Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ένα βέλος για το φεγγάρι



   Η γέρικη ακακία σημάδευε τα όρια της σαβάνας, έχοντας απλώσει στο έδαφος ένα μεγάλο χαλί από λευκορόδινα χνουδωτά άνθη.
   Θα σκορπίζει λουλούδια με πείσμα, ώσπου να μείνει, τελικά, ένα  κατάξερο φαιόχρωμο κουφάρι. Και πάλι θα στέκεται όρθια, με τα γυμνά κλαδιά της να σηματοδοτούν  τα μονοπάτια των θηρευτών. Μέχρι οι άνεμοι του χρόνου να σβήσουν τις τελευταίες  φωτιές του ήλιου. Σκέφτηκε ο Νουάμπι.
   Γονάτισε κι απόθεσε απαλά το κουρασμένο κορμί της Μπούρμα στο κέντρο της δαντελένιας σκιάς του δέντρου, πάνω στο στρώμα των λουλουδιών.
      “Είμαστε πια μέσα στην Κοιλάδα της Ροής των Ανέμων του Χρόνου. Αισθάνεσαι τώρα την πραγματικότητα ν’ αλλάζει;” Ρώτησε ο Νουάμπι.
   Η Μπούρμα αφουγκράστηκε τη σαβάνα. Θροίσματα και ήχοι πλασμάτων και απόκοσμες πνοές ενώνονταν με το αχνό ρυθμικό ντζεμπέ του χρόνου, σαν σε μια προσευχή μυσταγωγικής  τελετουργίας.
   Ο ήλιος έλιωνε πάνω στα στρώματα της αχλής στον μακρινό ορίζοντα.
   Το έδαφος άχνιζε ακόμα, αναδίνοντας  πυρωμένο χώμα και ξερά τσουρουφλισμένα στάχυα.
   Ύστερα, κοίταξε την κοιλάδα. Κρυφές αισθήσεις χόρευαν κάτω απ’ τις συκομουριές,  πασχίζοντας ν’ αδράξουν τις άκρες από ξέπλεκα νήματα ιερών υποσχέσεων.
   Σκιές, παρασυρμένες από τις πρώτες βραδινές πνοές, είχαν αρχίσει να μπερδεύονται με το φως και τα χρώματα, απειλώντας να κάνουν δυσδιάκριτα τα μονοπάτια.
    “Ο ήλιος πέφτει” είπε η Μπούρμα. “Χρειάζομαι λίγο φως ακόμα”.
   Ο Νουάμπι έβαλε ένα βέλος στο τόξο του, τέντωσε τη χορδή μ’ όλη του τη δύναμη, σημάδεψε  κι άφησε.  Η σαϊτα πλήγωσε τον ήλιο, τον κάρφωσε στον ουρανό, κάνοντάς τον να αιμορραγεί. Στάλες από κόκκινο φως έσταξαν στα μαύρα, κουρασμένα μάτια της Μπούρμα.
   “Έτσι θα βλέπουμε καθαρά για λίγο ακόμα” είπε.
   Η Μπούρμα χαμογέλασε ικανοποιημένη. Έφερε στο νου της τα προφητικά λόγια του γέρο  Έμπουε, του θεραπευτή πατέρα της, κάποτε, στη γιορτή της γονιμότητας των κοριτσιών της φυλής:
   Θα σημαδέψει τον ήλιο ο τοξευτής, ο γητευτής των ανέμων. Και θα συρθεί ταπεινωμένος ο πεσμένος βασιλιάς, φωτίζοντας τα σκοτεινά μονοπάτια του Χρόνου.
   Ο περήφανος Νουάμπι είχε, μόλις πριν, σκύψει, αφήνοντας στα πόδια της τα συμβολικά δώρα του, δηλωτικά της προτίμησής του για την Μπούρμα: Μερικά κομμάτια λιαστό κρέας από γκνου τυλιγμένα σε φύλλα αρτόδεντρου, μια ξύλινη κούπα πολύτιμο λάδι μονγκόνγκο και ένα φυλαχτό από βαρύ μαόνι,  σκαλισμένο και βαμμένο από τα ίδια του τα χέρια: Κόκκινο για τον ήλιο, πορτοκαλί για το χώμα και πράσινο για τη ζωή. Η νεαρή καρδιά της είχε τρελά φτερουγίσει, σαν γαλάζιος ερωδιός μέσα στα μπαμπού, ευχαριστώντας νοερά τα πνεύματα των προγόνων.
