Τρίτη 3 Μαΐου 2022

Κριτές και Άγγελοι



Ο θεός μας διατρέχει.. Το σύμπαν μας διατρέχει.

Το συλλέγουν οι αισθήσεις, το διηθίζουν μέσα μας, το επιστρέφουν μετά πίσω στο Μεγάλο Σύνολο, επεξεργασμένο, υποκειμενικό, προσωποποιημένο. Αθροίζουν εκδοχές στην απειρία των κόσμων.

Εικόνες ανάκατες χορεύουν στο αισθητηριακό φάσμα. Στην περιορισμένη μας αντίληψη για το φυσικό, πλέκονται με νήματα χρόνου και σχηματίζουν νησίδες τάξης μέσα στο χάος. Στροβίλους ονείρων.

Παρατηρείς, προσεγγίζεις, κατανοείς, επιλέγεις στάση, σχηματίζεις συνείδηση, αναπτύσσεις συναίσθημα… Επιδράς… Δημιουργείς την πραγματικότητά σου. Σε μια πορεία ανέλιξης. Σε μια αναζήτηση για το επόμενο πέρασμα.

Έτσι αλλάζει ουρανούς η Ύπαρξη.

Ανάμεσα στις φάσεις αυτής της πορείας, έρχονται οι Κριτές. Οι Κριτές ανοίγουν τις Πύλες, για τα περάσματα.

Εμφανίζονται με οποιαδήποτε αναπάντεχη μορφή.                                       

Έχεις συναντήσει κάμποσους, υποθέτω. Χωρίς καν να τους υποψιάζεσαι. Δίχως να τους έχεις αναγνωρίσει.                                        

Κριτής θα μπορούσε να είναι εκείνο το πεινασμένο μαύρο σκυλί, που ζητιανεύει λίγο φαγητό, κλαψουρίζοντας απεγνωσμένα, ή θα μπορούσε να είναι το μικρό, φοβισμένο, κοκκαλιάρικο πλάσμα σ’ εκείνη τη γωνιά, που εκλιπαρεί σιωπηλά ελεημοσύνη. Το χρώμα του δέρματός του είναι πιθανό να είναι κίτρινο, ροζ ή λευκό, όμως –συνήθως- είναι σκούρο.

Και, καλείσαι να δοκιμάσεις την επάρκεια των  αποθεμάτων της συνείδησης και του συναισθήματός σου. Της ηθικής σου. Τη δυνατότητά σου ν’ αλλάζεις. Να ακονίζεις την ψυχή σου. Να ανελίσσεσαι.          

Κριτής όμως, πάνω απ’ όλα, είναι  εκείνη η Αγάπη από παλιά, που δοκιμάζει την ιδέα και την πίστη σου στο σύμπαν, τη στιγμή που βυθίζει την κουρασμένη ματιά της στο πέλαγος της φθοράς και της λήθης των χαμένων χρόνων, αναζητώντας γνώριμα νησιά, να ναυαγήσει ξανά στις ακρογιαλιές τους.

Και, πρέπει να γίνεις νησί, όπως κάθε φορά.  

Θα ακουμπήσεις το γερμένο της κεφάλι στο στήθος σου, θα χαϊδέψεις απαλά τα μαλλιά της, θα σφίξεις στην αγκαλιά σου στοργικά το αδύναμο κορμί της, καθώς θα ψιθυρίζεις δυο λέξεις τρυφερές, γαλήνιες σαν εκείνη την αύρα κι εκείνο το λιόγερμα, που έφερναν τότε στα χείλια της τη γεύση της αλμύρας και στο βλέμμα της τα χρώματα του κόσμου.      

Κι όταν η Πύλη των Εκδοχών της Ύπαρξης θα έχει ανοίξει για εκείνη και θα τη δρασκελίζει περνώντας στον επόμενο ουρανό, όταν θα είναι πια μάταιο το φυσικό άγγιγμά σου και τα χρώματα τούτου του κόσμου ξεθωριάσουν, θα γίνει το δάκρυ σου σπονδή σε μνήμες ζωής.                                                     

Και οφείλεις να κάνεις τον τελικό, τον Υπέρτατο Οδυνηρό Απολογισμό σου και συνάμα, την πιο Ιερή Προσευχή σου. Να ορίσεις την καινούργια σου Συνείδηση.

Και θα ’ναι κι αυτή ένας Κριτής.

Ψυχή μου αγαπημένη…        

Η τελευταία της μενεξεδένια πνοή θα σκορπιστεί στ’ αστέρια. Κι εκείνη δεν θα είναι πια εδώ. Θα είναι παντού. Αόρατη, διάφανη, αιθερική.

Τα συντρίμμια ενός κόσμου που κατέρρευσε, τ’ απομεινάρια ενός ονείρου που τέλειωσε, θα μείνουν γύρω σου σαν ένα ζοφερό, αποσυντεθημένο τοπίο, ένα σύμπαν μη αποδεκτό, κενό από νόημα, θλιβερό κι αφόρητο.    

Κι εκείνη την ώρα, όλα όσα νόμιζες πως είχαν σημασία, θα χαθούν στο άπειρο, μαζί με τη θλίψη που συνοδεύει την ύπαρξη. Και τ’ αστέρια θα λάμψουν ανατροφοδοτημένα.

Και τότε, θα έλθουν οι Άγγελοι. Θα τους αναγνωρίσεις. Στις φωτογραφίες της.  Στις αναμνήσεις της χαριτωμένης ψυχής της.         

Και θα προσκυνήσεις το θεό σου, που μέχρι τώρα δεν είχε απόλυτο σχήμα.

«Είναι μικρή η αγάπη για ταξίδια στις θάλασσες των μπλε ματιών σου…»  

Αν σου αφιερώσουν ένα ποίημα, ζεις για πάντα.    

Στο είχα υποσχεθεί… 

                      …Άγγελέ μου και θεέ μου.

 

 


Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

                                                               Αφέντρα

Η άτρακτος του Arca Stellaris βυθίζεται σε μια απύθμενη θάλασσα από αστέρια.

Τα βλέφαρα της Ινεβίρ ανοίγουν, για άλλη μια φορά, ανάμεσα σε μια φανταχτερή ανατολή κι ένα πολύχρωμο δειλινό.

Ύστερα, η μνήμη της ξεδιπλώνει διαδοχικές καταγραφές. Η Ινεβίρ γλιστρά σε πλαγιές σπαρμένες με πολύχρωμες ανεμώνες. Ρουφά την αλμύρα από το νοτισμένο αέρα μιας ήρεμης ακρογιαλιάς. Σκιρτά σε κάποιο υγρό, ερωτικό φιλί.

Τον ξέρει καλά τούτο τον κύκλο.

Στο τελευταίο βλεφάρισμα, όπως πάντα, οι ουρανοί θα σκοτεινιάσουν, τα νερά θα γίνουν μαύρα. Ο χρόνος θα κρυφτεί σαν χλωμός ήλιος πίσω από άγνωστους, παγωμένους ορίζοντες.

 Η Ινεβίρ γνωρίζει πως θα ήταν παράνοια να ζει χωρίς αναμνήσεις. Ξέρει, μ’ έναν ασυνείδητο τρόπο, ότι ο νους της γεννιέται ξανά και ξανά, ριζώνοντας στο έδαφος ενός αβίωτου παρελθόντος, την ώρα που το κορμί της ταξιδεύει σε μια πορεία ανάμεσα από περαστικούς κομήτες και παγωμένα θραύσματα αστεροειδών, προς κάποιο απροσδιόριστο, άδηλο μέλλον.

 

Η καρίνα του Arca Stellaris οργώνει στάχτες -απομεινάρια αρχαίων ήλιων.

 

Η Ινεβίρ σαλεύει μουδιασμένη μέσα σ’ αυτή την κηρήθρα, πάνω σε τούτο το σκουριασμένο κουφάρι που κινείται σιωπηλό στην ατέλειωτη, χωρίς ξημέρωμα, νύχτα.

Οι ψίθυροι, μέσα σε τούτο το γερασμένο σκαρί, γεννιούνται και σβήνουν στο μοτίβο του υπόκωφου βόμβου των ανακυκλωτών ενέργειας, που δεν σταματά ποτέ. Είναι ένας θλιμμένος ρυθμός που αναδεύει το σκοτάδι, αποκαλύπτοντας σκιές που σαλεύουν μέσα στις σκιές, ανήσυχους παλμούς κρυμμένους σε βαριές ανάσες.

Η Ινεβίρ περνά δίπλα από σφραγισμένα με σκουριά φινιστρίνια και κηρήθρες με μισάνοιχτες τις μεταλλικές τους πόρτες, μαγκωμένες κι αυτές από την ίδια σκουριά. Χνώτα αμέτρητων καιρών, έχουν διαβρώσει τους μηχανισμούς τους. Ασθενικό, ψυχρό φως σκουντουφλά πάνω σε γυμνά κορμιά, στοιβαγμένα στη λήθη. Μίζερα όντα που δεν θυμούνται πια πως μια φορά λέγονταν άνθρωποι, βουλιάζουν σε θολά όνειρα, κουλουριάζονται αγκομαχώντας, με ξεφτισμένες τις αισθήσεις, σε ανολοκλήρωτες ηδονές. Φυλακισμένα ανάμεσα στην ύπαρξη  και στην ανυπαρξία, στην υπόσχεση και στη ματαιότητα.

 Η Ινεβίρ κουβαλά τις δικές τους μνήμες.

Η Ινεβίρ είναι φορτωμένη με ζωές που δεν της ανήκουν. Αλλά μέσα από αυτές έχει το προνόμιο να συνθέτει τη δική της, επιλέγοντας τις πιο εξωτικές, τις πιο συναρπαστικές, τις πιο όμορφες εικόνες πριν το οδυνηρό τέλος.

Διαλέγει εκείνες τις ήμερες στιγμές με τη δροσερή βροχή να λούζει τα μαλλιά της, μέσα σε δάση από δρυς, πλατάνια και καρυδιές. Εξερευνά ολόλευκα τραχιά τοπία, αφήνοντας τα χνάρια της σε χιόνια που σκεπάζουν έλατα και γρανιτένιες κορφές. Ταξιδεύει με μανιασμένους αέρηδες σ’ αγριεμένα πέλαγα. Γαληνεύει στους λαγαρούς ήχους ενός φλάουτου, δίπλα σε φωτιές νομάδων, βραδιές μ’ ολόγιομα φεγγάρια, στη μέση της ερήμου. Και τελειώνει τις νύχτες της γερμένη στην αγκαλιά του βεδουίνου με το φλάουτο, με τα χείλια του ν’ αφήνουν γεύση μελιού από γλυκούς χουρμάδες πάνω στα δικά της.

