Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Νάμραθ

                               Νάμραθ

   Ο Νιρούν, το συμβιωτικό μου ετεροδιαστατικό κρυπτοενεργοψευδόπτερο, έχει μια ιδιότυπη, απλοϊκή αίσθηση του χιούμορ, προσαρμοσμένη στο επίπεδο της αντίληψής μου, όπως μου λέει μερικές φορές με φιλικά πειραχτική διάθεση,  προκαλώντας ωστόσο ακόμα κι έτσι την έμφυτη ανθρώπινη ευθιξία μου και  εξωθώντας με να στείλω στο διάολο – χαμογελαστά πάντως κι εγώ - την οντολογική του ανωτερότητα. Η αλήθεια είναι πως ξεκίνησα πρώτος τις προκλήσεις, κάποια άτυχη στιγμή, όταν, έχοντας σαν μόνο ελαφρυντικό μια ολονύκτια μυρο-μπυροποσία, καλή ώρα όπως απόψε, τον αποκάλεσα σκωπτικά “όχημα”.

   Περιμένοντάς με λοιπόν αυτές τις άγριες ώρες, κοντά στα ξημερώματα, έξω από τα όρια της Ζώνης  να επιστρέψω, κρύβεται συνήθως σε άλλες διαστάσεις, αφήνοντας κάθε φορά πίσω μόνο ένα μικρό κομμάτι του, κάνοντας ίσως μ’ αυτόν τον τρόπο και κάποια οικονομία ενέργειας. Πότε αφήνει την άκρη της ουράς του, άλλοτε μερικά πούπουλα από τα φτερά του, ή ένα αυτί, μια κεραία, δύσκολο έως αδύνατο να τα διακρίνεις, καθώς είναι τέλεια καμουφλαρισμένα μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Η ουρά του μοιάζει σαν κομμάτι ρίζας στο έδαφος, τα πούπουλά του σαν θύσανοι των ξερόθαμνων, το αυτί του δεν φαίνεται πίσω από τις πέτρες, η κεραία του γίνεται μέρος της χαμηλής φαιοκίτρινης πόας. Μου βγάζει την πίστη μέχρι να τον ανακαλύψω. Τις περισσότερες φορές βέβαια δεν τα καταφέρνω και αναγκάζομαι να τον παρακαλέσω φωναχτά να αποκαλυφτεί. Ύστερα, αφού εμφανιστεί και με πάρει στα φτερά του, το βλαμμένο, χαχανίζει κοροϊδεύοντάς με, μέχρι τo καταφύγιο.

   Απόψε, δεν έφυγε καθόλου. Περίμενε υπομονετικά μέχρι να γυρίσω. Η ένατη ή δέκατη αίσθησή του - δεν είμαι σίγουρος για τη σειρά σημαντικότητας με την οποία τις υπολογίζει, γιατί αυτό εξαρτάται από τον αριθμό των διαστάσεων του κόσμου στον οποίο παίρνει υπόσταση - σχετίζεται με την γενική πρόβλεψη του κοντινού μέλλοντος. Αντιλαμβάνεται και τις παραμικρές διακυμάνσεις στα βιοενεργειακά πεδία και εκτιμά αυτόματα και με ακρίβεια τις μεταβολές των παραμέτρων. Έτσι, υπολόγισε έγκαιρα ότι η κυματοσυνάρτηση με τις πιθανότητες συμβάντων θα καταρρεύσει προς την πλευρά  μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης και πως δεν ήταν ώρες για παιχνίδια. Απλώνει τώρα τα φτερά του και σκύβει για να αναρριχηθώ στη ράχη του.                

   Ο ανελαστικός, συνθλιπτικός συνδυασμός βαρύτητας – χρόνου, σε κόσμους τεσσάρων διαστάσεων, αποδομεί ταχύτατα τον Νιρούν. Κάθε προσπάθεια προσαρμογής και σταθεροποίησής του εδώ, χωρίς κάποιον συμβατό  βιοενεργειακό διάμεσο, θα ήταν μάταιη. Και, παρά το γεγονός ότι το “κυνήγι” των αιθερονοομορφών, στην ηλεκτρομαγνητικά διεγερμένη ατμόσφαιρα του Αλνταχάρ, είναι ζωτικό για εκείνον, θα ήταν αδύνατο  να διατηρήσει μια στοιχειωδώς αταθερή υλική υπόσταση για να επιδοθεί σ’ αυτό, χωρίς την δική μου καταλυτική σύμπραξη. Πέρα από κάθε αμφιβολία άλλωστε, χρωστά στη φύση μου πολλά από τα δικά του φυσικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη πλευρά βέβαια, ούτε κι εγώ θα μπορούσα, αν δεν ήταν εκείνος, να σουλατσάρω ασύδοτος όπου με βολεύει, χωρίς να λογαριάζω αποστάσεις και, κυρίως, να βρίσκω άσυλο σε τέτοια απρόσιτα μέρη, όπως τα ρήγματα. Στον Αλνταχάρ, αυτή η σύζευξη είναι κάτι παραπάνω από ανταλλαγή υπηρεσιών. Είναι μια αλληλέγγυα σχέση επιβίωσης. Και για τους δυο εμπλεκόμενους.

