμέλη. Ό, τι ώρα και να ‘ναι”.  
“Δεν θα φτάσω” ψιθυρίζεις απελπισμένα.

“Το σκίτσο σου θα τελειώσει απόψε” είπε ο γέρος. “Θα το αφήσω στον φίλο σου τον…;”   
“Σήφη” τον πληροφόρησες.
“Στο Σήφη, λοιπόν”.
“Το δικό σου όνομα, γέροντα;” Είχες ρωτήσει φεύγοντας.
Ψέλλισε κάτι, όχι καθαρά, που, ανάμεσα στα τριζοβολήματα της σόμπας και το βουητό του  αέρα, στ’ αυτιά σου ακούστηκε σαν “Μάνος”. Λίγο μετά, μόλις  βγήκες από τον καφενέ, επειδή δεν ήσουν σίγουρος,  ρώτησες το Σήφη.
“Καραμάνος” είχε ακούσει ο Σήφης και μάλιστα του είχε φανεί περίεργο εκείνη τη στιγμή  να πει μόνο το επίθετό του.
Το σκέφτεσαι τώρα ξανά…  
Καρμάνωρ,  είχε πει ο γέρος. 

Το στόμα σου είναι ξερό, πανιασμένο από την ένταση και τη δίψα.
Βγάζεις το μεταλλικό φλασκί με το κονιάκ.  Το ποτό σε καίει τόσο ευεργετικά στο λαιμό, τυλίγει το μυαλό σου μ’ ένα θολό σύννεφο.
Κουλουριάζεσαι στα βράχια, στραγγίζεις την τελευταία σταγόνα. Δεν ξεδιψάς, μάλλον διψάς περισσότερο τώρα, μα σίγουρα νιώθεις κάπως καλύτερα. Γέρνεις το βαρύ σου κεφάλι στον ώμο, κι αποκαμωμένος βυθίζεσαι σε μια περίεργη νάρκη.
Νιώθεις κάποια στιγμή ένα χέρι στον ώμο σου. Τα παγωμένα δάχτυλα ακουμπούν στο λαιμό σου. Ανατριχιάζεις. Πετιέσαι απότομα σαν ελατήριο, αλαφιασμένος.
Με το ζαλισμένο ένστικτο της επιβίωσης αποφασισμένο να εξαντλήσει κάθε τρελό περιθώριο αντίστασης, χρησιμοποιείς την πέτρα στο χέρι σου σαν πρόχειρο όπλο. Χωρίς άλλη σκέψη χτυπάς με μανία στα τυφλά. Ακούς την κραυγή. Δυο χτυπήματα, τρία, μ’ όλη τη δύναμη  που σου έχει απομείνει, μ’ όλη σου τη λύσσα.
Ακούς το βραχνό βογγητό, κοντοστέκεσαι, κάτι γνώριμο σε κάνει να σταματήσεις.
Ρίχνεις τον φακό.
Το πρόσωπό της, ω, το πρόσωπό της τόσο ντελικάτο, ακόμα και τώρα, που είναι ολόασπρο σαν του νεκρού, αλλόκοτο, ματωμένο από τα φονικά χτυπήματα.  Τα καστανόξανθα  μαλλιά της κολλούν λασπωμένα στο μέτωπό της κι  ανάμεσά τους τα γαλάζια της μάτια σε κοιτούν με τρόμο.
“Τάρα; Ω, θεέ μου!” λες σκύβοντας πάνω της.
“Σε είδα” λέει ο ξεψυχισμένος ψίθυρος από τα χείλια της.
“Πώς;”
“Σε είδα”, επαναλαμβάνει ψυχρά μ’ ένα ακόμα βογγητό πόνου, “μείνε μακριά μου”.
“Είμαι εγώ, ο Φοίβος, ήρθα για σένα, αγάπη μου. Είμαι εδώ για σένα” της λες τρυφερά κι επιχειρείς να την αγκαλιάσεις.
”Σε είδα να σκύβεις στη μηχανή… Όταν κατάλαβα τι ήταν αυτό που έκανες, ήταν ήδη πολύ αργά”. Απωθεί τα χέρια σου μ’ όση αντοχή της έχει απομείνει.
“Μη μιλάς αγάπη μου. Μην ξοδεύεις τις δυνάμεις σου. Θα σου εξηγήσω. Τα πράγματα είχαν γίνει πολύ περίεργα και ενοχλητικά. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τον απομακρύνω οριστικά. Είναι αλήθεια, δοκίμασα να του σαμποτάρω τη μηχανή, αλλά δεν το έκανα τελικά.  Εκείνος ο βλάκας έφταιξε που γκρεμίστηκε. Μη στενοχωριέσαι, θα είμαστε καλά οι δυο μας από τώρα και πέρα, χωρίς κανέναν να μας ενοχλεί”.  