 Απόψε θα έλθει ο επικονιαστής.

“Ινεβίρ, μικρό μου αστέρι, νυχτολούλουδο, έρωτά μου” θα ψιθυρίσει ανάμεσα απ’ τους γλυκούς σπασμούς του πάθους του. Και το ξημέρωμα θα γεννηθούν καινούργιοι κόσμοι.

Κάθε ανθρώπινο πλάσμα σ’ αυτό το σύμπαν, τη στιγμή που γεννιέται, παίρνει το κομμάτι του κόσμου που του αναλογεί: Έναν πλανήτη του νερού, έναν ήλιο θερμό, μια μητέρα, μια μοναξιά.

Όπως κάθε φορά, οι Πύλες θα ανοίξουν για την έξοδο και μετά θα σφραγίσουν αμετάκλητα. Μια πύρινη ρομφαία θα φυλά άγρυπνα τα  μονοπάτια του χρόνου. Η Ινεβίρ πρέπει να επιλέξει αλάνθαστα την κατάλληλη Στιγμή. Τον κατάλληλο Τόπο. Το όνομα της καινούργιας γενέτειρας θα συμβολίζει τον Αιώνιο Κύκλο και θα ταυτίζεται με το υλικό και την ουσία της ύπαρξης: Γαία.

Οι εκδοχές που θα ζυμωθούν πάνω της, θα ’ναι τραχιά όμορφες, σκληρά συναρπαστικές,  θα πάλλονται, θα παίρνουν σχήμα και υπόσταση ανάμεσα στην εκστατική διέγερση και στην αφόρητη οδύνη.

 Η Ινεβίρ τον ξέρει καλά τούτο τον κύκλο.

Στο τελευταίο βλεφάρισμα, όπως πάντα, οι ουρανοί θα σκοτεινιάσουν, τα νερά θα γίνουν μαύρα. Ο χρόνος θα κρυφτεί σαν χλωμός ήλιος πίσω από άγνωστους, παγωμένους ορίζοντες. Γιατί, αυτή είναι η νομοτελειακή κατάληξη του έργου των ανθρώπων.

 

Στα παγωμένα απέραντα τοπία του σύμπαντος, ανάμεσα από τις εκρήξεις και τις καυτές σπορές της Αέναης Γένεσης, μια νέα κιβωτός θα ξεκινήσει τότε την πορεία για άλλους προορισμούς.

Κι εκείνη, η Ινεβίρ, η Άχρονη, η Πρώτη Μητέρα, η Αφέντρα των Κόσμων, θα μαζέψει τις αναμνήσεις, θα διατηρήσει σπέρματα από ζωές, που θα αγνοούν το παρελθόν τους, μέσα σ’ αυτή την κιβωτό και θα ξεκινήσει πάλι την αναζήτηση μιας νέας Γης για να φυτέψει τον κήπο της… 

 

 

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Συμμορφοτροπία

“Ο άνθρωπος είναι μικρογραφία του κόσμου” (Δημόκριτος)

“Τίποτα δεν αποκλείει να υπάρχουν άπειροι κόσμοι, είτε όμοιοι με τον δικό μας, είτε διαφορετικοί” (Επίκουρος)



Η Εράορα χαμηλώνει τα μάτια της και σκύβει ελαφρά το κεφάλι για να δεχτεί το καλωσόρισμα.
“Ο άνθρωπος είναι μικρογραφία του κόσμου. Μέσα του είναι οι τροχιές και οι δυνάμεις. Το φως και το σκοτάδι. Η παλλόμενη ενέργεια και το παγωμένο κενό” λέει η Άστρια. Η φωνή της είναι απαλή, σταθερή, καθαρή. Και το άγγιγμα του χεριού της στα πορφυρά μαλλιά της Εράορα, πολύ περισσότερο από μια ζεστή επαφή υποδοχής. Είναι ένα γλυκό, τρυφερό χάδι αναγνώρισης και αποδοχής. Είναι η υπέρτατη τιμητική έγκριση ενσωμάτωσης στους Εσωτερικούς.

Κοιτάζω με λατρεία την Εράορα. Η μορφή της, από τους καιρούς που θητεύαμε μαζί στην ομάδα των Εξωτερικών του Ομακοείου, σηκώνει  κύματα πόθου  μέσα μου.
Μπορώ να δω ανέμους στα μαλλιά της, θάλασσες βαθιές στο βλέμμα της, ανακατωμένους ουρανούς πίσω απ’ τις κρυφές της σκέψεις. Λουλούδια με άλικες αποχρώσεις στα χείλια της. Κι άστρα αχνά να αναρριγούν, σε κάθε της ανάσα. Είναι ένα κομμάτι του σύμπαντος που θα ‘θελα να ενωθώ μαζί του. 

Είναι τώρα η σειρά μου, για το δικό μου τελετουργικό αποχώρησης.
Η τελευταία μυσταγωγία.
Γονατίζω με σεβασμό μπροστά στην Άστρια. Χωρίς υποταγή ή δέος, αυτή είναι η επιθυμία της. Το σωστό είναι, αφού εκείνη είναι καθιστή, να έλθουν τα βλέμματά μας στο ίδιο ύψος, αντιμέτωπα. Όχι αντιπαραθετικά, αλλά σε θέση επικοινωνίας, αμφίπλευρης μετάδοσης, ανταλλαγής. “Δάσκαλος και μαθητής, στο τέλος της Μύησης, είναι συλλειτουργά τμήματα της  ίδιας Συνείδησης”.

Απομένει μόνο η τελική της απόφανση. Ο ‘χρησμός’.

Η Άστρια ακουμπά τα γέρικα δάχτυλά της στον ώμο μου και φέρνει το πρόσωπό της δίπλα στο αυτί μου. Η θερμή - σαν άνεμος στους αμμόλοφους - ανάσα της αποπνέει την ευωδιά των ανθισμένων θάμνων και οι λέξεις της στάζουν  το συμπυκνωμένο απόσταγμα όλων των χρόνων της Μύησης στα τραχιά, ερημικά τοπία της Αράϊας.
Κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει τα λόγια της. Είναι ο προσωπικός μου γρίφος. Και, ταυτόχρονα, ο μοναδικός μου χάρτης στο άγνωστο.

“ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣ ΘΑ ΔΩΣΕΙΣ ΜΑΧΗ ΘΑ ΥΠΟΚΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΕΙΣ ΘΑ ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΕΙΡΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΠΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ”, ψιθυρίζει.


***

“Μπορείς μόνο να πας στις Χρονοτριβές. Δεν μπορείς να γυρίσεις” μου λέει ήρεμα ο Νέντου, ο γερο-διεκπεραιωτής με τα γκρίζα γένια και τα μακριά μαλλιά, καθώς, κάνοντάς μου ευγενικά παρέα στο χώρο αναμονής του μικρού, έρημου συμπλέγματος διαμετακόμισης και μεταγωγών, καίει το λαιμό του με δυνατό οινόπνευμα.
‘Είμαι εδώ ακριβώς γι αυτό, διάολε’, σκέφτομαι. Όταν αποβιβάστηκα στη Γκανζίρ, στις παρυφές του βραχίονα του Περσέα, σαράντα τρία κόμμα ενενήντα επτά έτη φωτός από τον Έρεχθο και τις Χρονοτριβές, αυτό ασφαλώς το γνώριζα πολύ καλά και το να ταξιδέψω μέχρι εδώ ήταν συνειδητή επιλογή μου.

Πίνω κι εγώ με απανωτές, γρήγορες γουλιές το δικό μου ποτό. Θέλω να ζεσταθώ και να χαλαρώσω, να ζαλιστώ και να κοιμηθώ. Θα μου ήταν αφόρητο να περάσω σε κατάσταση διέγερσης τις δεκαεννιά περίπου ώρες ακόμα, μέχρι τη στιγμή της Πολλαπλής Συζυγίας και την έναρξη της Διαδικασίας Συντονισμού.

Ανασκαλεύω τη μουδιασμένη μου μνήμη, με την αίσθηση ότι στο βάθος της υπάρχουν καταχωνιασμένες παλιότερες καταγραφές σχετικές με τ’ όνομά του, αδυνατώ όμως να ανασύρω κάτι ξεκάθαρο.
“Νέντου, σημαίνει κάτι  αυτό το όνομα;” τον ρωτώ τελικά.
“Είναι σκωπτικό προσωνύμιο, έχει να κάνει με τις τωρινές μου αρμοδιότητες” μου εξηγεί, μ’ ένα μάλλον πικρό, αυτοσαρκαστικό χαμόγελο. “Ένας συμβολισμός που ταιριάζει, υποτίθεται,  στις περιστάσεις. Προέρχεται από τη μυθολογία και τις θρησκευτικές δοξασίες των Σουμέριων, ενός αρχαίου πολιτισμού της εποχής Πριν-Την-Αποίκηση και αναφέρεται στον φύλακα της έβδομης και τελευταίας Πύλης για τη Γη χωρίς επιστροφή, που υπονοεί τον Κάτω Κόσμο. Γκανζίρ ήταν η ονομασία της συγκεκριμένης Πύλης σ’ αυτό το λατρευτικό σύστημα. Αντιλαμβάνεσαι τώρα τον συμβολισμό;”
Γνέφω καταφατικά, ενώ μια αυτόματη, εσωτερική λειτουργία αυτοσυντήρησης,  αναζωπυρωμένη από τα λόγια του και αγνοώντας τη λογική μου, μου προκαλεί ελαφρά σκιρτήματα αναστάτωσης.

Στην ανοιχτή εστία, στο κέντρο του πατώματος κάτω από τον διάφανο ημισφαιρικό θόλο, γλώσσες φωτιάς χαϊδεύουν τα ξύλα νωχελικά και, στις αναλαμπές τους, σκιές μελαγχολίας τρεμοπαίζουν στις ρυτίδες των ματιών του. Το έχω ξαναδεί  τούτο το πρόσωπο, μα δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πού. Την έχω αντικρύσει ξανά κατάματα αυτή τη θλίψη. 