   Μας παίρνει μόνο μερικά φτεροκοπήματα μέχρι να σηκωθούμε ψηλά, κι άλλα λίγα μέχρι να φτάσουμε στα ρήγματα των δυτικών υψιπέδων. Γιατί, στην ουσία, δεν πετάμε όλη αυτή την απόσταση. Κόβουμε δρόμο μέσα από τα χωρικά πυκνώματα του σημειακού ορίζοντα, στην συμβολή των υπερδιαστατικών κόσμων. Να γιατί η λέξη “όχημα” τον αδικεί.
                                          
                                                   ***

   “Όλος ο κόσμος ξέρει ότι οι ίσκρες ανάβουν μόνο στο σκοτάδι και στο κρύο” ούρλιαζε ο Πόρινγκ ο Μαβιδιανός λίγο νωρίτερα, στα καταγώγια της ζώνης, σε κάτι Ανατολίτες Νουμέριους έμπορους, με μαυριδερές φάτσες, γαμψές μύτες και βλέμματα αρπακτικών, που ζητούσαν φασαρία. “Και σας το είπα επιπλέον άλλες  τρεις φορές, τουλάχιστον”. 

   “Ήμουν μπροστά, είναι αλήθεια” έβαλα την ουρά μου αυθόρμητα, υπερασπίζοντας τον Πόρινγκ, σαν και να υπήρχε περίπτωση η μαρτυρία μου να βοηθήσει στη διευθέτηση της διαφοράς. Εισέπραξα ματιές - φονικές λεπίδες, απαξιωτικές γκριμάτσες και ένα περιφρονητικό φτύσιμο στο χώμα μπροστά στα πόδια μου. Καμιά μαρτυρία τρίτου, δεν έχει οποιοδήποτε ίχνος κύρους ή νομικής ισχύος εδώ, στις ζώνες των ελεύθερων ανταλλαγών και της ασυδοσίας. Οι συναλλασσόμενοι ξεμπερδεύουν μόνοι τους, στη βάση ενός θολού εθιμικού πλαισίου, που ταλαντεύεται ανάμεσα από υποκειμενικές ερμηνευτικές διαφοροποιήσεις και νταηλίδικες αυθαίρετες εκτροπές. “Πίναμε μαζί” συμπλήρωσα, δικαιολογώντας αμήχανα την παρέμβασή μου, “πάντα πίνουμε παρέα”.

   Οι ίσκρες, τα φλογολούλουδα, απλώνονται στις παγωμένες εκτάσεις του μακρινού Βορρά και μόλις εξαφανιστεί το φεγγάρι - η λαμπερή Κίρκη - από τον ουρανό και η πιο βαθιά σκιά της νύχτας αρχίζει να σαρώνει σαν κύμα τις ψυχρές πεδιάδες,  ανάβουν κι αυτές κυματικά. Έτσι, καθώς το πηχτό σκοτάδι προχωρά μπροστά, ένα χαλί από μικρές πεντάγλωσσες φλογίτσες στρώνεται στο έδαφος ακολουθώντας από μικρή απόσταση πίσω του, φωτίζοντας τα μονοπάτια των νυχτόζωων. Είναι από τις ιστορίες του Αλνταχάρ που λέμε στα παιδιά μας, σαν παραμύθια, για να ονειρευτούν εκείνη την ώρα που θα γίνει πραγματικότητα το να περπατήσουν ανάμεσα στις ζωντανές φλόγες της Μεγάλης Βόρειας Νύχτας, παρέα με τα όμορφα, φιλικά και περίεργα νυχτόζωά της, που έχουν πάντα λίγο χιόνι πάνω στη ράχη τους.