   Τώρα, άκουγε τα πνεύματα αυτά να ψιθυρίζουν μέσα απ’ τις δαιδαλώδεις διαδρομές  των φωτεινών μονοπατιών που μπλέκονταν μεταξύ τους σ’ έναν χρωματιστό ίλιγγο, γλιστρώντας  μέσα στην κοιλάδα.
   Η φωνή του Έμπουε ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς τους ψιθύρους και επαναλάμβανε,  με διδακτικό στόμφο, τις παροιμίες που έλεγε όταν μάζευε γύρω του τα παιδιά της φυλής:
   Αν είσαι γαζέλα, πρέπει να τρέξεις γρήγορα για να επιβιώσεις από τους θηρευτές. Αν είσαι λιοντάρι πρέπει να τρέξεις πιο γρήγορα από κάποια γαζέλα, για  να μην πεθάνεις από την πείνα. Ό, τι κι αν είσαι, μόλις σηκωθεί ο ήλιος πάνω από την Αφρική, πρέπει ν’ αρχίσεις να τρέχεις.    
   Συνήθιζε να αποκαλεί τη Μπούρμα γαζέλα, επειδή έτρεχε σαν τον άνεμο. Μιλούσε συχνά και  για τα πνεύματα των προγόνων που ησύχαζαν στην Κοιλάδα.
   Αργά, την ώρα που κοιμίζει ο ήλιος τα χρώματα, ο παγιδευμένος στους κορμούς των δέντρων χρόνος βγαίνει μέσα απ’ των φύλλων τους στεναγμούς κι οδηγεί τα πνεύματα των προγόνων στα μονοπάτια της Κοιλάδας των Ανέμων. Έχε τότε ανοιχτές τις αισθήσεις, αν θέλεις ν’ ακούσεις τους ψιθύρους τους, ανάμεσα στους ήχους του δειλινού.
   Η Μπούρμα θυμόταν πως, όταν ήταν ακόμα παιδιά, τους προειδοποιούσε για την ταχύτητα των τσίταχ, την δύναμη των λιονταριών, την ευκινησία των λεοπαρδάλεων. Τους μιλούσε και για τους ανθρώπους – ύαινες, που ήταν πιο άγριοι από τους θηρευτές.        Ύπουλοι,  αιμοβόροι και άρπαγες.  Επιβουλεύονταν τη γη των Μανίνγκουα για τις Πέτρες που Γυαλίζουν στο Φως, που βρίσκονταν άφθονες κάτω από τα χώματά της και είχαν στο παρελθόν επιχειρήσει να τους εκδιώξουν από εκεί, με απειλές κατά της ζωής τους. Ευτυχώς, το μικρό χωριό, με τις χορταρένιες καλύβες, ήταν καλά προστατευμένο, με κρυφές παγίδες που αυστηρά και μόνο τα μέλη της φυλής ήξεραν τα σημάδια τους.
   Αλλά οι άνθρωποι - ύαινες κατάφεραν τελικά να κάνουν το φονικό τους πέρασμα. Ο Νουάμπι γυρνώντας από ένα σύντομο κυνήγι, είχε βρει τον Έμπουε καθισμένο στο χώμα, ακουμπισμένο στον κορμό κάποιου δέντρου, με γερμένο στον ώμο το κεφάλι του. Την Μπούρμα πεσμένη ανάμεσα στα απομεινάρια της καλύβας. Πορφυρά ρυάκια είχαν στεγνώσει πάνω στον γυαλιστερό έβενο του κορμιού της.  
   Οι χλιαρές ακόμα ψυχές των παιδιών των Μανίνγκουα πετάριζαν φοβισμένες πάνω από τ’ ακίνητα σώματά τους, τα σκορπισμένα στο ξεκληρισμένο χωριό.
   Μια κραυγή αγριμιού, από το στόμα  του Νουάμπι, έσκισε τη σαβάνα. Έψαξε με το βλέμμα του τριγύρω. Και τότε είδε τη φευγαλέα σιλουέτα του Μουντούρου να κινείται γρήγορα πίσω απ’ τις τελευταίες γκρεμισμένες καλύβες.
    Ανακάλεσε αστραπιαία στο νου του την εικόνα του Μουντούρου τη μέρα της γιορτής, μόλις ο Νουάμπι είχε αποθέσει τα δώρα του στα πόδια της Μπούρμα . Είχε σφίξει με λύσσα τις γροθιές του, αφήνοντας άθελα να του ξεφύγει ένα ουρλιαχτό πληγωμένου κτήνους. Όλοι είχαν γυρίσει να τον κοιτάξουν με οίκτο και αποστροφή. Ήταν γνωστό πως ο  Μουντούρου ήθελε μια μέρα να γίνει αρχηγός. Η Μπούρμα  θα ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα γι αυτόν τον σκοπό, αν είχε προλάβει να την διεκδικήσει πρώτος και να την κερδίσει. Τώρα όμως χανόταν αυτή η ευκαιρία. Και η αρχηγία φαινόταν πια πολύ δύσκολη. Γιατί, ο Μουντούρου έπρεπε πλέον να απευθύνει πρόκληση στον Νουάμπι. Και ήταν δυνατός, αλλά ήξερε πως δεν ήταν ανίκητος. Ήταν γρήγορος, αλλά όχι άπιαστος. Ήταν τολμηρός, αλλά όχι τόσο γενναίος.