Το μεγαλόσωμο αιλουροειδές με το γκρίζο στιλπνό τρίχωμα που είναι ξαπλωμένο στα πόδια του, δίπλα στη φωτιά, τεντώνει τους ατσάλινους μύες του. Πυκνώματα της έντονης βιο-ηλεκτρικής ενέργειας που αγκαλιάζει σαν πλέγμα το κορμί του, ορατά με τη μορφή σπινθήρων σε φωτεινές τροχιές, κυρίως γύρω από το ρύγχος και τα γαμψά του νύχια, εκτονώνονται με άηχες μικρο-εκκενώσεις. Η εικόνα του μοιάζει να ξεπηδά μέσα από αλλόκοτες, παράλληλες πραγματικότητες. Χασμουριέται ράθυμα και βρυχάται κατά διαστήματα, επιδεικνύοντας τους τεράστιους, σουβλερούς του κυνόδοντες, υπενθυμίζοντας έτσι εμφατικά τη λανθάνουσα πλευρά της φύσης του, τα τιθασευμένα άγρια ένστικτά του. Η παραμικρή κίνησή μας καταγράφεται άγρυπνα από  τις διεσταλμένες του κόρες. Τα είδωλά μας καθρεφτίζονται στις ίριδες από πράσινο φώσφορο. Όταν ο Νέντου το κοιτά μέσα στα μάτια, αποστρέφει υποταγμένα το βλέμμα του, γρυλλίζοντας υπόκωφα.

“Οι Χρονοτριβές διψούν για ψυχές, Άϊασινθ, σε αφομοιώνουν. Το να πας εκεί κάτω, είναι ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή” συμπληρώνει ο Νέντου ψιθυριστά και ο τόνος της φωνής του είναι τώρα σχεδόν μυστηριακός. “Αν προσπαθήσεις να φύγεις, σ’ αρπάζουν οι δαίμονες του χρόνου”.

Σωπαίνει. Σκουπίζει σκεφτικός τον θαμπωμένο γυάλινο τοίχο με την παλάμη του και αφήνει το βλέμμα του να περιπλανηθεί έξω: Αραιό χιονόνερο, αχνά φεγγοβολήματα από τις φωτιές στους διπλανούς θόλους και στις Συγχρονικές Πυραμίδες, λάσπες και παγωνιά. Κι ελάχιστες, αμυδρές σκιές που σαλεύουν, πίσω από τοίχους διάφανης σιωπής. Είναι οι ώρες που σκοτεινιάζει, ο ουρανός κυλιέται πηχτός πάνω  στις κοντινές χιονισμένες κορφές και, στη Γκανζίρ, η απομόνωση και η μοναξιά παίρνουν σιγά – σιγά το μελαγχολικό χρώμα της νύχτας που έρχεται.

“Αλλά, πάλι” ολοκληρώνει τον συλλογισμό του, “δεν είμαι σίγουρος πως πρέπει να  σε συμβουλεύσω να μην πας. Κι ίσως το πραγματικό ερώτημα να είναι άλλο, τελικά: Μπορείς να αναιρέσεις την απόφασή σου; Μπορείς να γυρίσεις πίσω στις Αποικίες ή στην Αράϊα; Μπορείς να αποφύγεις τον Έρεχθο και τις Χρονοτριβές;”

Τον ακούω με προσήλωση, αποφεύγοντας να παρεμβάλλομαι στον ενδιαφέροντα μονόλογό του, που εκτονώνει την πρόδηλη ανάγκη του για επαφή και επικοινωνία και, ταυτόχρονα, την συμπάθειά του και την απρόσμενα ζεστή του φιλικότητα.

“Όχι, Νέντου” του απαντώ λακωνικά, “δεν μπορώ. Έχω αποστολή, έχω χρέος”.
“Η αποστολή είναι, συνήθως, εντεταλμένη υπηρεσία, υποχρεωτικό καθήκον, μερικές φορές ίσως και εξαναγκασμός” μου λέει, “δεν συνδέεται απαραίτητα με ελεύθερη προσωπική επιλογή. Το ηθικό χρέος, όμως, το ορίζει η συνείδησή μας. Και, ασφαλώς, κανείς δεν μπορεί να υπερβεί τη συνείδησή του”. Το βλέμμα του μου απευθύνεται επίμονα ερωτηματικό.
“Η αποστολή μου είναι ταυτόχρονα και συνειδησιακό χρέος” του εξηγώ, “είμαι Κοσμο-Πυθαγόρειος”.

Γνωρίζει ότι αυτό σημαίνει πως επιθυμία, επιδίωξη και καθήκον μου είναι η αναζήτηση της Αρμονίας με το σύμπαν, η επίτευξη της Ανθρωπο-κοσμικής Ενότητας, μέσα από τη σύνθεση των ατομικών συχνοτήτων και την πλήρη ενσωμάτωσή τους, ως μαθηματικών αναλογιών της φυσικής τάξης, στην ουσία του απείρου. Ετοιμάζομαι λοιπόν να υπερασπιστώ τη φιλοσοφία πίσω απ’ όλα αυτά, αν χρειαστεί, αλλά δεν μου το ζητά.
“Για σένα, λοιπόν, η Συμμορφοτροπία δεν είναι ούτε καταναγκασμός, ούτε ενθουσιώδης παρόρμηση ή ιδεοληπτική εμμονή, αλλά φιλοσοφημένη απόφαση” λέει μόνο.
“Η Συμμορφοτροπία είναι επίσης το συμφωνημένο σημείο συνάντησης με αγαπημένα πρόσωπα” συμπληρώνω, προσθέτοντας και τον συναισθηματικό παράγοντα.  
Σκέφτομαι πως τούτος ο τελευταίος λόγος θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σχολίων από μέρους του, να χαρακτηριστεί γραφικός. Αλλά δεν αντιδρά αρνητικά. Αντίθετα, οι γραμμές του προσώπου του συσπώνται ελαφρά, σε μια έκφραση που την  μεταφράζω σαν ανεξήγητη, κρυφή ικανοποίηση.

Σκύβει και χαϊδεύει το κεφάλι του αίλουρου. Εκείνος γλύφει το χέρι του.
“Ο Άρπαξ. Εξώμορφος από τον Έρεχθο” λέει, σαν να μου τον συστήνει. “Το δικό μου κτήνος”.
“Ώστε, έχεις πάει στον Έρεχθο” λέω με έκπληξη.
“Φάνταζε και στα δικά μου μάτια συναρπαστικό το να χαθώ στο μεγάλο χωνευτήρι των υπάρξεων. Εκεί που ταυτίζονται οι μορφές, συνδέονται οι ψυχές κι αθροίζονται οι νοήσεις.”
“Και πώς είσαι εδώ… πώς ξέφυγες τελικά από τις Χρονοτριβές;” Τον ρωτώ.
“Δεν ξέφυγα ποτέ, Άϊασινθ ” μου απαντά, κουνώντας το κεφάλι. “Όταν η αστρική παλίρροια της Μεγάλης Συζυγίας σε αποθέσει στον Έρεχθο, ανήκεις πλέον αμετάκλητα σ’ εκείνον. Ο Έρεχθος είναι κτητικός και ζηλότυπος με τους επισκέπτες του. Με τον ίδιο τρόπο θα συμπεριφερθεί και σε σένα. Θα σε κομματιάσει, θα σε αποσυνθέσει, θα σε αναλύσει, θα γευτεί το είναι σου. Όμως, θα σε φτύσει πίσω και δεν θα σε ενσωματώσει στη Συμμορφοτροπία, αν δεν είσαι έτοιμος ακόμα. Θα σε απορρίψει προσωρινά και θα σε εξοστρακίσει, αλλά οι Χρονοτριβές θα σε κρατήσουν αιχμάλωτο, όπως εμένα, παγιδευμένο μέσα στην εμβέλειά τους, μέχρι τελικά να ωριμάσεις”.
“Κι εσύ, δεν ήσουν ώριμος;” απορώ.

Μου δείχνει σημάδια από παλιές πληγές στα χέρια και το λαιμό του.
“Όχι πως δεν ήθελα να πάω εκεί” απαντά, “απλά, φέρθηκα ανόητα. Η ψυχή μου δεν είχε ακολουθήσει. Και, στον Έρεχθο, δεν πας χωρίς αυτή”. Σταματά για λίγα δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας στο κενό σκεφτικός. “Ήμουν μόνο τολμηρός και περίεργος” συνεχίζει. “Είχα όμως αφήσει πίσω μου τα ισχυρότερα κίνητρα. Η έλξη  που ασκούσε επάνω μου  η συνένωση με το άγνωστο, δεν υπερέβαινε τελικά τη συναισθηματική μου προσκόλληση στον κόσμο που επιχειρούσα να εγκαταλείψω. Κι όταν ήλθε η κρίσιμη στιγμή, ταλαντεύτηκα. Ήταν η ώρα της πάλης με το θεριό”. Μου δείχνει τον εξώμορφο. “Η πάλη με τον ίδιο μου τον εαυτό”.
‘Η πάλη με τον ίδιο μου τον εαυτό’ αντηχεί στη σκέψη μου. Αυτό θυμίζει απώτερο παρελθόν.


***

Ο Μίρτας, ο φύλακας-φρουρός, με συγκρατεί πιάνοντας τον ώμο μου και φέρνει το δείκτη του στα χείλια. “Σσστ” μου κάνει καθώς ακούει τον βαρύ βηματισμό του κυνηγού να πλησιάζει απειλητικά στα κρησφύγετα. Μου χαϊδεύει το κεφάλι και μου κάνει νόημα να σκύψω και να κρυφτώ πίσω από τα βράχια. Συμμορφώνομαι σφίγγοντας στην αγκαλιά μου τον μικρούλη, παιχνιδιάρη κυνέλαφο, που μου γλύφει το λαιμό πιστεύοντας ότι συνεχίζουμε το παιχνίδι. 
“Πώς διάολο βρέθηκε τούτο το κτήνος σ’ αυτόν τον τόπο; Αν έλθει προς τα εδώ, συγχώρα με Άϊασινθ, δεν έχω άλλη επιλογή” λέει σιγανά ο Μίρτας, “θα πρέπει να κάνω το καθήκον μου”.
Νομίζω πως καταλαβαίνω για ποιο ενδεχόμενο με προειδοποιεί.

Είμαι παιδί κι ο χρόνος απλώνεται απέραντος ανάμεσα από κάθε μου βλεφάρισμα, φορτωμένος ένταση, νέες εκστατικές εικόνες και έξαψη, γεμάτος από καινούργιες θαυμαστές πληροφορίες, που ανανεώνουν διαρκώς τους συμβολισμούς και αναδημιουργούν τους συσχετισμούς στα λευκά τοπία του μυαλού μου. Ο Μίρτας, βέβαια, είναι ήδη για μένα το ισχυρό πρότυπο του ήρωα μαχητή, του έμπιστου προστάτη. Ονειρεύομαι να γίνω κι εγώ κάποτε ένας γενναίος υπερασπιστής, όπως εκείνος. Τον βλέπω να κρύβεται αθόρυβα πίσω από το διπλανό βράχο.