   Άντε βέβαια να βρεις άκρη μ’ αυτούς τους απίστευτους κερδοσκόπους, τους ραδιούργους της απάτης, που, είτε πίστεψαν - αβάσιμα και αδικαιολόγητα - πως οι ίσκρες ανάβουν και στους καυτούς ανέμους, είτε κάποιους άλλους δοκίμασαν να κοροϊδέψουν, χωρίς αποτέλεσμα, ή - το πιθανότερο απ’ όλα – τις είχαν ήδη μοσχοπουλήσει και δεν είχαν προς το παρόν άλλη πραμάτεια να εμπορευτούν. Οι Νουμέριοι ζητούσαν επίμονα πίσω τις φελόπιτες και τις ορνιθόσαυρές τους, μαζί με όσα νερο-αυγά είχαν κάνει εντωμεταξύ, μια βδομάδα από την στιγμή της συναλλαγής. Είχαν φέρει με τη σειρά τους πίσω μερικά μαραμένα χόρτα σε άθλιο χάλι, απροσδιόριστης αρχικής ταυτότητας, που υποτίθεται πως ήταν οι ίσκρες. Ήταν άκρως εκνευριστικοί, όχι μόνο για  την προκλητικά φανερή τους πρόθεση εξαπάτησης, αλλά και γιατί απαιτούσαν το αδύνατο: Οι πίτες, χωρίς αμφιβολία, είχαν ήδη καταναλωθεί και δεν γινόταν να επιστραφούν αυτούσιες, τα δε πτηνοσαυροειδή είχαν πάρει το δρόμο για το Νότο, καθώς, σε μια δεύτερη επιτόπια συναλλαγή, το ίδιο βράδι, ο Πόρινγκ τα είχε ανταλλάξει με κλιματο-προσαρμοστικά αρτοδενδρύλια. Στα μέρη του χιονιού και του πάγου, δεν χρειάζεσαι προφανώς νερό, χρειάζεσαι ζεστή, θερμιδογόνα τροφή.

   Η ιστορία αγρίεψε, όταν μπήκαν στη μέση και κάποιοι αυτόκλητοι επιτηρητές συναλλαγών – αργόσχολοι που χώνονται στους καβγάδες πουλώντας τσαμπουκά για πάρτη άλλων, προκειμένου να κεραστούν μια μυρόμπυρα - κι έγινε μακελειό. Έπεσαν κάτι ψιλές, απειλήθηκε παν-αλνταχαριανή σύρραξη, αλλά τελικά ο Πόρινγκ βρήκε την ευκαιρία να την κοπανήσει, καθώς του έκανα  αντιπερισπασμό, παίρνοντας οργισμένος το δισάκι μου στον ώμο, σπρώχνοντας βίαια μέσα  στο τσούρμο, χειρονομώντας, φωνάζοντας, αποσπώντας γενικά την προσοχή και φεύγοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που έφευγε συνήθως εκείνος. Προς τα εκεί που, έτσι κι αλλιώς, με περίμενε ο Νιρούν.   