“Σε είδα. Είσαι ο ίδιος ο διάβολος”.
“Σςςς… Σώπα. Είσαι συγχυσμένη αυτή τη στιγμή και ζαλισμένη. Συγγνώμη αγάπη μου, ω, τι σου έκανα, σε χτύπησα πολύ μωρό μου; Πίστεψα μέσα στο σκοτάδι πως… Ένας διάβολος ήταν πριν λίγο εδώ και λίγο έλλειψε να με κατασπαράξει. Έφυγε προς το παρόν, ευτυχώς έπεσε ο κεραυνός σχεδόν πάνω μας κι έφυγε… δεν τολμώ να πω ακόμα ότι τη γλυτώσαμε, κάπου κοντά θα παραφυλάει. Όμως θα περιμένουμε εδώ αγκαλιασμένοι να περάσει η νύχτα, θα ξεκινήσουμε το πρωί και θα τα καταφέρουμε τώρα που είμαστε μαζί, έτσι, γλυκιά μου;”. 
“Ο διάβολος είσαι εσύ, δολοφόνε” ξεφωνίζει με μένος και ένα επιθετικό συναίσθημα που πρώτη φορά εκδηλώνει. “Πάντα ήσουν ένας δειλός, ένας φοβητσιάρης. Αυτό που σε τρόμαξε γελοίε και κόντεψες να πεθάνεις από τον φόβο σου, δεν  ήταν  παρά ένα κατσίκι, ή το πολύ κάποιος τράγος” κάγχασε.
“Τάρα, μωρό μου, μην παραφέρεσαι” της λες “άφησε λίγο τον εαυτό σου να ηρεμήσει, θα τα συζητήσουμε και θα δεις πως θα τα βρούμε”.
“Άσε με. Παράτα με, θα φύγω με την πρώτη βάρκα που θα βρω, θα κολυμπήσω  στο φουρτουνιασμένο πέλαγος, προτιμώ να πνιγώ από το να είμαι ξανά μαζί σου. Ο Μύρος  ήταν τόσο γλυκός, τον δολοφόνησες άδικα, κτήνος” λέει ξεψυχισμένα.
Δεν σε καταλαβαίνει, δεν σε κατάλαβε ποτέ, ίσως. Ακόμα και η υποτιθέμενη αγάπη της δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, κατά πάσα πιθανότητα. Ένα παρόμοιο παιχνίδι δεν ήταν κι εκείνο που  έπαιζε άλλωστε και με το δύστυχο τον Μύρο; Τι κατάλαβε κι αυτός ο καημένος τελικά,  έπεσε θύμα της αμαρτωλής προκλητικότητάς της.
Όμως… Όμως, είσαι εδώ παρ’ όλα αυτά, ήλθες για εκείνη, παλεύεις για εκείνη με τους δαίμονες της ψυχής σου, μέσα σ’ αυτή την κόλαση.  Κουβαλάει τις εικόνες πολλών, όμορφων για σένα,  χρόνων. Την κρατάς ακόμα στην αγκαλιά σου αδύναμη, δεν είναι πια σε θέση να αρθρώσει λέξη. Λεπτεπίλεπτη, εύθραυστη, χλωμή στο λιγοστό φως του φακού, άψυχη, σε κοιτά πια με μάτια κενά. Της χαϊδεύεις τα λασπωμένα μαλλιά, ακουμπάς απαλά τα ματωμένα μάγουλά της.
Ω, αγάπη μου, γιατί; Ψιθυρίζεις.
Ακουμπάς τα χείλια σου στον βελούδινο λαιμό της, με ανάμικτα, μπερδεμένα συναισθήματα. Οι στάλες από το αίμα της δεν έχουν ακόμα παγώσει, ενώνονται με τις σταγόνες που κυλούν από τα μάτια σου.
Μια προδοσία, μια έντονη αισθηματική  πίκρα, μπορεί να μετατρέψει εύκολα τον πόθο και τον έρωτα σε ασυγκράτητο, βαθύ μίσος, σε επιθετική μανία, όπως είπε κι ο γέρος.
Σε μια μόνο στιγμή, όλη η τρυφερότητα και η στοργή, μεταστρέφεται σε μια ακατανίκητη επιθυμία για την αλμυρή γεύση της εκδίκησης, σκέφτεσαι.
Σε μια μόνο στιγμή.