    Ο Νουάμπι  είχε μόλις συλλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί.  Ο μοχθηρός Μουντούρου είχε πάρει εκδίκηση οδηγώντας τους επιδρομείς μέσα από τις κρυμμένες παγίδες. Του φώναξε να σταματήσει, ορμώντας πίσω του, μα εκείνος έτρεξε να ξεφύγει  πανικοβλημένος.
   Τα βέλη του Νουάμπι είχαν κάτι από το δηλητήριο της ανείπωτης οδύνης και της οργής του καθώς, πιο ορμητικά και βίαια από ποτέ, τρύπησαν τις σάρκες του Μουντούρου γκρεμίζοντάς τον με το πρόσωπο στο χώμα. Προσπερνώντας τον, είδε το ματωμένο πετράδι  που είχε κυλήσει από την ανοιχτή παλάμη του.
   Τρία μερόνυχτα τα βέλη του Νουάμπι προστάτευαν τον ίδιο και την Μπούρμα  μέχρι εκείνος να κουβαλήσει το αδύναμο κορμί της στην άλλη άκρη της σαβάνας.
   “Τη Μπούρμα , Νουάμπι. Σώσε τη ζωή της γαζέλας μας. Οδήγησέ την πίσω, μέσα από τα  μονοπάτια των Ανέμων του Χρόνου”.  Είχε ηχήσει η τελευταία πνοή του Έμπουε, καθώς το κεφάλι του έγερνε στο στήθος.
   Ο Νουάμπι είχε τώρα την έντονη αίσθηση πως ο Έμπουε τον κοίταζε πίσω από τους θάμνους της κοιλάδας, με το σκούρο του δέρμα να ενώνεται με το πρώτο σκοτάδι, το άσπρο του σοφό κεφάλι να κουνά μ’ ένα ανεπαίσθητο καταφατικό νεύμα, πίσω από τις φυλλωσιές. Αγκάλιασε το κορμί της Μπούρμα, ακουμπώντας το κεφάλι της στο στήθος του. 
   “Σας την έφερα ” είπε στις σκιές, “Δώστε της πίσω τις πνοές που της έκλεψαν”.  
   Ένα απαλό ρεύμα αέρα σάλεψε τα φυλλώματα, ανακάτωσε τις ψυχές, διάλυσε τους ψιθύρους.
   Η Μπούρμα κοίταξε τον Νουάμπι με τα μεγάλα, τρυφερά, λαμπερά μάτια της γαζέλας. Ύστερα ξεχύθηκε,  τρέχοντας σαν άνεμος  στα μονοπάτια  της κοιλάδας,  με τις οπλές της να τσαλαβουτούν στις λασπωμένες όχθες των νερόλακκων, αφήνοντας πίσω, γερμένο πάνω στα λευκορόδινα λουλούδια της ακακίας, ό, τι εμπόδιζε την ελευθερία της.
   Ο Νουάμπι ακολούθησε πίσω της, χωρίς να βιάζεται πια, κρατώντας σφιχτά, με πείσμα, στα χέρια του το φυλαχτό της. Κόκκινο για τον ήλιο, πορτοκαλί για το χώμα και πράσινο για τη ζωή.
   Η γέρικη ακακία, μακριά, ύψωνε τα κλαδιά της, ένα μοναχικό σημάδι μεταξύ της σαβάνας και της κοιλάδας, μεταξύ της γης και του φλεγόμενου ουρανού.
   Μέχρι Οι άνεμοι του χρόνου να σβήσουν τις τελευταίες φωτιές του ήλιου. Σκέφτηκε ο Νουάμπι.
   Βάδισε προς το βάθος της κοιλάδας. Από εκείνη τη μεριά είχε ήδη σκοτεινιάσει. Χρειαζόταν  λίγο φως, για να ακολουθήσει τα χνάρια της Μπούρμα. Γύρισε το βλέμμα του πίσω απ’ τον ώμο, ελέγχοντας την φαρέτρα του. Είχε ακόμα ένα τελευταίο βέλος, για το φεγγάρι.