                                                     ***

   “Στις Ζώνες Ανταλλαγών γίνεται έντονα αντιληπτή η ισχυρή σας ατομικότητα, όπως και στη Ραμάρις και τις Σκοτεινές Πόλεις” λέει ο Νιρούν, καθώς σηκωνόμαστε. “Είναι πάντως περίεργο, ανώτερες οντότητες όπως εσείς, σε κόσμους με τόσο σταθερές υλικές δομές, να λειτουργείτε τόσο ατομικά, γιατί αφού ζείτε έτσι στριμωγμένοι στο χώρο και είσαστε υποτίθεται οργανωμένοι με κοινωνικές δομές αλληλεξάρτησης, θα έπρεπε λογικά να διαθέτετε συλλογική λειτουργία, συλλογικούς δεσμούς, ή – έστω - κάποιο  στοιχειώδες επίπεδο συλλογικής συνείδησης. Αντίθετα, πολλές φορές, όπως κι απόψε, διαπιστώνω αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, μίσος και έντονη επιθετικότητα. Συμπεριφορές που έρχονται σε σύγκρουση με τους λογικούς όρους  της συμβίωσης, ασύμφορους ίσως και για την ίδια την επιβίωση”.
   Ουφ, τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια, είναι το μόνο που μπορώ να παράγω σαν σκέψη.   
   “Ομολογουμένως, με βρίσκεις στην πιο ακατάλληλη φάση για να φιλοσοφήσω” απαντώ με κόπο, επιχειρώντας να παρακάμψω το θέμα.
   “Το ότι δεν είσαι σε φάση, λέγεται νοητική αδράνεια και είναι  μόνιμη αδυναμία σου, οι μυρόμπυρες δεν έχουν καμιά σχέση” λέει εκείνος με το συνηθισμένο πια δηκτικό υφάκι, αλλά είμαι πραγματικά εξουθενωμένος για να διεκδικήσω στη συγκεκριμένη στιγμή το μεγαλείο της διάνοιάς μου.  
   “Από την άλλη μεριά” επιμένει ο Νιρούν, “αν και αντιφατική, είναι αξιοθαύμαστη η αναπάντεχη υπέρβαση αυτής της ατομικότητας και η μετάλλαξή της σε αλτρουισμό, αυταπάρνηση και αυτοθυσία, κάποτε – κάποτε, που εκδηλώνεται μέσα από τα συναισθήματα και την συμπεριφορά σας, κυρίως στις φιλικές και στις συντροφικές σας σχέσεις, ή, ακόμα περισσότερο, στη φροντίδα των μικρών απογόνων σας. Τα συναισθήματα αυτά, σαν ανώτερη ψυχονοητική λειτουργία, παράγουν εκλεπτυσμένες και ποιοτικές αιθερονοομορφές. Η απώλειά τους θα είναι σημαντική για μας, αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή”.
   Αυτό, μάλιστα, σκέφτομαι με ανακούφιση, να και μια κολακευτική παρατήρηση που δεν χρειάζεται απάντηση.
   Αλλά, ο Νιρούν, θέλει τελικά να το φτάσει κάπου.
   “Και, δυστυχώς, ήλθε η στιγμή να σας εγκαταλείψουμε” λέει σε αιφνιδιαστικό χρόνο, καθώς κατεβαίνουμε.  

   Μας είχε προειδοποιήσει ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα, αλλά στάθηκε αδύνατο να προετοιμαστούμε ψυχολογικά. Είχα ήδη βέβαια προσέξει, πριν μας το αναγγείλει, ότι τον τελευταίο καιρό κάτι τον απασχολούσε. Παρατηρούσα κυρίως τον Άσα Ντρουζ, που δεν φαινόταν τόσο καλά, όσο παλιά. Έδειχνε ιδιαίτερα κουρασμένος, φουσκωμένος, και βαρύς. Σκεφτόμουν, πως δεν είναι πάντα εύπεπτη τούτη η “τροφή”. Κατανοούσα ασφαλώς ότι πολλές, ενεργειακά σκοτεινές, αιθερονοομορφές, αν και απαραίτητες για την ωρίμανση, την ολοκλήρωση και την ισορροπία της οντότητάς τους, έχουν προσωρινές βλαπτικές επιδράσεις πάνω τους.
   “Έχει να κάνει με τον Άσα Ντρουζ;” ρωτώ τον Νιρούν.
   “Κυρίως μ’ αυτό το κατοικίδιο” μου λέει γελώντας.

   Ο Άσα Ντρουζ, τοκατοικίδιο”, βαφτισμένος έτσι την ίδια βραδιά που βάφτισα και τον Νιρούν “όχημα”, μένει πάντα πίσω τον τελευταίο καιρό, σαν φρουρός, αφού η Κέρζα, το συντροφικό μου – και δικό του συμβιωτικό - ταίρι, δεν μπορεί να απομακρυνθεί από το καταφύγιο. Η γλυκύτατη αιτία που την καθηλώνει, ακούει στο όνομα Όνιρον και τούτη τη στιγμή είναι ακόμα βυθισμένη στην πουπουλένια αγκαλιά του ύπνου, αφήνοντας σιγανά γουργουρητά. Σφίγγει με το χεράκι της ασυνείδητα το δάχτυλο του Άσα Ντρουζ, που την κοιτά σχεδόν εκστασιασμένος, ρουφώντας τ’ αποτυπώματα των λευκογάλαζων αιθερονοομορφών που παράγει η αθωότητά της. Μια ανοιχτή λουλακιά αύρα, ορατή ακόμα και σε μένα, λαμπυρίζει παλμικά γύρω του.
Εδώ, στις παρυφές του Ωρίωνα, οι κόσμοι ανταλλάσσουν τις λάμψεις τους.
   “Μπορώ;” με ρωτά ο Νιρούν, όπως κάθε φορά.
Χαμογελώ για την περιττή του ευγένεια. “Φυσικά μπορείς, ανόητο” του λέω “πρόσεχε μόνο μη μου την ξυπνήσεις”  κι αυτό βέβαια που του λέω εγώ είναι επίσης περιττό.
Ο Νιρούν ακουμπά βελούδινα το δάχτυλό του στο τρυφερό χεράκι της.
   “Θα μου λείψει” λέει. Και εκπέμπει ρουμπινένιες ανταύγειες.

