Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Όχεντρα

Τ’ ανοιξιάτικα απογεύματα οι καλοκοιμηθιές χύνουν στις πλαγιές ένα ξεθωριασμένο βιολετί, που κατρακυλά σαν παλιό βελούδο μέχρι τις ρεματιές. Τα μαξιλάρια του ύπνου της, γεμισμένα με τ’ ανάλαφρα πουπουλένια άνθη τους, φέρνουν κάθε βράδυ στα όνειρά της λευκές οπτασίες. Ξεδιψούν αμίλητες στο νεραϊδόσπηλιο με δροσερό κρυστάλλινο νερό και υγρά κομμάτια από φεγγάρι. Στήνουν, αλαφροπάτητες, ξέφρενους σιωπηλούς χορούς τις νύχτες, στα σκιερά μονοπάτια και στα ξέφωτα, δίπλα στα βουβά πλατάνια. Αν τους μιλήσεις, σου κλέβουν τη λαλιά. Πρέπει να κρύβεσαι να μη σε βλέπουν, γιατί, αλλιώς, σου αρπάζουν την ψυχή.
Μια ώρα τουλάχιστον για το ξημέρωμα, τ’ ανήσυχα κοτσύφια ξορκίζουν τα σκοτάδια με ασυντόνιστα παραληρήματα, στο βάθος μιας χαμηλής λεπτής ομίχλης, πλεγμένης από τις αχνές ανάσες του τοπίου. Τούτη την ώρα η Σελένα ξεπροβαίρνει μέσα από τις μυρωδάτες μυρτιές όσο μπορεί πιο αθόρυβα και ξεκινά για την επιστροφή. Οι κουκουβάγιες σταματούν τις διαπεραστικές ρυθμικές κραυγές τους στο θρόισμα από το πέρασμά της.
Η λαχανιασμένη ανάσα της ακολουθεί τα γυμνά βήματά της στο χώμα.
Ξυπνά στις πρώτες αχτίδες κουρασμένη…
“Πού ήσουν πάλι απόψε, ψυχή μου;”
Δεν απαντά, ποτέ δεν μιλάει.
Με μια ζεστή βρεγμένη πετσέτα, εκείνος, καθαρίζει τρυφερά τα κρύα λασπωμένα της πόδια. Μ’ ένα γλυκό φιλί ξανακλείνει τα ματόκλαδά της. Αφήνεται στα περιποιητικά του χάδια.
Αλλάζει βλέμμα, ματιές αλλάζει, στα βλέφαρά της εναλλάσσονται αλήθειες. Συμβολισμοί κι' αλληγορίες, φιλτραρισμένες παρακρούσεις, τοπία στη θολούρα του μυαλού της.

Στην παραστιά σιμά, τις ψυχρές μέρες, το θλιμμένο πρόσωπό της φωτίζεται με θερμές αναλαμπές, από τις φλόγες που τρεμοπαίζουν και χοροπηδούν πάνω στα ξύλα. Η μοναξιά της χορεύει κι αυτή με τις σπίθες, ενώνεται με το τριζοβόλημα των κλαδιών που καίγονται μαζί με τις φευγαλέες σκέψεις της, και κατακάθεται στην πυρωμένη χόβολη. Την αγαπά τη ζέστη, μα φοβάται τη φωτιά.
Σε κάθε σπίθα, μια εικόνα. Μέσα στη φωτιά, ένας άγριος χορός. Κι εκείνη, παγιδευμένη στη φευγαλέα μορφή μιας οπτασίας, θυμάται. Υπομονετικά καιροφυλακτούσε ατέλειωτες νυχτιές να την αδράξει απ’ τα μαλλιά. Να ορίσει το λαχταριστό κορμί της που λικνιζόταν ιδρωμένο με φιδίσια χάρη, μια ώρα πριν ξημερώσει, όταν ξεσπούν τα ξέφρενα κελαϊδίσματα που μπορούν να σκεπάζουν τους λυπημένους λυγμούς. Τις μόνες στιγμές που η παράταιρη αγάπη μπορεί να αιχμαλωτίσει μια ψυχή και να την φυλακίσει στη στοργή αταίριαστων κόσμων. Θυμάται. Τις στιγμές του παράφορου πόθου του. Το μοναδικό αντίκρισμα της μοναξιάς της. Ένα διχασμένο δάκρυ στην άκρη των ματιών της θολώνει τη μορφή του.
Το φαγητό της δεν το αγγίζει ποτέ. Στο τζάμι βλέπει τη φιγούρα της να λειώνει μέρα με τη μέρα.
“Σελένα;” Η απογοητευμένη ματιά του την ικετεύει. Μάταια.
“Είσαι εδώ, μα λείπεις πάντα, Σελένα.”
Θα ήθελε να μην την φωνάζει μ’ αυτό το όνομα. Μα δεν μπορεί να του το πει. Θα ήθελε να την λέει με το δικό της: Όχεντρα…