Τα βήματα του κυνηγού στα χαλίκια σταματούν. Κοντοστέκεται. Προφανώς αφουγκράζεται και επισκοπεί… Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Κρατώ την ανάσα μου. Ακούγεται να ξεκινά πάλι, αλλά, αυτή τη φορά, τα βήματα απομακρύνονται.
Τα μεταλλικά κροταλίσματα, που συνοδεύουν κάθε του κίνηση, διεγείρουν την περιέργεια του μικρού μου κυνέλαφου, που ξεπροβάλλει τη μουσούδα του να δει. Στη θέα του ξένου, γρυλλίζει φιλικά και κουνά την ουρά του. Τινάζεται και ξεφεύγει από την αγκαλιά μου, τρέχοντας αδέξια προς το μέρος του. Παγώνω…
Ο κυνηγός ακούγεται να σταματά.
“Σκατόζωο” ψελλίζει με βραχνή φωνή σε άγριους τόνους, τρίζοντας τα δόντια του, “εσύ είσαι που σκούζεις και μ’ έκανες να νομίσω πως…” 
Ακούω δυο… τρεις… τέσσερεις απανωτές, ξερές βολές από τοξόσπαθο.
Κρυφοκοιτάζω πίσω από το βράχο, τρομαγμένος και αναστατωμένος.
Το σώμα του άτυχου ζώου κείτεται στο χώμα.  Ένα κύμα αίματος, που αναβλύζει από το στόμα του, πνίγει τον αδύναμο τελευταίο του λαρυγγισμό.
Ο κυνηγός έχει στρέψει τα νώτα του για να φύγει, ψυχρά αδιάφορος.
Μια πρωτόγνωρη κατάσταση αγωνίας και σύγχυσης με κυριεύει. Βγαίνω από το βράχο τρέμοντας από το σοκ, τρέχω προς τα εκεί. Γονατίζω και παίρνω στα χέρια μου τον μικρό κυνέλαφο. Στα ανοιχτά του μάτια έχει παγώσει ένα έκπληκτο παράπονο. Τα δικά μου μάτια θολώνουν από δάκρυα απόγνωσης. 

“Ώστε, λοιπόν… Βρωμόπαιδο…” λέει ο κυνηγός ακούγοντάς με και γυρνώντας, “θα βάλω τελικά τις πρώτες δέκα μονάδες για σήμερα στο λογαριασμό μου”.

Με πλησιάζει με γοργά βήματα και ακουμπά το τοξόσπαθο στο κεφάλι μου.

Δεν έχει φυσικά υπολογίσει όλους τους παράγοντες. Η αμφίβολη νοημοσύνη του δεν αναρωτιέται πώς βρέθηκε ένα μικρό παιδί μόνο του στις δύσβατες ερημιές. Άλλωστε, στην κυνηγετική του λίστα συμπεριλαμβάνονται εξ’ ίσου επικηρυγμένοι ενήλικες και παιδιά. Κι η αλαζονεία του, που εκπορεύεται από την οπλική του ισχύ, κάνει περιττή κάθε προφύλαξη.
Έτσι, είναι για εκείνον αναπάντεχο και αιφνιδιαστικό που ο Μίρτας πετιέται από τα βράχια. Και είναι πλέον αργά όταν καταλαβαίνει το ολέθριο λάθος του, τη στιγμή που, καθηλωμένος με το πρόσωπο στο χώμα, αισθάνεται την κρύα λεπίδα του να πιέζει θανάσιμα την καρωτίδα του.
Είναι τεράστιο το βάρος που έχω ήδη νιώσει, απύθμενη η αναστάτωση στη θωριά του πόνου και του βίαιου θανάτου. Στην αθώα παιδική μου ψυχή η προσωπική οδύνη δεν έχει ακόμα μετασχηματιστεί σε αντίδραση μίσους και επιθυμία αντεκδίκησης. Το αίμα, προστίθεται στο αίμα. Κάθε βίαιος θάνατος με κλονίζει στον ίδιο βαθμό, ανεξάρτητα από το ποιος  είναι το θύμα. 
“Μη, Μίρτας, μη…” ουρλιάζω μέσα σε πλήρη πανικό, καθώς, μόλις τώρα, αντιλαμβάνομαι ακριβώς γιατί μου ζητούσε προκαταβολικά συγγνώμη, προηγουμένως.

Ο Μίρτας ελέγχει το θυμό του και χαλαρώνει την πίεση της λεπίδας, χωρίς να αφήνει όμως περιθώρια κίνησης στον κυνηγό.
“Για σένα, μικρέ” μου λέει. “Όμως, έτσι, θα υποχρεωθούμε να αναζητήσουμε άλλο καταφύγιο”.

Τον δένει με τρόπο που να μπορεί να απελευθερωθεί μόνος του αργότερα.
“Θα του πάρει μια μέρα τουλάχιστον να τα καταφέρει. Ωστόσο θα είμαστε μακριά κι εκείνος, άοπλος, θα υποχρεωθεί να επιστρέψει από κει που ήλθε” μου εξηγεί ο Μίρτας.
Νιώθω υπεύθυνος για τη δυσκολία, δακρύζω και του ζητώ συγγνώμη. “Δεν θα γίνω ποτέ ένας ατρόμητος μαχητής σαν κι εσένα” προσθέτω απογοητευμένος.
Χαμογελά μεγαλόθυμα. Σκύβει και κλείνει με αβρότητα στις παλάμες του το πρόσωπό μου. Ύστερα μου λέει ήρεμα, κοιτώντας με στα μάτια:

“Όποια μάχη κι αν έχεις νικήσει Άϊασινθ, όποιον πόλεμο κι αν έχεις κερδίσει, επιστρέφεις σκυφτός, με τους ώμους σου να βαραίνουν απ’ τις χαμένες ζωές κι από το αίμα. Μα τούτες οι καθάριες, κρυστάλλινες σταγόνες στα μάγουλά σου, είναι πολύτιμα πετράδια - λάφυρα από μια νίκη που δεν κέρδισες ταπεινώνοντας κάποιον αντίπαλο, εξοντώνοντας κάποιον εχθρό. Είναι το πιο μεγάλο κέρδος από την πάλη της ύπαρξης με το σκοτεινό εαυτό της, και την επικράτηση της συνείδησης και των συναισθημάτων”.


***

Υπάρχει μια προφανής αναντιστοιχία ανάμεσα στο ολοζώντανο κτήνος που ακτινοβολεί καθώς ζεσταίνει τις μυϊκές του ομάδες στη φωτιά, και στις ασαφείς, αινιγματικές περιγραφές που είχα ακούσει για τα πλάσματα του Έρεχθου. Περιγραφές που παρέπεμπαν σε άυλες οντότητες και φασματικές υποστάσεις, ανατροφοδοτημένες από το υποσυνείδητο.
“Νόμιζα ότι οι οντότητες του Έρεχθου δεν ήταν παρά μόνο συμβολισμοί, ή, το πολύ, σκεπτομορφές, ονειρικές προβολές του υποσυνείδητου” λέω στον Νέντου.
“Από μια άποψη, είναι όντως εκδηλώσεις του νου μας. Στην πραγματικότητα,  αποτελούν εκδοχές του εαυτού μας, παράδοξες ετερομορφίες σε σώματα δανεικά” μου λέει, “τόσο πραγματικές, πάντως, όσο βλέπεις”.
“Εκδοχές του εαυτού μας; Πώς γίνεται αυτό;”
“Το Σύμπαν αισθάνεται, Άϊασινθ. Μπορεί ν’ ακούσει τη μουσική της ψυχής σου. Η αύρα σου αποκαλύπτει τον εαυτό σου στους δέκτες που διαθέτουν το κατάλληλο αισθητήριο.”
“Κι είναι ο Έρεχθος ένας τέτοιος δέκτης;”
“Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Οι ενεργειακές του οντότητες έχουν αυτήν την ευαισθησία. Ανιχνεύουν και προσλαμβάνουν τα πρωτογενή μας ένστικτα, το δισταγμό, την αναστάτωση και τους φόβους μας για τη Συμμορφοτροπία – καθώς πλησιάζουμε σ’ αυτήν - και τα εκδηλώνουν στη μορφή και στη συμπεριφορά τους, υλοποιώντας έτσι τους άλλους μας εαυτούς: Τους ‘δαίμονες’ της εσωτερικής αντίφασης και της δυαδικότητας”.  
“Και… πώς είναι δυνατόν ο εξώμορφος που πάλεψες άγρια μαζί του, τώρα να…” Κομπιάζω, κοιτάζοντας αμήχανα τον Άρπαγα. Η απορία μου δεν χρειάζεται να ολοκληρωθεί φραστικά, για να γίνει κατανοητή.
“Έχουν περάσει σαράντα τέσσερα χρόνια από τότε, θα με συνοδεύει και θα με επιτηρεί μέχρι την επιστροφή μου” λέει χαμογελώντας, “είμαστε αχώριστοι φίλοι πια”.

Τα λόγια του γεννούν στο μυαλό μου συνειρμούς σχετικούς με την ερμηνεία του χρησμού της Άστρια και ενισχύουν μια πρώιμη ανησυχία για την δυσκολία της  παράδοσης και της ένταξής μου στο Σύνολο.  
‘ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙΣ ΘΑ ΔΩΣΕΙΣ ΜΑΧΗ…’
Ο εξώμορφος ανοίγει τα σαγόνια του μ’ έναν βροντερό μυκηθμό.
‘ΘΑ ΥΠΟΚΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΕΙΣ…’


***

“Έχεις κάνει ποτέ βαρκάδα στους υδρανθόκηπους της Τρίονθαλ;” Με ρωτά η Άστρια. “Ω, είναι απερίγραπτη εμπειρία. Κάθε συστάδα λουλουδιών ανάμεσα στη βλάστηση των βράχων, που αναδύονται μέσα απ’ το νερό, αποτελεί μια ιδιαίτερη χρωματική και αρωματική σύνθεση, σχεδιασμένη από μια απίστευτη, μοναδική φυσική επιλογή. Ανάμεσα  στις υδάτινες διαδρομές, λεπτά πέπλα υγρασίας κουβαλούν στον αέρα τις αιθέριες μυρωδιές αυτών των ξεχωριστών μπουκέτων, μεθώντας τις αισθήσεις.