    Η Κέρζα, η μελαχρινή μου μιγάδα από τον Ουαζίρ, ανοίγει τα τεράστια  ματόκλαδά της. Στα σκούρα της μάτια, ακόμα και η πιο μικρή σπίθα αντανακλάται άμεσα, επιστρέφοντας θερμή πίσω στην πηγή της.
   “Έφυγαν; Ο Άσα Ντρουζ μου είπε πως θα ‘φευγαν πριν το ξημέρωμα” ρωτά.
Κουνώ καταφατικά το κεφάλι μου.
   “Ευκαιρία να μένεις και λίγο στο καταφύγιο” λέει γελαστά, με παρηγορητική πρόθεση.
   “Θα επιστρέφω καθυστερημένα, μάλλον, αφού δεν θα ‘χω όχημα πια” την προειδοποιώ χαμογελώντας, προσπαθώντας, μάλλον αδέξια, να υποκριθώ ελαφριά διάθεση.

   Ο Ζένταξ σηκώνεται αστραφτερά λευκός πίσω από τις κορφές του Κίλγκερμοντ, εξορίζοντας τις κόκκινες φωτιές του μακρινού Μπετελγκέζ. Στον ουρανό του Αλνταχάρ ποτάμια ιονισμένων αερίων βάφονται στα χρώματα της ίριδας.
Κάποιο δειλινό με παρόμοια χρώματα, η απίθανη συγκυρία της συγχρονισμένης κορύφωσης ενός φιλιού και μιας ηλεκτρομαγνητικής καταιγίδας - δημιουργημένης από τις πνοές του κόκκινου γίγαντα - τράβηξε κοντά μας τους δυο ταξιδιώτες της παλίρροιας.

   Η Κέρζα αφουγκράζεται το τοπίο. Οι τρεμουλιαστές ανάσες των πλασμάτων χάνονται μ’ έναν ανεπαίσθητο  επαναλαμβανόμενο ρυθμό, μέσα στον μακρόσυρτο απατηλό βόμβο του χρόνου. Έρχεται δίπλα μου, τυλίγει τα χέρια της στο λαιμό μου κι ακουμπά το κεφάλι της στον ώμο μου. Πόσο αγαπώ ό, τι σημαίνει αυτό. Υπάρχουν στιγμές που συμπυκνώνουν ολόκληρες ζωές.
Φέρνει το χέρι μου στο μάγουλό της και ύστερα ακουμπά τα χείλια της στην παλάμη μου.
   “Ανάμεσα στα πράγματα, είναι λίγα αυτά που έχουν πραγματική σημασία” μου λέει, έχοντας διαβάσει όλα μου τα συναισθήματα.
   “Πρέπει τώρα να τρέξουμε” της λέω.
   “Ας δούμε πρώτα πόσο μπορούμε ν’ αντέξουμε έτσι” μου απαντά. 

                                                      ***

   Οι χέρβερες ουρλιάζουν τις νύχτες, κάθε φορά  και σε μικρότερη απόσταση από τη σπηλιά - καταφύγιο. Έχουν αντιληφτεί εδώ και καιρό την απουσία ενεργειακής προστασίας, μυρίστηκαν ζεστή σάρκα, πλησιάζουν σιγά - σιγά. Τις μέρες βγαίνω για τροφή, όμως πρέπει να είμαι κοντά, όταν βραδιάζει. Τα ρήγματα είναι δύσβατα, ακόμα και για τα πεινασμένα αγρίμια, αλλά ένα ζεστό πρωτεϊνικό δείπνο αποτελεί σίγουρα ακαταμάχητο κίνητρο για υπερβάσεις.