Απομακρύνονται βασανιστικά οι καιροί με τα σύννεφα της λησμονιάς, μα οι μνήμες της γίνονται θλιμμένες στάλες που ξαναπέφτουν. Κλείνει τα μάτια σε μια περίεργη νάρκη που πλησιάζει. Αγκαλιάζει το λαιμό του με τα λιγνά της χέρια, με το κορμί της ανήμπορο πια, να τουρτουρίζει αφημένο στα μπράτσα του. Σφίγγεται κουλουριασμένη στο στήθος του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αντλήσει από τη θέρμη του.
Ανοίγει τα μάτια. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Το όψιμο ψιλόβροχο παρασύρει κάποια φύλλα που αιωρούνται τώρα από πάνω της, ταλαντεύονται παλινδρομικά, την νανουρίζουν πέφτοντας. Αισθάνεται να την κουβαλά προς τα κάτω, κάπου γνώριμα, κάπου παλιά. Κατηφορίζουν στην κοιλάδα. Βλέπει τα χείλια του φαραγγιού με τα θεόρατα βράχια να στενεύουν σιγά - σιγά. Να την κλείνουν στην υγρή αγκαλιά του με τους νυχτιάτικους θορύβους.
Νιώθει τελικά να την αποθέτει πάνω στα χόρτα. Η επαφή με το έδαφος μοιάζει με ζωογόνο τελετουργία. Κοιτάζει το ολόγιομο φεγγάρι στις στοές των σύννεφων.
“Σ’ έφερα πίσω, ψυχή μου.” της λέει.
Μια ώρα μετά τη δύση, όταν οι πύλες είναι ανοιχτές και οι ψυχές αλλάζουν σώματα, είναι η πιο κατάλληλες στιγμές να επιστρέψεις, αν σε ελευθερώσουν από τα δεσμά σου.
Τα πουλιά μουρμουρίζουν λίγο πριν λουφάξουν στις φωλιές των απόκρημνων βράχων. Στα ξέφωτα έχουν αρχίσει να συναθροίζονται λευκές μορφές.
“Σήκω, ψυχή μου.”
Μη μιλάς, θα σου κλέψουν τη φωνή, σκέφτεται εκείνη, μα δεν μπορεί να το πει φωναχτά κι είναι πια αργά.
Έπρεπε να έχεις κρυφτεί, θα σου αρπάξουν την ψυχή.
Οι οπτασίες κινούνται προς το μέρος του, αργά, χορευτικά.
Αφήνει το πουκάμισό της καταγής και σέρνεται αστραπιαία στα πόδια του. Στη γάμπα του σχηματίζονται δυο κόκκινες κηλίδες.
Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να σώσω την ψυχή σου, ψυχή μου. Λέει μ’ ένα σφύριγμα.

Στα παλιά γκρεμισμένα ξωκλήσια, σκαρφαλώνουν σαν στοιχειωμένα φαντάσματα οι κισσοί και τ’ αγιοκλήματα. Τις νύχτες του καλοκαιριού, μια σκιά ανάμεσα στις σκιές, μια ανάσα μέσα στις πνοές, περιπλανιέται με προσευχές ψιθύρους στης απουσίας της τα μονοπάτια. Όταν στρογγυλεύει το φεγγάρι, κατηφορίζει στο νεραϊδόσπηλιο του φαραγγιού και κρύβεται πίσω απ’ τις μυρωδάτες μυρτιές, παραφυλώντας με την ελπίδα πως απόψε θα δει ξανά το σιωπηλό χορό της Όχεντρας.

Εκείνη, χορεύει τρελά μαζί με τις άλλες λευκές οπτασίες, με το ιδρωμένο της κορμί να γυαλίζει στο σεληνόφωτο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές, ανιχνεύοντας τις ανεπαίσθητες κινήσεις στα φυλλώματα. Κι όταν το βλέμμα της διασταυρωθεί με το δικό του, υποκρίνεται πως δεν είδε τίποτα μέσα στο σκοτάδι, για να μην αναγκαστεί ν’ αρπάξει την ψυχή του…