Αλλά η υπέρτατη μέθη έρχεται την ώρα που προσπερνάς τις νησίδες των ανθισμένων κάκτων. Ένα έντονο κύμα ευφορίας σε κατακλύζει, μια οξυμένη αισθητηριακή αντίληψη σε εισάγει σε πρωτόγνωρες συναισθητικές εμπειρίες. Υπάρχουν, βλέπεις, κάποια ξεχωριστά είδη κάκτων ‘πεγιότ’, ανάμεσα στους άλλους κάκτους, που απελευθερώνουν, με κάποιον τρόπο, πυκνούς ατμούς πτητικών παράγωγων μεσκαλίνης στην ατμόσφαιρα, οι οποίοι απορροφούνται ταχύτατα από τον ρινικό βλεννογόνο, αιχμαλωτίζοντάς σε μέσα σε μια παραίσθηση, σε μια μεταβαλλόμενη κατάσταση συνείδησης. Όλες αυτές οι εξωτικές μυρωδιές και οι ουσίες σε ταξιδεύουν σαν παραισθησιογόνα, σε ‘κολασμένους’ παράδεισους.

Υπάρχουν λοιπόν εγκόσμιες Εδέμ, Άϊασινθ, καλά κρυμμένα προνόμια της νομενκλατούρας. Είχα την τύχη να τις ζήσω από κοντά, λίγο πριν αποσυρθώ στην Αράϊα. Είχα βρεθεί τότε εκεί σαν μέλος μιας μικρής ομάδας επιστημονικών συμβούλων, μαζί με όλο τον συρφετό της συνοδείας της αυτού Μεγαλειότητας του Μάγιστρου και Πρωτεξούσιου Αποικιάρχη· τους κτηνώδεις φρουρούς, τους δουλικούς παρατρεχάμενους και τους γλοιώδεις αυλικούς του. Ο δικός μας παράδεισος δεν χωρά πάντως στρεβλές ψυχοσυνθέσεις σαν τις δικές τους, γι αυτό θα ‘ναι ασύγκριτα ανώτερος”.  

Η Άστρια σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και κρεμά στο λαιμό μου ένα μεγάλο δερμάτινο σακούλι, σφιχτά δεμένο με χορταρένιο σπάγκο.
“Το φυλαχτό σου” μου λέει. “Θα χρειαστείς τη βοήθειά του κάποτε, στο δρόμο για τον παράδεισο. Άνοιξέ το μόνο τότε”. Κοιτάζει την Εράορα που περιμένει υπομονετικά να με αποχαιρετήσει. “Προς το παρόν, και μέχρι τότε, πάρε το άρωμά της για ψυχοτρόπο. Κράτα το φιλί της, για φυλαχτό”. 
Συνοδεύω με σχετικό υπομειδίαμα τη λογική μου υπόθεση για το περιεχόμενο του σακουλιού: Μια γενναιόδωρη προσφορά από εκείνη, την Μύστη, την Ιέρεια, την Πυθία της Αράϊας, για τις κρίσιμες στιγμές της αποστολής μου.
Γυρνά καθώς απομακρύνεται και μου λέει χαμογελώντας: “Θα στη στείλω γρήγορα, μην ανησυχείς. Εσύ ωστόσο, πάρε τις πρώτες πληροφορίες για το δρόμο που θα ακολουθήσεις, από τον Όρφις, τον κοσμομηχανικό· ψάξε να τον βρεις στις στέπες του  Ναντάνγκα”.


***

“Ήλθε η ώρα να πάμε βόλτα στο όνειρο, Άϊασινθ” ηχεί η φωνή του Νέντου μέσα στο θολωμένο μου κεφάλι.

Φαινόμενα ανισορροπίας εμφανίζονται στο βηματισμό μου, καθώς ο ψυχολογικός ίλιγγος της υπερ-πτήσης, ενισχυμένος από την επίδραση του οινοπνεύματος, προπορεύεται του ίδιου του ταξιδιού.

Η σύνδεση της μορφής του Νέντου με το παρελθόν, στην ομιχλώδη μνήμη μου, παραμένει ακόμα απροσδιόριστη. Η ανικανοποίητη περιέργειά μου με κεντρίζει να διευκρινίσω αυτή την ασάφεια.

“Μου θυμίζεις κάτι από παλιούς καιρούς, Νέντου, που είναι αδύνατο να ανασύρω με ακρίβεια” λέω, αντί ερώτησης.
Μένει σιωπηλός. Μαζεύει μόνο τα ξέπλεκα μαλλιά του σε αλογοουρά.
Παρατηρώ το πρόσωπό του προσεκτικά. Πίσω από τις ρυτίδες, κάτω από τα σκονισμένα στρώματα του χρόνου, αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν γνώριμες γραμμές.
“Όρφις;” Ψελλίζω έκπληκτος. ‘Αλλά, δεν πάει καιρός από τότε, πώς είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να εμφανίζεται γερασμένος κατά δεκάδες χρόνια, μέσα σε λίγους μήνες’ σκέφτομαι. 
“Όρφις;” Επαναλαμβάνω, προσπαθώντας να το συνειδητοποιήσω.
“Ναι, Άϊασινθ, εγώ είμαι. Σαράντα τέσσερα χρόνια πιο γέρος” μου επιβεβαιώνει.
“Μα… Πώς;” Ψελλίζω σοκαρισμένος.
“Αυτό είναι το παράδοξο με τις Χρονοτριβές, τα δεσμά του Έρεχθου. Ταξιδεύεις μέσα από τις χρονικές στρεβλώσεις της σκοτεινής ύλης, με την εκρηκτική ώθηση της Μεγάλης Συζυγίας, αλλά αν επιχειρήσεις να ξεφύγεις, φορτώνεσαι τη σωματική φθορά  του χρόνου της απόστασης, σαν να ταξίδεψες με όχημα το φως. Η επιστροφή ξανά εκεί ισοδυναμεί με βουτιά στο χρόνο του ίδιου του Έρεχθου, ενώ για σένα αντιστρέφεται το βέλος του χρόνου και υποστρέφουν οι σωματικές συνέπειες, επανέρχεσαι στην πραγματική σου ηλικία. Όταν φεύγεις από εκεί, βέβαια, πρέπει να υπολογίσεις με ιδιαίτερη προσοχή τα βιολογικά σου όρια, να μην υπερβείς τις προδιαγραφές του DNA σου, ώστε να καθορίσεις την ακτίνα ελευθερίας σου χωρίς να ρισκάρεις τη φυσική σου παύση”.
‘Φυσική παύση. Εύηχος όρος για το θάνατο’ σκέφτομαι.
“Και πότε θα επιστρέψεις εσύ στον Έρεχθο;” είναι η λογική ερώτηση που του κάνω, μετά τη σκέψη αυτή.
“Όταν γυρίσεις εσύ εδώ” μου λέει.
“Μα, δεν θα γυρίσω” απαντώ.
Εκείνος χαμογελά.

***

Είχα πρωτοδεί τον Όρφις στις γιγάντιες, απολιθωμένες, ηφαιστειογενείς λασπόφουσκες της Ανατολικής στέπας του Ναντάνγκα. Ανάμεσά τους, αυτή που χρησιμοποιούσε σαν κατάλυμα ξεχώριζε μέσα στο άγονο τοπίο, καθώς ήταν η  μόνη που περιστοιχιζόταν από βλάστηση. Ο θόλος της μόλις που φαινόταν ανάμεσα στην πυκνή χρυσο-πράσινη συστάδα, την διάστικτη από  αναρίθμητα πολύχρωμα και φωτεινά λουλούδια, που φάνταζαν σαν φλούο αποχρώσεις σε παλέτα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου. Τον είχα βρει γονατιστό, σκυμμένο πάνω από κάποιο λεπιδόπτερο, έναν μικροσκοπικό τριβελίτη, που είχε πέσει ανάσκελα κάτω από τις μελιρρόες και αγωνιζόταν να σταθεί πάλι κανονικά, κουνώντας μάταια τα αρθρωτά πόδια του στον αέρα. 

“Είναι χτυπημένος, έ;” έκανα, πριν καν χαιρετήσω.
“Όχι, όχι, είναι μια χαρά, απλά το χαμηλό λουλούδι - πάνω στο οποίο ήταν, απομυζώντας χυμούς - ακούμπησε για μια στιγμή στο έδαφος, κι εκείνος, αφήνοντάς το, έμεινε ανάποδα κάτω και τώρα δεν μπορεί να σηκωθεί όρθιος” απάντησε, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. 

Μου φάνηκε περίεργο πώς ήταν δυνατόν αυτό το ευέλικτο, αεικίνητο ζουζούνι να δυσκολεύεται να γυρίσει σωστά το σώμα του. Θεωρούσα ότι με μια κίνηση, μ’ ένα άνετο τίναγμα, θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί σε θέση ν’ ανοίξει τα διάφανα φτερά του και να πετάξει ξανά, αν δεν είχε κάποιο πρόβλημα.

“Δυο- τρία πραγματάκια μαζί, συνδυασμένα  στην κατασκευή του σώματος, η γωνία κίνησης των φτερών ας πούμε, το εύρος έκτασης των ποδιών, όπως και το ότι το κέντρο βάρους - ανεστραμμένο σ’ αυτή την αφύσικη θέση - είναι  σχεδόν κολλημένο στο χώμα, κάνουν την προσπάθειά του ιδιαίτερα δύσκολη” μου εξήγησε ο Όρφις, μαντεύοντας την απορία μου.

Έτεινε τον δείκτη του δεξιού χεριού του προς τον τριβελίτη. Εκείνος γραπώθηκε απ’ αυτόν με τα οκτώ γαντζωτά πόδια του, και απελευθερώθηκε αμέσως μόλις το δάχτυλο σηκώθηκε στον αέρα. Έκανε δυο τρεις αναγνωριστικούς κύκλους γύρω από το πρόσωπο του Όρφις που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν από κάποιον που είχε παρακολουθήσει από την αρχή τη σκηνή - όπως εγώ - όχι σαν απειλή επίθεσης, μα σαν εκδήλωση ευγνωμοσύνης, κι ύστερα πέταξε στις πιο ψηλές ευοσμίνες.

“Δεν φοβήθηκες να μην σε τσιμπήσει;” Ρώτησα.
“Θα μπορούσε, έτσι; Αλλά, δεν βλάπτεις αυτόν που σε σώζει, δεν επιτίθεσαι σ’ εκείνον που σε βοηθά” είπε ο Όρφις χαμογελαστά. “Είναι, περίπου, φυσικός νόμος. Κάτι που, όμως, ξεχνούν συχνά κάποια ανώτερα θηλαστικά” πρόσθεσε, με μια ρυτίδα πικρού στοχασμού στην έκφρασή του, συμπληρώνοντας τον προφανή υπαινιγμό του  για τις καθεστωτικές διώξεις που τον είχαν αναγκάσει να απομονωθεί στις ερημιές.