   Στον σκληροτράχηλο Αλνταχάρ, εκατόν ογδόντα επτά χρόνια από την Άφιξη, οι συλλέκτες - τροφοδότες, όπως εμείς, μένουν έτσι κι αλλιώς έξω από τις πόλεις, φτιάχνοντας οικισμούς σε αποστάσεις ασφαλείας απ’ αυτές, προκειμένου να προστατεύονται, ή, ενσωματώνονται στα γκέτο  των περιθωριοποιημένων, στις περιμετρικές.
   Ο αυτοεξορισμός μου στα απρόσιτα για τους ανθρώπους ρήγματα έχει να κάνει με το ότι είμαι περίπου επικηρυγμένος στις πόλεις, επειδή εγώ και το σύστημα έχουμε “αποκλίνουσες” απόψεις και, όσο έμενα κοντά, έμπλεκα συνέχεια σε φασαρίες με κρετίνους νομοτηρητές, άβουλα εκτελεστικά ζώα, που αφηνιάζουν και ηδονίζονται από την γεύση της υποτιθέμενης “εξουσίας” τους και που είχαν εντολές άνωθεν να μη μας αφήσουν σε ησυχία, εμένα και τους ομοϊδεάτες μου.
   Η πρόσβαση στο φρέσκο, καθαρό νερό είναι ο ένας από τους λόγους που επέλεξα να μείνω εδώ. Στο βάθος των τάφρων ρέει άφθονο, από πηγές των βράχων και σχηματίζει βάθρες και ποταμάκια, μέχρι να χαθεί με θόρυβο μέσα από φυσικές καταβόθρες, προς τα έγκατα του Αλνταχάρ. Ένας άλλος σοβαρός λόγος είναι πως το τοπίο αυτό είναι παρόμοιο με τα άγρια τοπία του Ουαζίρ, οικείο στην Κέρζα κατά συνέπεια.

   Η ‘Ονιρον ήλθε απρόσμενα και, μέσα στην γλυκιά αναστάτωσή μας, δεν συνειδητοποιήσαμε πως, αν μια μέρα χρειαστεί να επιστρέψουμε σε κοντινότερες αποστάσεις, θα υπάρξει δυσκολία. Μόνο όταν μάθαμε ότι τα ψευδόπτερα θα μας αφήσουν, το αντιμετωπίσαμε σαν άμεσο ενδεχόμενο, μα ήταν πλέον αργά. Ακόμα και να επιστρέψουν μια μέρα, ξέρουμε ότι το ζήτημα της Όνιρον θα μείνει άλυτο. Η ύστατη τρελή ελπίδα μου σβήστηκε όταν την ανέφερα στον Νιρούν.
   “Ακόμα και να μπορούσα να αλλάξω συμβιωτικό, πράγμα που δεν γίνεται έτσι κι αλλιώς, θα έπρεπε να είναι ένα σωματικά, ψυχονοητικά και συναισθηματικά ώριμο άτομο, για να αντιστοιχεί στα δικά μου δεδομένα και τις ανάγκες, προκειμένου να λειτουργήσει τη συμβατότητα” μου είχε πει.

   Οι κολίσουροι σέρνονται πια αναιδείς στα πόδια μας και κλέβουν καρπούς στα μουλωχτά. Χθες το βράδυ μια χέρβερα παραμόνευε με τα μάτια της να φωσφορίζουν στα βράχια από την απέναντι όχθη. Οι φράστρες πετούν με θόρυβο μόλις βραδιάσει, σκούζοντας ενοχλητικότατα στην προσπάθειά τους ν’ αρπάξουν τους κολίσουρους έξω από την είσοδο.
Ο εναλλάκτης του συστήματος ενεργειακής ασπίδας χρειάζεται επισκευή, οι μπαταρίες ρουβιδίου εξαντλήθηκαν, ο φωτονιακός εναυστήρας χάλασε, τις κρύες μέρες δεν θα έχουμε ούτε φωτιά.
   “Μυρουδιά φρέσκου οπτόψωμου στον καρβουνόφουρνο. Νότες από γλυκερές λιχουδιές της εύκρατης ζώνης, φτιαγμένες από εχινάδες και σακχαρόμακτρα, πασπαλισμένες με δροσερές μύχθες και τσουρουφλισμένο καραμελωμένο κιτρινόσταχο, περιχυμένες με σιρόπι μυρόσυκων” ονειρεύομαι φωναχτά.
   “Σύνελθε! Λίγα είναι τα σημαντικά” γελά η Κέρζα.

   “Το πρωί ξεκινάμε” λέω αποφασιστικά, “είναι πια παρακινδυνευμένο να μένουμε άλλο. Θα ταξιδεύουμε τη μέρα και θα βρίσκουμε άσυλο τις νύχτες”.
   “Θα σ’ ακολουθώ, μέχρι ο χρόνος να παγώσει στις κορφές του Κίλγκερμοντ” μου λέει.

