Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Αργώ



  “Δεν μπορείς να σβήσεις ένα όνειρο, μπορείς μόνο να με ξυπνήσεις” έλεγαν οι στίχοι μιας μπαλάντας. Θυμάται πως έβρεχε και τότε. Ήταν πάλι Νοέμβρης. “Θα μείνω να γίνω ένα δάκρυ στων ματιών σου την άκρη”, διάβαζε με συγκίνηση στο γράμμα του, καθώς οι στάλες κυλούσαν στο τζάμι.

   Η Ανέμη αγαπά τους Νοέμβρηδες. Και τις δροσερές γκρίζες βροχές.  Κι έζησε πάντα μέσα στ’ όνειρο. Μαζί του. Όπως της είχε υποσχεθεί. Και κανείς δεν την ξύπνησε ποτέ.
   Κοιτάζει τώρα απ’ το παράθυρο τη σιλουέτα του στη βροχή. Κάθε απόγευμα, εδώ και πολλά χρόνια, βγάζει βόλτα την Αργώ. Η Αργώ περπατά μπροστά του, γυρνά κάθε τόσο, σιγουρεύεται πως την ακολουθεί, ελέγχει την ασφάλειά του, κουνά την ουρά της με αφοσίωση. Η Αργώ κουτσαίνει από αρθροπάθεια, ζει πεισματικά παρά την ηλικία της, θα πρέπει να έχει ξεπεράσει κάθε προσδόκιμο επιβίωσης. Εκείνος την αφήνει να προπορεύεται, προκειμένου να δικαιώσει ακόμα μια φορά το ένστικτό της, που λειτουργεί σαν κίνητρο ζωής, ακολουθώντας την αργά μέχρι το πάρκο. Ίσως και να μην μπορεί πλέον πιο γρήγορα.

   Θα σ’ αγαπώ, μέχρι ο χρόνος να γίνει άσπρη στάχτη, η σκέψη της συνοδεύει τα βήματά του μέχρι να χαθεί πίσω απ’ τη γωνιά του δρόμου.
   Η Ανέμη συνήθιζε να περπατά κι αυτή μαζί τους, αλλά όχι πια. Ιδιαίτερα όταν βρέχει, όπως απόψε. Τοποθετεί με φροντίδα τα λευκά πορσελάνινα φλιτζάνια στο τραπεζάκι του σαλονιού και βάζει νερό να ζεσταθεί για το τσάι. Στρώνει το  κάλυμμα για την Αργώ πάνω στην πολυθρόνα. 
   Ξανακοιτά από το τζάμι. Μια ψυχρή γεωμετρία θριαμβεύει πάνω στα πανύψηλα σκούρα κτίρια. Στην ψυχή της όμως, και στα κάδρα των τοίχων, φυλάει εκείνες τις ζεστές παλιές φόρμες με τα κεραμίδια, τις πέργκολες και τις πράσινες αυλές. Οι αποχρώσεις του γκρίζου παραμονεύουν σαν σκιές θηρευτών απειλώντας τα τελευταία ξεθωριασμένα χρώματα που λουφάζουν κυνηγημένα  στα σκοτεινά σοκάκια. Αλλά η Ανέμη κρατά  τα χρώματα ζωντανά, ταξινομώντας τα με στοργή, σε στενά παρτέρια και μικρές πήλινες γλάστρες. Στις παλιές φωτογραφίες, δίπλα στο τζάκι, βρίσκουν άσυλο οι πιο γλυκές αναμνήσεις, ανασαίνοντας εξαίσιες νότες γαρδένιας και τριαντάφυλλου.

   Ανασκαλεύει τα δυο τελευταία κούτσουρα στη φωτιά για να προετοιμάσει την ατμόσφαιρα περιμένοντας, αναπαράγοντας παλιά τρυφερά τετ α τετ, όπως τότε, ακριβώς με το ίδιο ανεξίτηλο συναίσθημα.
   Ρίχνει πάλι μια ματιά στο παράθυρο, η βροχή συνεχίζεται, η μορφή του αχνοφαίνεται στο βάθος, με τον γνώριμο βηματισμό. Βάζει το νερό στην τσαγιέρα.
   Ακούει τα βήματά του που φτάνουν στην είσοδο. Σερβίρει το καυτό τσάι στα φλιτζάνια, με γαρύφαλλα και μπαστούνια μυρωδάτης κανέλλας.  Το κλειδί γυρίζει στην κλειδαριά. Η Ανέμη βυθίζεται στην πολυθρόνα και χαμογελά.

   Ο κλειδαράς που έχουν φωνάξει οι γείτονες ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος. Χλιαρές πνοές παλιού αρωματισμένου χρόνου και κάποια ανεπαίσθητη μυρωδιά ξύλου που έσβησε στο τζάκι ελευθερώνονται νωχελικά στον διάδρομο. Το τσάι είναι παγωμένο. Η γριά Ανέμη χαμογελά. Δίπλα της στο τραπεζάκι ένα κιτρινισμένο γράμμα τελειώνει με τη φράση: “Θα μείνω να γίνω ένα δάκρυ στων ματιών σου την άκρη”.
  ‘Εξω βρέχει. Το ηχητικό επαναλαμβάνει σιγανά την ίδια παλιά μπαλάντα. “Δεν μπορείς να σβήσεις ένα όνειρο, μπορείς μόνο να με ξυπνήσεις”, λένε οι στίχοι.