Σηκώθηκε, έλυσε την αλογοουρά του κι άφησε ελεύθερα τα μακριά μαλλιά του, παραμερίζοντάς τα με τις παλάμες από το μέτωπο. 
“Όρφις” συστήθηκε, απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος μου. “Τι σε φέρνει σε τούτα τα ξερά μονοπάτια;”
“Άϊασινθ” είπα, τείνοντας κι εγώ το χέρι. “Εσύ” του απάντησα.
“Μμ… Ήρθες ειδικά για μένα; Και σε τι μπορώ εγώ να σου φανώ χρήσιμος;”
“Με στέλνει η Άστρια. Θέλω να μου δείξεις το δρόμο για τον Παράδεισο” είπα.


***

Μπαίνω στη συγχρονική πυραμίδα, όπου βρίσκεται το μικρό σκάφος. Μέσα από τα φύλλα της πανίσχυρης, διαυγούς τιτανιούχου σιλικόνης που αποτελούν το τοίχωμά της, ο παγωμένος βραδινός ουρανός φαίνεται τώρα καθαρός από πάνω μας, να απλώνει ένα ξάστερο πανόραμα.

Η Ταλίζ σηκώνεται μεγαλόπρεπα πίσω από τον ορίζοντα της Γκανζίρ κι αναρριχάται στη νοητή κάθετο που την ενώνει με τον ωχρό Αλντάγκορ και τον Μέγα Γαλάζιο, τον  Γκέμμενακ. Αν και σε μακρινή απόσταση εκείνος, μοιάζει να τραβά τα ουράνια σώματά τους με μια ακατανίκητη ελκτική δύναμη, σπρώχνοντάς τα προς το Κέρας της Αμάλθειας, στον Έρεχθο και τις Χρονοτριβές.

Ανοίγει η Πύλη. Αλλάζει το φως. 
Εισβάλλει βαθύ μενεξεδί -απομεινάρι προχωρημένων δειλινών, κι ευωδιές από κρύα δάση. Η Γκανζίρ προβάλλει στο σύμπαν, κυλώντας τα ρεύματά της σαν ήρεμο ποτάμι στις κοίτες του γαλαξία.
Μέσα του ταξιδεύω, μοναχικός σφυγμός, καταλήγοντας να αιωρούμαι σ’ έναν ωκεανό ταλαντώσεων, που επιδιώκει να με αναλύσει στα στοιχεία μου και να με ενσωματώσει.   

Οι ήλιοι και οι κομήτες, είναι εκεί. Τα φεγγάρια. Οι πέτρες, το χώμα, τα λουλούδια. Οι θάλασσες κι οι ουρανοί. Οι καταρράκτες του φωτός και τα κρυφά κύματα, οι αύρες των υπάρξεων και οι δίνες του χρόνου, είναι εκεί. Είναι τα πρόσωπα, οι ψυχές, οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Ρέουν, άψυχα και έμψυχα, προς στην ίδια κατεύθυνση. Συγκλίνουν. Μικραίνουν τις αποστάσεις. Μηδενίζουν τον χρόνο. 
Όλα θα ενωθούν, κι εγώ μαζί, και θα γίνουμε μια λάμψη. Μια έκρηξη συνειδησιακή. Θα υπερβώ τον εαυτό μου, το κέλυφος του εγώ μου θα συντριβεί και τα κομμάτια του θα τιναχτούν στα όρια των κόσμων. Δεν θα είμαι πια μονάδα, μια μοναχική οντότητα στο χώρο, θα ‘μαι ένα κύτταρο του θεού.

Ξέρω, για μια στιγμή θα φοβηθώ.
Οι τελευταίες αναλαμπές της ατομικότητας θ’ αναπτύξουν τις στερνές τους άμυνες. Θα κλονιστώ, θα νοσταλγήσω, θ’ αντισταθώ. Ύστερα θα τινάξω τους μικρούς μου τους φόβους, θα ελευθερώσω της οντότητας τις διαστάσεις. Θ’ αποθέσω τ’ όνειρό μου στο Μεγάλο Όνειρο. Θα καταθέσω την ψυχή μου στο Άπειρο Σύνολο.

Μπορώ τώρα να Ονειρεύομαι.  

Και Ονειρεύομαι ένα αλλόκοτο σούρουπο. Ονειρεύομαι τη λαμπερή σφαίρα του Χρόνου να βυθίζεται και να σβήνει πίσω απ’ τους ατμούς της Ύλης που κοχλάζει, στους ορίζοντες του Απύθμενου, Πυκνού Μηδενός.
Ονειρεύομαι Εκείνη. 

Θα είναι εκεί, Σιωπηλά Μελωδική, θα στέκεται στην άκρη του Ονείρου. Και θα ριζώνει τρυφερά στο σώμα της ψυχής μου. Άγγελος Νους, αρχαίων μάγναστρων θα συντονίζει συζυγίες. Στις μυστικές, αόρατες πνοές τους - σαν σ’ απαλές ριπές του δειλινού - τα ξέπλεκα μαλλιά της θ’ ανεμίζουν, πορφυρά ποτάμια του πάθους.

Με των φτερών της τα ανάλαφρα θροΐσματα, θα πάλλονται οι κόσμοι.
Και στους Αιώνες των ματιών της, σαν θάλασσες πλατιές θα κυματίζουν απέραντες πεδιάδες αγριολούλουδα…  


***

Ξυπνώ. Στο σύμπαν που φλέγεται.

Τα εφτά φεγγάρια του Έρεχθου κρέμονται στον βιολετί ουρανό.  Στο βάθος, πέρα από τον Ορίζοντα, ιριδίζει η Ζώνη της Αρμονικής Συνύπαρξης. Η Συμμορφοτροπία. Το εργαστήρι του χρόνου.
Ως εκεί, απλώνονται οι ατέλειωτες εκτάσεις με τα τεράστια όρθια βράχια, τα σπαρμένα στο χώμα. Ανάμεσά τους, χαμηλή βλάστηση, λειχήνες και βρύα. Λίμνες με κόκκινη άλγη. Σκούρα - δισκοειδή στο σχήμα - σύννεφα φαίνονται λίγο πιο μακριά, να ενώνουν με πυκνά νήματα βροχής τον ουρανό με τις όχθες τους. Ένας κόσμος σε πρωτογενή στάδια εξέλιξης.
Τα μονοπάτια που ακολουθώ και οδηγούν στον ακλόνητο σκοπό μου, περνούν μέσα από αυτά τα τοπία. Οι παλμοί μου χτυπούν μεθυσμένοι από αγωνία. Σκιές γιγαντώνουν και ψίθυροι γίνονται ολοένα και πιο έντονοι, ένας απειλητικός χορός στήνεται γύρω μου.
Η αγωνία μου επιτείνει τους φόβους κι οι φόβοι εντείνουν την αγωνία, σ’ έναν φαύλο κύκλο αλληλεπίδρασης.

‘ΘΑ ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ…’ 

Το δώρο της Άστρια! Θυμάμαι ξαφνικά, μέσα από μιαν αναλαμπή, το ‘φυλαχτό’ της.
Και, μόλις τώρα, παίρνει νόημα η τελευταία φράση του χρησμού της στο μυαλό μου. Θα ξεπεράσω κάθε αναστολή, θα αποδράσω από το φόβο, θα αποφύγω τους εφιάλτες της πραγματικότητας, με τον πανάρχαιο, δοκιμασμένο, γνωστό τρόπο: Την ελεγχόμενη μεταβολή της συνειδησιακής κατάστασης.

Φέρνω το χέρι στο στήθος μου και σφίγγω το δερμάτινο σακούλι. Λύνω τον χορταρένιο σπάγκο. 

Αδειάζω λίγο από το περιεχόμενο στη χούφτα μου…  
‘ΘΑ ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΕΙΡΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΠΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ’



***

“Μετεομέκ” απαντά ο Όρφις στην ερώτησή μου πώς κατάφερε να φτιάξει τούτη τη μικρή όαση, μέσα στην κατάξερη ερημιά. Μου δείχνει στον ουρανό. Πάνω από τα κεφάλια μας αιωρούνται, ακίνητα σαν αρπακτικά πουλιά στο ζύγισμα του αέρα, πριν την τελική εφόρμηση, δυο σκούρες μεγάλες δισκοειδείς φιγούρες. 
“Συννεφομαζώχτρες”  μου ξαναλέει με χαμόγελο. “Συμπυκνωτές υδρατμών, προσαρτημένοι σε - παμπάλαιας τεχνολογίας - αντιβαρυτικούς δίσκους ‘Ποντκλέτνοφ-Μοντανέζε’. Δημιουργούν τοπικά σύννεφα και προκαλούν βροχή” μου λέει ο Όρφις. “Και ένα σύστημα υδραξόνων, που φέρνει το - παγιδευμένο στις υπόγειες ροές - αρχαίο νερό στην επιφάνεια, αν η πυκνότητα των υδρατμών στην ατμόσφαιρα δεν είναι στο επιθυμητό επίπεδο. Αυτός είναι ο τρόπος που έφτιαξα αυτή την όαση· μην ξεχνάς, είμαι κοσμομηχανικός” μου εξηγεί.
“Εσύ έχεις ήδη ένα κομμάτι παράδεισο” του λέω κάπως πειραχτικά, “δεν βιάζεσαι να βρεις κάτι άλλο”.
“Περιορισμένο, εκτεθειμένο σε ανεπιθύμητες επισκέψεις, που αναιρούν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτηρισμό, και πολύ-πολύ μοναχικό” παρατηρεί.
“Να υποθέσω, λοιπόν ότι συμμερίζεσαι πλήρως τη φιλοσοφική προσέγγιση και την αναζήτηση των Κοσμο-Πυθαγόρειων”.
Κοιτά στο κενό για λίγο σκεφτικός.

