Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Το πνεύμα μέσα στην κούκλα




                                            Το πνεύμα μέσα στην κούκλα


Τον ξέρω αυτόν τον τόπο. Τον έχω ξαναδεί.
Χώμα ξερό, χρώμα σταχτί. Σκόνη πικρή, κατακάθι άγριων χαμών. Αίμα στεγνωμένο απ’ τους αιώνες. Σκούρος χρόνος νεκρός, ανακατωμένος με την άμμο. Ορίζοντες στην ομίχλη.

Ελίσσομαι σκυφτός μέσα στις απολιθωμένες λόχμες, στα καρβουνιασμένα απομεινάρια.
Σιωπηλό, ωχρό, μεταλλικό φεγγάρι, σε χαμηλές πτήσεις, διαβαίνει τ’ άγονα τοπία. Πάνω απ’ τα χωράφια ψάχνει με το δρέπανο το ματωμένο.

Συλλαμβάνω μια σιλουέτα σε γρήγορη κίνηση στο ημίφως: Η κούκλα. Πρέπει να με είδε κι εκείνη. Μοιραίο. Με έχει ήδη εγκλωβίσει. Αστραπιαία οι συντεταγμένες της θέσης μου περνούν στο φονικό της δίδυμο.
Ανύποπτα ο θεριστής, σαν στάχυ βρήκε τους οσφυακούς.

Γονατίζω χτυπημένος, έρπω, κρύβομαι πίσω από τις πέτρες. Πονώ και φοβάμαι.
«Μη φοβάσαι. Μη φοβάσαι, είμαστε μαζί εδώ… Πριν κάθε αχτίδα σβήσει, θυμήσου την αλήθεια να σου πω», ένας ψίθυρος βραχνός, τρεμουλιαστός, σύρθηκε σαν μαύρο ερπετό ανάμεσα στα κοφτερά βράχια.
«Μη φοβάσαι. Μη φοβάσαι, είμαστε μαζί εδώ…»

Τ’ άψυχα της κούκλας μάτια γελούν στο σκοτάδι, λαμπυρίζοντας…
Αποτρέπω τη σκέψη από την πλάνη του φόβου. Σφίγγω στη γδαρμένη, σημαδεμένη παλάμη το όπλο-φυλαχτό μου. Υπολογίζω στη βοήθειά του. Σε κόσμους σαν κι αυτόν, είμαι απρόσμενα τρωτός.

Όταν ήμουν παιδί, συνήθιζα να’ χω φτερά. Να πετώ.
Τώρα, σαν η χλωμή μέρα σβήσει, ξετρυπώνουν από τις σπηλιές οι νυχτερίδες. Οι πεταλούδες πεθαίνουν μόλις δύσει. Κι οι άνθρωποι δεν είναι πουθενά.
Είναι στιγμές που νοσταλγώ εκείνους τους θύλακες με φως. Με πράσινο και γαλάζιο. Με δροσερό κρυστάλλινο νερό. Με πήλινους αγγέλους που έρχονται πάλι τώρα στο μυαλό μου, χαμογελώντας και γνέφοντας, λευκοί σαν πειρασμοί του ονείρου.
Αλλά, είμαι. Κι είχα υποσχεθεί πως θα ξανάρθω.

Η κούκλα οσμίζεται τώρα τη δυσμενή μου κατάσταση. Ξεπροβάλλει πίσω από τις σειρές των γρανιτένιων της κρυψώνων, γελά ανατριχιαστικά και ξανακρύβεται σε κλάσματα χρόνου, πριν προλάβω να αντιδράσω. Παίζει σαδιστικά μαζί μου.
«Θυμήσου την αλήθεια να σου πω.» Καγχάζει σαρκαστικά.
Προς το παρόν, δεν μπορώ να ξεμυτίσω. Το φεγγάρι – θεριστής, σαρώνει με το ακτινοδρέπανο τις κορυφές των βράχων που είμαι κρυμμένος. Κομμάτια ολόκληρα από την πέτρα ξεκολλούν, στραφταλίζουν αφήνοντας έναν συριγμό και αποσαθρώνονται σε σκόνη πριν ακουμπήσουν το έδαφος. Η δέσμη με βρήκε προηγουμένως σε κίνηση και η πληγή μου είναι επιφανειακή. Παρ’ όλα αυτά με πονά φοβερά και δυσκολεύει τις κινήσεις μου. Αλλά δεν θα αφήσω να σταθεί εμπόδιο στην απόφασή μου να εκπληρώσω το χρέος μου.