                                                     ***

   Οι χέρβερες δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ, όλη αυτή την τελευταία νύχτα μένω σ’ επιφυλακή, για κάθε ενδεχόμενο. Με τις πρώτες αχτίδες του πρωινού, τα μάτια μου σφαλίζουν για λίγο, κουρασμένα.

   Ανοίγω τα βλέφαρα από έναν διαισθητικό αυτοματισμό. Η Κέρζα κοιμάται και η Όνιρον ακούγεται να  σουσουραδίζει απ’ έξω, αρθρώνοντας τις δικές της λεξούλες. 

   “Τοκ τοκ” ακούω μια γνωστή φωνή.

   Ο Νιρούν εμφανίζεται στην είσοδο τινάζοντας δήθεν τα φτερά του σαν αποδημητικό που έχει πετάξει ένα ολόκληρο ταξίδι.

   “Μπορώ;”  
   “Φυσικά μπορείς, ανόητο” λέω με έξαψη, “πρόσεχε μόνο μη με ξυπνήσεις”.

   Δεν προλαβαίνω να τον αγκαλιάσω. Μια απροσδιόριστη μικροφασαρία ακούγεται απ’ έξω, που με αποσπά. Η Όνιρον δεν είναι μόνη, σκέφτομαι. Πετιέμαι έξω από το καταφύγιο με σχετική διέγερση. Η Όνιρον είναι εκεί, μέσα στην τρελή χαρά, παίζοντας μ’ ένα ψευδόπτερο τόσο δα, ένα λευκό μικρούλι Νιρουνάκι. Αγκαλιάζονται και κυλιούνται στα χορτάρια με κραυγούλες και γελάκια. Δίπλα ο Άσα Ντρουζ είναι απορροφημένος στις κοραλόχρωμες και σμαραγδένιες ανταύγειες που ξεπηδούν από το σύμπλεγμα των κορμιών τους, χορεύοντας σαν φιγούρες μιας ξέφρενης αποκριάτικης γιορτής. 
Γυρνώ αποσβολωμένος στον Νιρούν, που έχει έλθει πίσω μου, με ερωτηματικό βλέμμα.

   “Αυτό είναι η Νάμραθ” λέει εκείνος, χωρίς να με κοιτά, τονίζοντας υπαινικτικά την αντωνυμία και το άρθρο.

   “Yπάρχει κάτι που ζηλέψαμε από σας” συνεχίζει, ξύνοντας σκεφτικά το πηγούνι του, με το βλέμμα προσηλωμένο στην υπό εκκόλαψη συμβιωτική σχέση. “Ο τρόπος που διαιωνίζετε το είδος σας, σας κάνει να μοιάζετε με μικρούς δημιουργούς. Λοιπόν, δεν υπάρχει μεγαλύτερο προνόμιο στο σύμπαν”.
Εξακολουθώ απορημένος και άφωνος.

   “Είναι σκόπιμο, μάλλον, να σου επισημάνω κάτι που προφανώς σου έχει διαφύγει, μπουμπούνα” συμπληρώνει υπομειδιώντας, “ότι δηλαδή, αφού ο  Άσα Ντρουζ υλοποιείται στον Αλνταχάρ από την παρέμβαση της Κέρζα, παίρνει φυσιολογικά κάποια στοιχεία από τη φύση της. Έτσι, μπορεί τώρα να βρεις λογικό ότι δεν ήταν ποτέ ο. Είναι η Άσα Ντρουζ. Και είναι πλέον μαμά”.










Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Αργώ



  “Δεν μπορείς να σβήσεις ένα όνειρο, μπορείς μόνο να με ξυπνήσεις” έλεγαν οι στίχοι μιας μπαλάντας. Θυμάται πως έβρεχε και τότε. Ήταν πάλι Νοέμβρης. “Θα μείνω να γίνω ένα δάκρυ στων ματιών σου την άκρη”, διάβαζε με συγκίνηση στο γράμμα του, καθώς οι στάλες κυλούσαν στο τζάμι.