“Είμαστε στιγμές. Είμαστε κόκκοι στο αχανές” απαντά. “Σταγόνες κυμάτων στους άνεμους του χρόνου που, αφού αιωρηθούν αυτόνομες για λίγο, θα επιστρέψουν για να ενσωματωθούν στον άπειρο ωκεανό, αναιρώντας την ατομικότητα και ενοποιώντας τους προσωπικούς κόσμους. Αυτό λοιπόν, που αποτελεί την επιδίωξη των Κοσμο-πυθαγόρειων, μοιάζει πολύ με την ίδια τη φυσική διαδικασία. Το ερώτημα είναι αν είναι σκόπιμο ή - με οποιοδήποτε τρόπο - ωφέλιμο, να επισπεύδουμε αυτήν τη διαδικασία. Ή μήπως, τελικά, έτσι αρνούμαστε την ίδια τη φύση μας, το ίδιο το δώρο της ζωής. Την απάντηση την δίνει ο καθένας προσωπικά για τον εαυτό του”. 
“Το δώρο της ζωής, είναι μια απογοήτευση γι αυτούς που βασανίζονται, που ζουν σε συνθήκες καταπίεσης και κατατρεγμού κι εσύ το ξέρεις πολύ καλά” επισημαίνω. “Η ίδια απογοήτευση ισχύει και για όσους κατανοούν και συμμερίζονται την οδύνη των άλλων κι ας μην τη ζουν οι ίδιοι στον ίδιο βαθμό. Όλοι αυτοί είναι λογικό να αποζητούν απεγνωσμένα διεξόδους λύτρωσης ”.
“Χωρίς αμφιβολία. Μιλάς όμως για το τι είναι λογικό. Τότε, ας συμφωνήσουμε στα πλαίσια της ίδιας λογικής, τι είναι λύτρωση. Είναι λύτρωση η εγκατάλειψη της μάχης για την επίτευξη των οραμάτων; Η απόσυρση; Είναι λύτρωση η αυτοχειρία;”
Προσπαθώ να συλλάβω την οπτική του. Δίνει μια άλλη διάσταση στην αναζήτηση, κι αναρωτιέμαι αν επιχειρεί να μεταστρέψει τις εδραιωμένες μου πεποιθήσεις.
“Μοιάζει να αμφισβητείς και να απορρίπτεις κάθε σκοπιμότητα της Μύησης” λέω.
“Αντίθετα, σου ζητώ να δεις τη Μύηση από μια άλλη σκοπιά, Άϊασινθ. Δες τη σαν άσκηση αλληλοκατανόησης, συμβίωσης και ενότητας. Και, ταυτόχρονα, σαν διαδικασία επιλογής των κατάλληλων.”
“Κατάλληλων;”
“Αυτών που μπορούν να δαμάσουν τα άγρια θηρία τους. Φαντάζομαι ότι θα συμφωνείς πως είναι σωστό να αποκλειστεί το δικαίωμα συμμετοχής, ατόμων που δεν διαθέτουν τις στοιχειώδεις ανθρώπινες αρετές, στον παράδεισο που οραματιζόμαστε και που ενδεχομένως είμαστε σε θέση να υλοποιήσουμε.”
“Πραγματικά, προσπαθώ να αντιληφθώ το πρίσμα σου” λέω σκεφτικός.
“Η Άστρια σ’ έστειλε σε μένα και νομίζω ότι αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Μια μέρα, υπολογίζω όχι πολύ μακρινή, θα ξανασκεφτείς τα λόγια μου. Να θυμάσαι πάντα τις διδαχές της. Να ξέρεις πως ακόμα δεν έχεις ξετυλίξει το κουβάρι τους.”
‘Ναι, ακόμα κι εκείνος ο χρησμός περιμένει την ολοκλήρωση της ερμηνείας του’, σκέφτομαι.


***

Κοιτάζω το άδειο πια σακούλι και ανακαλώ τα λόγια του Όρφις, θυμάμαι τον χρησμό. Στέλνω τις μου σκέψεις στην Εράορα και γεμίζω νοσταλγία.  Γυρίζω προς τα πίσω.

Ακούω τώρα έντονα τα μουγκρητά των θηρίων. Απροσδιόριστες σιλουέτες, θολές μορφές που αλλάζουν σχήματα, εμφανίζονται και χάνονται στιγμιαία, κινούνται κυκλικά, κλείνοντάς με σ’ ένα πνιγηρό βρόχο αγωνίας. 

‘Ποιος είμαι εγώ, ποια είναι η ψυχή μου, ποια φρικιά γεννούν οι φόβοι μου;’ προλαβαίνω μόνο να αναρωτηθώ, πριν ακούσω ένα ξαφνικό πλατάγισμα φτερών. Κι ύστερα ένα κορμί βαρύ πέφτει βίαια πάνω μου, με γκρεμίζει και με κυλά στο χώμα. Τέσσερα πανίσχυρα άκρα με γραπώνουν ασφυκτικά, λεπίδες νύχια χώνονται στη σάρκα μου, νιώθω  ανάσες  πυρωμένες να καίνε το λαιμό μου και το στήθος μου να ξεσκίζεται.

Δυο κίτρινα, αστραφτερά μάτια έρχονται αντιμέτωπα με τα δικά μου. Είναι ένας μαύρος γρύπας. Το ράμφος του στάζει το αίμα μου.

Η αντίδρασή μου είναι άμυνα αγριμιού σε θανάσιμη απειλή. Ενστικτώδης, αστραπιαία και εκρηκτική. Επιστρατεύω μια δύναμη που δεν ήξερα πως έχω, για να ξεφύγω από το αποπνικτικό αγκάλιασμα. Το δέρμα μου χαρακώνεται βαθιά, καθώς γλιστρά μέσα από τα νύχια του, ένας οξύς πόνος διαχέεται απ’ άκρη σ’ άκρη στο σώμα μου.

Με κυνηγά και προσπαθώ να τον αποφύγω, όσο μπορώ. Κάθε επαφή μαζί του, είναι μια καινούργια πληγή. Παλεύω τελικά μαζί του άγρια, ώρα πολλή.
Ήμουν πάντα γρήγορος, ακόμα και ο γρύπας αιφνιδιάζεται από την ταχύτητά μου, έτσι βρίσκω, σε κάποια φάση, τα κλάσματα του δευτερολέπτου που είναι αρκετά για να κινηθώ πίσω του και να τον αρπάξω από το λαιμό.

Είναι απίθανα δυνατός, αναπηδά στο έδαφος, κουνά απότομα τα φτερά του στον αέρα και τινάζει δεξιά-αριστερά το κορμί του απανωτά δυο τρείς φορές. Μετά βίας κρατιέμαι πίσω από το σβέρκο του, για να μην εκτιναχτώ από πάνω του, σφίγγοντας το λαιμό του με μεγάλη, οδυνηρή προσπάθεια. Στο επόμενο τίναγμα δεν θα τα καταφέρω.

Θυμάμαι, μέσα στη δύσκολη κατάστασή μου, τον Όρφις και τον τριβελίτη. Να, μια ιδέα. Γυρνώ με την πλάτη στο χώμα παρασέρνοντας με τη λαβή μου και το δικό του κορμί σε ύπτια θέση πάνω μου. Δεν είναι εύκολο πια να κινήσει τα φτερά του, καθώς δεν έχουν περιθώριο, και τα πόδια του δεν βρίσκουν αντίσταση στον αέρα, δεν βρίσκει τρόπο να εφαρμόσει τη δύναμή του.

Σφίγγω όσο μπορώ το λαιμό του.
Νιώθω γρήγορα το ρόγχο του και αισθάνομαι τους μύες του να χαλαρώνουν. Το τρίχωμά του αναδύει εκείνη την παλιά, γνωστή μυρουδιά… Η εικόνα του κυνέλαφου, από τις παιδικές μου αναμνήσεις, ορμά ξαφνικά στην ψυχή μου και την πλημυρίζει. Τα μάτια μου βουρκώνουν. 
‘Πρέπει να τον εξουδετερώσω, μα δεν θέλω να τον σκοτώσω’ σκέφτομαι.

Η στιγμιαία μου αδράνεια, στη σκέψη αυτή, του δίνει την ευκαιρία να αποτινάξει τη λαβή μου με μια τελευταία σύσπαση και να ξεφύγει.
Ανοίγει τα βαριά φτερά του, και παίρνει θέση απέναντί μου, στυλώνοντας τα πόδια σε στάση επίθεσης.

Είμαι εξαντλημένος, δεν είμαι σε θέση να σηκωθώ τελείως από το έδαφος, μένω γονατιστός, περιμένοντας την τελική του έφοδο.
Ο μαύρος γρύπας με πλησιάζει αργά, με κοιτάζει κατάματα, κι ύστερα, σκύβει ήρεμα και γλύφει πρώτα τα χέρια μου κι ύστερα τον πληγωμένο μου λαιμό.

Η φοβισμένη αύρα μου εκδηλώθηκε στη μορφή του κι έφερε διέγερση στη συμπεριφορά του, αλλά αισθάνθηκε και αναγνώρισε επίσης τις προθέσεις μου. Ένιωσε το δισταγμό και τη σκέψη μου, τη στιγμή που χαλάρωσα τη λαβή μου. Διάβασε τα συναισθήματά μου.  
Ξαπλώνει τώρα και κουλουριάζεται δίπλα μου.

Το μικρό σκάφος, όρθιο πάνω στον χαμηλό λόφο,  βρίσκεται ακόμα κλεισμένο στο φωτεινό πλέγμα που δημιουργεί στην ιονισμένη ατμόσφαιρα η επίδραση της Μεγάλης Συζυγίας. Το ρύγχος του βλέπει τον ουρανό του Έρεχθου. Σ’ εκείνη την κατεύθυνση που σημαδεύει, βρίσκονται η Γκανζίρ, ο Ναντάνγκα, και η Αράϊα.
Η μέρα έχει γύρει, αλλά ακόμα είμαι μέσα στα περιθώρια για την αναστροφή της διαδικασίας. Μπορώ να επιστρέψω, παίρνοντας το ρίσκο της απόστασης μέσα στην οποία μπορώ να κινηθώ. 

Ο Όρφις ήταν σίγουρος πως θα γυρίσω στη Γκανζίρ. Μπορούσε να διακρίνει τον τρόπο της σκέψης μου και να προβλέψει την τελική μου απόφαση.
Αντιλαμβάνομαι τώρα και το μυστικισμό του. Τον δικό του και της Άστρια. Έπρεπε κατ’ αρχήν να παλέψω με το θεριό μου. Έπρεπε η επιλογή να είναι δική μου, διαμορφωμένη αβίαστα, χωρίς διδακτικές υποδείξεις, απαλλαγμένη από ιδεασμούς και δογματικές προσκολλήσεις. Να βασίζεται στην αυθεντική δύναμη των συναισθημάτων μου. Αυτή τη δύναμη που είναι ικανή να φτιάχνει παραδείσους.


