Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Στα μυστικά περάσματα του χρόνου



Στου εσπερινού το απολείτουργο,
αφήνω πίσω μου
στείρες σπορές σ’ άγονα μέρη
κι ανέλπιδες αναμονές.
Γυρίζω πάλι  φίλε μου παλιέ,
στα καλντερίμια των ανένδοτων ονείρων μου.
Στις δροσερές αυλές
που έπλαθα τα οράματα της νιότης.
Στα πατρικά τα σπίτια
με τους αμάραντους βασιλικούς.  
Βαριά κερκέλια στις γερμένες τις εξώπορτες,
ανέγγιχτα από τότε,
γογγύζουνε βραχνά
κι ο χρόνος τρίζει σκουριασμένος
στα σφαλιστά παραθυρόφυλλα.
Αγάπες ανεκπλήρωτες πίσω από χαραμάδες,
απ’ τη φθορά κρυμμένες
κι απ’ το φως,
κρυφοκοιτούν, προσμένοντας
παλιούς αποσπερίτες.
Μορφές σεπτές, μέσα από κάδρα σκονισμένα,
φυλάνε άγρυπνα πολύτιμες κασέλες,
που κλείνουν προσδοκίες ανεξαργύρωτες.
Στα ακροκέραμα
ηχούν φτεροκοπήματα
σαν άτακτοι παλμοί
αλλοτινής λησμονημένης αθωότητας
και ψίθυροι που μοιάζουν ψαλμουδιές
αντιλαλούν, στοιχειώνοντας
ερειπωμένες κάμαρες.
Τα χνάρια που άφησα παιδί ακολουθώ
και τα κουβάρια που ξετύλιξα πριν φύγω.
Στου πέτρινου του τοίχου την θυρίδα,
σιμά στο εικονοστάσι,
αόρατοι άγγελοι προσέχουν το κλειδί
του πιο κρυφού πορτέλου,
κάθε φορά που επιστρέφω, να το βρίσκω.
Ταιριάζω το κλειδί στο κλείθρο
και δρασκελίζω το κατώφλι.
Είν’ οι σκιές διακυμάνσεις της σιωπής
και μέσα τους, καρτερικά απολιθώματα ψυχών
σαλεύουνε ξανά. 
Σκυφτή, από πάντα, στην ανέμη,
με ιστούς από αράχνες στα μαλλιά της,
γνέθει η τυφλή κλωθογυρίστρα,
νήματα υποσχέσεων ιερών. 
Και η γριά υφάντρα, η καμπούρα,
με τα πιτήδεια δάχτυλα,
περνάει τα πολύχρωμα υφάδια στο στημόνι.  
Στο υφαντό της άδηλα τοπία,
ορίζοντες σ’ απαύγασμα ορθρινό,
σχέδια ασχημάτιστα, από ένα παρελθόν
που δεν γεννήθηκε ακόμα,  
κι ήλιοι που καιροφυλακτούν
σε ένα μέλλον που δεν χάθηκε ποτέ. 
Τα χείλια τους σαν θυμιατά,
μου πέμπουν ευλογίες,
μ’ απόκοσμα μουρμουρητά,
και τ’ άσαρκα τα χέρια τους,
προτρεπτικά μ’ αγγίζουν,
την  άκρη σαν μου δείχνουνε
του υγρού του διαδρόμου.  
Σκιρτώ και ξεκινώ απ’ την αρχή  
τα βήματά μου σπέρνοντας
στα μυστικά περάσματα του χρόνου…