   Η Ανέμη αγαπά τους Νοέμβρηδες. Και τις δροσερές γκρίζες βροχές.  Κι έζησε πάντα μέσα στ’ όνειρο. Μαζί του. Όπως της είχε υποσχεθεί. Και κανείς δεν την ξύπνησε ποτέ.
   Κοιτάζει τώρα απ’ το παράθυρο τη σιλουέτα του στη βροχή. Κάθε απόγευμα, εδώ και πολλά χρόνια, βγάζει βόλτα την Αργώ. Η Αργώ περπατά μπροστά του, γυρνά κάθε τόσο, σιγουρεύεται πως την ακολουθεί, ελέγχει την ασφάλειά του, κουνά την ουρά της με αφοσίωση. Η Αργώ κουτσαίνει από αρθροπάθεια, ζει πεισματικά παρά την ηλικία της, θα πρέπει να έχει ξεπεράσει κάθε προσδόκιμο επιβίωσης. Εκείνος την αφήνει να προπορεύεται, προκειμένου να δικαιώσει ακόμα μια φορά το ένστικτό της, που λειτουργεί σαν κίνητρο ζωής, ακολουθώντας την αργά μέχρι το πάρκο. Ίσως και να μην μπορεί πλέον πιο γρήγορα.

   Θα σ’ αγαπώ, μέχρι ο χρόνος να γίνει άσπρη στάχτη, η σκέψη της συνοδεύει τα βήματά του μέχρι να χαθεί πίσω απ’ τη γωνιά του δρόμου.
   Η Ανέμη συνήθιζε να περπατά κι αυτή μαζί τους, αλλά όχι πια. Ιδιαίτερα όταν βρέχει, όπως απόψε. Τοποθετεί με φροντίδα τα λευκά πορσελάνινα φλιτζάνια στο τραπεζάκι του σαλονιού και βάζει νερό να ζεσταθεί για το τσάι. Στρώνει το  κάλυμμα για την Αργώ πάνω στην πολυθρόνα. 
   Ξανακοιτά από το τζάμι. Μια ψυχρή γεωμετρία θριαμβεύει πάνω στα πανύψηλα σκούρα κτίρια. Στην ψυχή της όμως, και στα κάδρα των τοίχων, φυλάει εκείνες τις ζεστές παλιές φόρμες με τα κεραμίδια, τις πέργκολες και τις πράσινες αυλές. Οι αποχρώσεις του γκρίζου παραμονεύουν σαν σκιές θηρευτών απειλώντας τα τελευταία ξεθωριασμένα χρώματα που λουφάζουν κυνηγημένα  στα σκοτεινά σοκάκια. Αλλά η Ανέμη κρατά  τα χρώματα ζωντανά, ταξινομώντας τα με στοργή, σε στενά παρτέρια και μικρές πήλινες γλάστρες. Στις παλιές φωτογραφίες, δίπλα στο τζάκι, βρίσκουν άσυλο οι πιο γλυκές αναμνήσεις, ανασαίνοντας εξαίσιες νότες γαρδένιας και τριαντάφυλλου.

   Ανασκαλεύει τα δυο τελευταία κούτσουρα στη φωτιά για να προετοιμάσει την ατμόσφαιρα περιμένοντας, αναπαράγοντας παλιά τρυφερά τετ α τετ, όπως τότε, ακριβώς με το ίδιο ανεξίτηλο συναίσθημα.
   Ρίχνει πάλι μια ματιά στο παράθυρο, η βροχή συνεχίζεται, η μορφή του αχνοφαίνεται στο βάθος, με τον γνώριμο βηματισμό. Βάζει το νερό στην τσαγιέρα.
   Ακούει τα βήματά του που φτάνουν στην είσοδο. Σερβίρει το καυτό τσάι στα φλιτζάνια, με γαρύφαλλα και μπαστούνια μυρωδάτης κανέλλας.  Το κλειδί γυρίζει στην κλειδαριά. Η Ανέμη βυθίζεται στην πολυθρόνα και χαμογελά.

   Ο κλειδαράς που έχουν φωνάξει οι γείτονες ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος. Χλιαρές πνοές παλιού αρωματισμένου χρόνου και κάποια ανεπαίσθητη μυρωδιά ξύλου που έσβησε στο τζάκι ελευθερώνονται νωχελικά στον διάδρομο. Το τσάι είναι παγωμένο. Η γριά Ανέμη χαμογελά. Δίπλα της στο τραπεζάκι ένα κιτρινισμένο γράμμα τελειώνει με τη φράση: “Θα μείνω να γίνω ένα δάκρυ στων ματιών σου την άκρη”.
  ‘Εξω βρέχει. Το ηχητικό επαναλαμβάνει σιγανά την ίδια παλιά μπαλάντα. “Δεν μπορείς να σβήσεις ένα όνειρο, μπορείς μόνο να με ξυπνήσεις”, λένε οι στίχοι.