Η γρήγορη ήρεμη σκέψη δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ, ακόμα και σε στιγμές ανείπωτου πόνου. Κοιτώ τις σημαδεμένες μου παλάμες και χαμογελώ. Έχουμε αναμετρηθεί στο παρελθόν. Λοιπόν, τώρα θα είμαι πιο δραστικός. Οι περιστάσεις το απαιτούν.
Υπομονετικά περιμένω. Ανακτώ τις δυνάμεις μου.
«Η αλήθεια σου ήταν πάντα μισή.» Φωνάζω, δίνοντάς του το τωρινό μου στίγμα.
«Θυμήσου την αλήθεια να σου πω.» Ξαναλέει, χωρίς νόημα. «Θυμήσου την αλήθεια να σου πω. Θυμήσου την αλήθεια να σου πω.» Επαναλαμβάνει η ηχώ στα βράχια. Υπολογίζω την απόστασή της από τον στιλπνό βασάλτινο τοίχο πίσω της, συνδυάζοντας απλή φυσική και μαθηματικά.
Καμιά δέσμη, κανενός συμβατικού όπλου, δεν μπορεί να την πετύχει καθώς είναι κολλημένη στο κοίλωμα του βράχου μπροστά της, που την αγκαλιάζει σαν ημικυκλική ασπίδα. Οργανώνω την αντεπίθεσή μου με ακρίβεια, επιστρατεύοντας τα δικά μου ατού. Ξέρω πως το φεγγάρι είναι τυφλό. Οι συντεταγμένες που δέχεται, έρχονται από την κούκλα. Μέρος της αλαζονείας της. Νομίζει τον εαυτό της ισόθεο. Η ράτσα της πάντα ηδονιζόταν να δίνει εντολές και να επιβάλλεται με κάθε τρόπο.

Σέρνομαι σε διπλανά βράχια, φροντίζοντας να μην κάνω θόρυβο. Δεν μπορεί να με δει ακόμα και τώρα, που παίρνω θέση με λυγισμένα γόνατα, συγκεντρώνοντας όλη μου τη δύναμη. Σηκώνω το δεξί χέρι, που σφίγγει το όπλο φυλαχτό. Τινάζομαι με μια τρομερή σύσπαση των μυώνων ψηλά. Το άλμα μου την ξαφνιάζει. Από αλλού με περίμενε. Για εξαιρετικά ελάχιστο χρόνο, έχω στη διάθεσή μου το τοπίο. Η κούκλα είναι ένα με τον βράχο. Στρέφω το όπλο στον γυαλιστερό βασάλτη και πυροδοτώ. Πέφτω στο έδαφος οδυνηρά, μαζί με την σκόνη από τον βράχο που καίγεται πάνω απ’ το κεφάλι μου εξαϋλωμένη από το δρέπανο του φεγγαριού.
«Αυτό ήταν όλο; Τζούφια βολή.» Η φωνή της ακούγεται κοροϊδευτική.
«Πρίν κάθε αχτίδα σβήσει, θυμήσου την αλήθεια να σου πω.» Απαντώ.