***

Οι φωτιές χοροπηδούν στα βλέφαρά της κι εξαφανίζονται στα σκούρα της μάτια, σαν κοσμικές λάμψεις που βυθίζονται σε ορίζοντες συμβάντων. Με συμπαθεί διαισθητικά, χωρίς να ξέρει ακριβώς το γιατί. Προφανώς θεωρεί, υποσυνείδητα, πως η αβρότητα και το ενδιαφέρον μου σχετίζονται με το γεγονός ότι θα μπορούσα να είμαι ηλικιακά πατέρας της, ίσως και παππούς της. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η φροντίδα μου μοιάζει  αιτιολογημένη και η τρυφερότητά μου λογική και ερμηνεύσιμη. Υποθέτει βέβαια και το ενδεχόμενο να μου θυμίζει η παρουσία της κάποιο πολύ οικείο πρόσωπο, και μ’ αυτή την εικασία πλησιάζει αρκετά την αλήθεια, αλλά είναι αδύνατο να συλλάβει, στην παρούσα φάση, την πραγματικότητα στην πλήρη της διάσταση. Αγνοεί, λοιπόν, πέρα από αυτούς τους πιθανούς λόγους, τον έναν πραγματικό.

“Θα χαθείς, στις Χρονοτριβές, Εράορα” της λέω. “Οι Χρονοτριβές παγιδεύουν τις οντότητες στην ασφυκτική αγκαλιά τους”.
“Πρέπει να πάω, Θως” μου λέει, “και νομίζω πως το καταλαβαίνεις”.
“Εσείς της διασποράς και των φιλοσοφικών ρευμάτων είσαστε, έτσι κι αλλιώς, εξοικειωμένοι με την ιδέα του θανάτου” τη δοκιμάζω.
“Η ανυπαρξία δεν είναι αυτό που οραματιζόμαστε ούτε εκείνο που επιθυμούμε, ακόμα κι αν ο θάνατος δεν φαίνεται να μας τρομάζει. Σεβόμαστε και απολαμβάνουμε με λιτό ηδονισμό τη ζωή” μου λέει, θυμίζοντας έντονα Νεο-Επικούρειους αισθησιοκράτες, “όμως, ετούτη εδώ αναζήτηση είναι που δικαιώνει την ύπαρξη.”
“Και σε τί προσβλέπει λοιπόν αυτή η, φαινομενικά τουλάχιστον, αυτοκαταστροφική αναζήτηση;” τη ρωτώ.
“Προσχώρηση σε μια ευρύτερη συνείδηση, αλλαγή επιπέδου, οντολογική ανέλιξη.   Στην ουσία, επιδιώκουμε την αιωνιότητα.”

Χαμογελά πάλι υπέροχα, με μια πάλλουσα γλυκύτητα. Το εξαίσιο, γοητευτικό της χαμόγελο δεν είναι μόνιμο, επαναλαμβάνεται όμως, σχεδόν με περιοδικότητα και τάξη, στην πιο ασήμαντη ευκαιρία. Εθίζεται κανείς σ’ αυτό τόσο γρήγορα, που αισθάνεται την έλλειψή του και το αποζητά, αν καθυστερήσει κάπως. Και νιώθει ευχαρίστηση, μόλις το δει να σχηματίζεται ξανά στις άκρες των χειλιών της.

“Θως, τί σημαίνει το όνομά σου;”  Με ρωτά.
“Είναι περιστασιακό παρανόμι. Το επέλεξα - ελπίζω με αίσθηση χιούμορ - ως αντιπροσωπευτικό, καθώς, σαν διεκπεραιωτής, αποτελώ ένα είδος προπομπού για τον αδηφάγο Έρεχθο. Θως ήταν ένα αρπακτικό ζώο του Μητρικού Πλανήτη, σε κάποια αρχαϊκή γλώσσα. Σήμαινε γενικότερα και αυτόν που καταβροχθίζει. Αυτό κάνει δυο τα αρπακτικά που βρίσκονται εδώ μέσα” της απαντώ, δείχνοντας τον εξώμορφο-γρύπα, που κόβει νευρικός βόλτες γύρω απ’ τη φωτιά, τεντώνοντας πότε-πότε τα βαριά φτερά του στον αέρα. “Πρέπει να είσαι λοιπόν προσεκτική μαζί μου”.
“Δεν ξέρω αν πρέπει να είμαι προσεκτική, απέναντι σε μαύρους γρύπες” μου λέει χαμογελώντας, “μα εσύ ειδικά δεν με πείθεις”.  
“Κατά κάποιο τρόπο, πάντως, ταυτίζομαι με τούτο το πλάσμα” της λέω. “Είναι άλλωστε ο μόνιμος συνοδός μου εδώ και σαράντα τέσσερα χρόνια. Μ’ ακολουθεί από τον Έρεχθο. Εγώ είμαι κάτι σαν αφέντης και αχώριστος φίλος του, πλέον”.
“Ώστε, λοιπόν, έχεις πάει…”
“Ναι, έφτασα μέχρι τον Έρεχθο, μα δεν κατάφερα να περάσω στη Ζώνη”. Της δείχνω τις μεγάλες ουλές στο στήθος μου. “Προσπάθησα να ξεφύγω, αλλάζοντας γνώμη την τελευταία στιγμή, καθώς  συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κάτι πιο δυνατό από τη λογική και τη συνείδηση: Το ισχυρό συναίσθημα, Εράορα” της εξηγώ. “Είμαστε σάρκα, είμαστε ζεστές αισθήσεις, είμαστε ζωντανά συναισθήματα. Δεμένοι μ’ αυτόν τον κόσμο της ύλης με ανυπέρβλητους φυσικούς δεσμούς. Έτσι, πάλεψα σκληρά με τον εαυτό μου. Βλέπεις, πριν προσχωρήσει εκούσια κανείς στο Σύνολο, θα πρέπει μάλλον να έχει εξαντλήσει το ενδιαφέρον του για τούτο το πέτρινο σύμπαν. Να αισθανθεί ότι έχει ολοκληρώσει τον φυσικό προορισμό του, να έχει ισχυρό κίνητρο και απόλυτα συνειδητοποιημένες αποφάσεις, επιλογές ισορροπημένες με την ψυχή του. Προσωπικά, θα επιθυμούσα να έχω απολαύσει λίγο κοσμικό παράδεισο, πριν φτάσω να αναζητώ κάτι σαν κι αυτό”.
“Ο καθένας επιλέγει τον δικό του παράδεισο, αν μπορεί” λέει ανασηκώνοντας τους ώμους.
“Ακόμα και το πιο όμορφο σύμπαν, χωρίς ατομική συνείδηση, δεν είναι ένας θλιμμένος παράδεισος;” Επιμένω.
“Θλιμμένος είναι ο παράδεισος χωρίς έρωτα” μου λέει απλά.
Με κοιτάζει, νιώθοντας ίσως πως δεν μου έχει δώσει ολοκληρωμένη απάντηση. “Εκεί πέρα είναι ό, τι αγαπώ περισσότερο” συμπληρώνει.
Ακουμπά το κεφάλι της στο κρυσταλλικό τοίχωμα. Δυο νότες από τη μελαγχολία της Γκανζίρ μετουσιώνονται σε σταγόνες υγρασίας στα γελαστά ματόκλαδά της. Με τον δεξιό της δείκτη σχηματίζει αφηρημένα στο θολό γυαλί τον κύκλο με το εγγεγραμμένο πεντάγωνο, το γνωστό συμβολισμό του δωδεκάεδρου των Κοσμο-Πυθαγόρειων και γράφει δίπλα τη λέξη ‘έρχομαι’.

Το έντονο συναίσθημα και η νοσταλγία της, γιγαντώνουν την αποφασιστικότητά της. Κυριαρχείται από σφοδρή, ακατάβλητη επιθυμία, εύκολα και γρήγορα θα μπορούσε να περάσει στη Συμμορφοτροπία, δεν θα χρειαζόταν ίσως να παλέψει με κανένα θεριό. Και, εκτός από την απέραντη συγκίνηση που νιώθω από τα εκφρασμένα της αισθήματα, σκέφτομαι πως έτσι θα πρόσφερε σε μένα και το πανίσχυρο κίνητρο που μου έλειπε στην πρώτη απόπειρα. Αλλά, τα γεγονότα πήραν την πιο επιθυμητή τροπή, τελικά. 


***

Ο γρύπας μου είναι κουλουριασμένος στα πόδια της. Εκείνη κοιμάται ακόμα.    
Ακουμπώ τα χείλια μου στα βλέφαρά της.
Ανοίγει τα μάτια.
Μέσα στο βλέμμα της βλέπω παράδεισους να καιροφυλακτούν.

“Άϊασινθ!” Ξεφωνίζει, έκπληκτη στην ανέλπιστη παρουσία μου. Τρέμει από χαρά και συγκίνηση. “Σε πρόλαβα λοιπόν, θα περάσουμε μαζί στη Συμμορφοτροπία, θα μπούμε παρέα στον παράδεισό μας”.
Τα μάτια της, όπως τα χέρια της, είναι γαντζωμένα επάνω μου, δεν έχει ακόμα κοιτάξει τριγύρω.

“Ο παράδεισος της Άστρια βρίσκεται τελικά λίγο πριν τη Συμμορφοτροπία, Εράορα” της λέω, καθώς την κλείνω τρυφερά στην αγκαλιά μου. “Το περίφημο φυλαχτό της, το σακούλι που μου είχε δώσει, δεν περιείχε κάποια ποσότητα από τις ψυχοτρόπες ουσίες όπως νόμιζα, και που θα με βοηθούσαν – υποτίθεται – να περάσω ανώδυνα στη Ζώνη. Είχε μόνο μια χούφτα σπόρους από τη χλωρίδα της Τρίονθαλ. Τα δέντρα, τα φυτά και τα λουλούδια της. Κοίτα λοιπόν! Αυτόν τον παράδεισο ήθελε να ετοιμάσουμε. Αυτός είναι ο δικός μας παράδεισος”.
Της δείχνω το δικό μου magnum opus. Τους βράχους που ξεπετιούνται μέσα από τα τυρκουάζ νερά, πνιγμένοι στη βλάστηση, σαν πλωτές ανθισμένες πολιτείες. Τα απίθανα χρώματα. Τους λουλουδιασμένους κάκτους με τα μεθυστικά αρώματα, που υπόσχονται ταξίδια σε αισθήσεις καινούργιες.

“Αυτή είναι η Νέα Τρίονθαλ… Η Συμμορφοτροπία μπορεί να περιμένει” ψιθυρίζω, καθώς σκύβω στο λαιμό της, να μυρίσω τα δικά της παραισθησιογόνα.