“Αλλά αυτό μπορεί να είναι απλά το πρόσχημα της σκοτεινής μας  φύσης και ενός άγριου ένστικτου που υπερτερεί νομοτελειακά, σ’ αυτή την εσωτερική αιώνια μάχη, αναπαράγοντας ρυθμικά, τα αμείλικτα κύματα του  πεπρωμένου” είχε πει ο Καρμάνωρ.  “Και εναπόκειται στο επίπεδο της συνείδησης να ορίσει το μέγεθος της αυτοτιμωρίας, για να επιτευχθεί η κάθαρση”.



Η βροχή σταμάτησε, ο αέρας κόπασε.
Λίγα αχνά φωτάκια, όμοια με καντήλια που τρεμοπαίζουν σε κοιμητήρι είναι η Τάρρα, η Αγία Ρουμέλη της κάθαρσης, που αναδύεται από την παγωμένη καταχνιά λίγο πριν το ξημέρωμα. Η άλλη Τάρα ταξιδεύει παρασυρμένη από τα κύματα του Λιβυκού. Κανείς ποτέ δεν θα την ξαναδεί. Στα χείλια σου, αλμυρή απομένει η  τελευταία της γεύση.
Σε μια εξωτερική τσέπη του αδιάβροχου ψαχουλεύεις κάτι σκληρό. Είναι το καθρεφτάκι. Πως βρέθηκε ετούτο εδώ; Αναρωτιέσαι. Δεν μπορείς να αντισταθείς, ρίχνεις τον φακό στο πρόσωπό σου και κλέβεις μια ματιά, πριν το πετάξεις με δύναμη στα βράχια και γίνει χίλια κομμάτια.
Δέξου τον εαυτό σου, όπως είναι. Μην υποκρίνεσαι. Υπήρχε από πάντα μέσα στην ψυχή σου και σ’ έκανε να τρέμεις  στα σκοτάδια, τώρα είναι έκδηλα αποτυπωμένο στο πρόσωπό σου. Από τη μια πλευρά υπάρχει ένα παιδί,  από την άλλη ένας μαύρος δαίμονας…

Γυρνάς τα νώτα σου στην Αγία Ρουμέλη, ανηφορίζεις με κατεύθυνση πίσω στις πλαγιές, εκεί όπου πλέον ανήκεις. Πετάς τον φακό, που οι μπαταρίες του τελειώνουν.  Έτσι κι αλλιώς δεν θα τον χρειαστείς ξανά. Το λιγοστό του φως τρεμουλιάζει πριν σβήσει εντελώς, πέφτοντας στα βράχια του μονοπατιού. Κίτρινη πινελιά, μαύρη πινελιά, πάνω στις πέτρες… Κόκκινες πιτσιλιές… 




   

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Αγιογραφίες


"Μεταξύ ουρανού και γης" 35εκ. Χ 72 εκ. ακρυλικό σε ξύλο. Συλλογή Απόστολου Στεφανάκη 


Συλλογή Λουκά Γιαλιτάκη 








Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013