Η συγκεντρωτική δέσμη αέριων καταλυτών αστραπιαίας οξείδωσης του όπλου μου, είναι άηχη και αόρατη. Ανακλάστηκε στον λείο βασάλτη και πέτυχε τον στόχο της χωρίς να χάσει ισχύ. Περιμένω ακόμα λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να ολοκληρώσει το διαβρωτικό της έργο…

Τώρα, βγαίνω. Πηδώ τα βράχια. Το τυφλό φεγγάρι δεν αντιδρά.
Κάθε μεταλλικό στοιχείο της κούκλας είναι πλέον ένα κομμάτι από σκουριά. Το δέρμα της μένει μόνο άθικτο, αξιοθαύμαστα ζωντανό στην όψη, να ντύνει ένα τεχνητό κουφάρι που “ξεψυχά”. Τα κενά της μάτια μοιάζουν να με κοιτούν μ’ ένα υπόλειμμα απορίας.
«Μη φοβάσαι, είμαστε μαζί εδώ.» Λέω. Μερικές φορές, βρίσκω εύστοχα καίριες και ανακουφιστικές τις ανθρώπινες αντιδράσεις.

Γυρίζω το βλέμμα στον θεριστή. Σημαδεύω.
Το μεταλλικό φεγγάρι τυλίχτηκε σε μια ηλεκτρομαγνητική δίνη, έπειτα σκοτείνιασε, έγειρε παίρνοντας πορεία για το έδαφος και διαλύθηκε με φοβερό θόρυβο στους γρανιτένιους βράχους.
Το πραγματικό φεγγάρι, φάνηκε μισό πίσω από τις κουρτίνες των σύννεφων.

Ο ανελέητος πανάρχαιος εχθρός, είχε βρεί μέσο να εξοντώσει ένα περιβάλλον που φτιάχτηκε με φροντίδα για το είδος που μισεί περισσότερο. Το πνεύμα του μέσα στην κούκλα, (παλιά άνομη συνήθειά του να εισβάλλει σε άψυχα και έμψυχα και να τα καταλαμβάνει) υλοποίησε το αποτρόπαιο σχέδιο καταστροφής. Οι γενιές των ύστερων αιώνων, με την ίδια τεχνολογία που δημιούργησε το χάος, κατάφεραν να επιβιώσουν προσωρινά σε σπείρες παράλληλων πραγματικοτήτων, που δεν θα άντεχαν για πολύ. Για μια ακόμα φορά, είχαν χρειαστεί τη δική μου βοήθεια.
Και είμαι. Είχα υποσχεθεί πως θα ξανάρθω.
Πλανήθηκα σε αμέτρητες σφαίρες, στις άκρες του χρόνου, ψάχνοντας. Και γύρισα πίσω ξανά. Οπλισμένος με τα δικά μου προνόμια, όπλα ικανά να λειτουργήσουν με τους όρους ετούτου του κόσμου.

Πονώ, αλλά δεν φοβάμαι πια. Και φεύγω.
Ο κόσμος, φαίνεται άδειος προς το παρόν.
Θα μείνουν τα κρύα άστρα. Θα μείνουν παγωμένες μνήμες, χαραγμένες στις πέτρες, που ποτέ κανείς δεν θα διαβάσει, σ’ αυτό το μέρος το σημαδεμένο από τον χρόνο και την οδύνη.
Μετά, η μαύρη βροχή θα ξεπλύνει τους στεναγμούς, θα παρασύρει τις βαθιές κηλίδες του πόνου στους πυθμένες των ωκεανών. Κι όταν θα ξαναπέσει, θα’ ναι καθαρή, θα φτιάχνει γάργαρα ρυάκια, να καθρεφτίζουν γαλάζιους ουρανούς.
Ύστερα θ’ ανθίσουν λεμονιές. Θα ξεπροβάλλουν από τις στάχτες τα λουλούδια.
Και τότε, πήλινοι άγγελοι, ελευθερωμένοι από τις σπείρες, θα περπατήσουν πάλι στα γνώριμα υγρά χώματα, ξυπόλητοι από περηφάνια, ανυπόδητοι από αλαζονεία. Θα αγαπηθούν ξανά.
Και θα έχω επιστρέψει, θα πετώ αόρατος όπως τότε που ήμουν παιδί, πάνω απ’ τα μικρά κεφάλια των απογόνων τους καθώς θα παίζουν ανέμελα στα γόνιμα χώματα της γης της επαγγελίας…