Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Χρονοστρέβλωση


                                                 Χρονοστρέβλωση

«Αμέσως τώρα; Και πώς είπατε το όνομά σας;»
«Χρόνης Τοξίνης. Το ξι με γιώτα, παρακαλώ.»
Η γραμματέας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο καθώς πληκτρολόγησε το όνομα.
«Λοιπόν, είστε πολύ τυχερός κύριε, υπάρχει μια ακύρωση για το ραντεβού των επτά. Μπορείτε να δείτε τον γιατρό σε λίγα λεπτά.»
«Ευχαριστώ. Είναι πολύ σημαντικό για μένα.» Είπε κοιτάζοντας ανήσυχος προς το μέρος της πόρτας εισόδου.
Χώρος αναμονής ιατρείου, τυπικά πολυτελής. Παχιά μπεζ – καφέ μάλινη μοκέτα, εκρού μοντέρνοι καναπέδες, δυο πήλινες γλάστρες με ένα ανθούριο και ένα σπαθίφυλο, τρία εξ’ ίσου μοντέρνα γυάλινα φωτιστικά, ένας Άντυ Γουόρχολ αντίγραφο σε μεταξοτυπία και τέσσερεις γκραβούρες της Αθήνας του 1890.
«Λοιπόν, στο μεταξύ, να συμπληρώσουμε κάποια στοιχεία στην καρτέλα σας; Πείτε μου διεύθυνση.» Είπε η γραμματέας.
Τύπος καυκάσιος, λευκό δέρμα, σαρκώδη χείλια, νεανική εμφάνιση, ισορροπημένη κατανομή βάρους, φυσικά θηλυκή mezzo soprano φωνή με ιδιαίτερο ηχόχρωμα και καλή έκταση, εξαιρετικά επίπεδα οιστραδιόλης, SH σε αιχμή, φάση ωοθηλακιορρηξίας. Άρωμα φρέζιας.
«Αντάρη 127. Νέος Κόσμος. Προσωρινά.» Απάντησε.
«Ηλικία;»
«Σαράντα χιλ… Σαράντα δυο χρονών.»
«Επάγγελμα;»
«Επιδιορθωτής.»
Τον κοίταξε με απορία.
«Βάλτε μμμ… χτίστης.»
«Τηλέφωνο;»
«01234567890»
Τον ξανακοίταξε με απορία.
«Είμαι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού.» Εξήγησε.
Ακούστηκε η εξωτερική πόρτα της εξεταστικής αίθουσας του ιατρείου να ανοίγει και να ξανακλείνει. Ο προηγούμενος ασθενής είχε τελειώσει προφανώς.
Επτά βήματα σε λευκό μάρμαρο. Από την ενδιάμεση δρύινη πόρτα, ο γιατρός μπήκε στο χώρο αναμονής και καλησπέρησε ευγενικά.
«Περάστε παρακαλώ.» Του είπε μετά.
Βολεύτηκε στην δερμάτινη πολυθρόνα. Μοσχάρι Ισπανίας, ανθεκτική επιδερμική στοιβάδα, ποιοτική τεχνική βυρσοδεψίας. Σιώπησε για λίγα δευτερόλεπτα. Ο γιατρός κάθισε πίσω από το γραφείο.
Μέση ηλικία. σεμνή αυτοπεποίθηση, κουρασμένα μάτια, φιλική διάθεση. Ζεστή ελαφρά βραχνή φωνή. Καλή φυσική κατάσταση, στιβαρή μυϊκή κατασκευή, απομεινάρια παλιάς αθλητικής δραστηριότητας. Αύρα γενικά λευκή με ελαφρές χρωματικές πινελιές στα σωστά σημεία. ΄΄Τσι΄΄, ελαφρά διαταραγμένο στον έκτο μεσημβρινό.
«Θέλω να με ακούσετε προσεκτικά γιατρέ. Εμπλέκεστε σε μια παρέμβαση επιδιόρθωσης ανωμαλίας.»
«Σε ποια απ’ όλες αναφέρεστε;» Ρώτησε ο γιατρός με σοβαρότητα.
«Μάλλον δεν καταλάβατε. Όταν λέω επιδιόρθωση ανωμαλίας δεν εννοώ…»
«Κύριε… πώς είπαμε το όνομά σας;»
«Τοξίνης. Χρόνης Τοξίνης. Το ξι με γιώτα, παρακαλώ.»
Ούτε ο γιατρός μπόρεσε ν’ αποφύγει ένα χαμόγελο, διακριτικό πάντως όσο γινόταν.
«Λοιπόν, κύριε Τοξίνη, μην απολογείστε για την έκφραση. Διαταραχές της σκέψης, της αντίληψης, του συναισθήματος, υπερκινητική συμπεριφορά, απόσυρση, απομόνωση, δυσκολία στη λήψη αποφάσεων. Αδυναμία στη συγκέντρωση, έμμονες σκέψεις, αποδιοργάνωση, ευερεθιστότητα, δυσκολία στις σχέσεις με τους άλλους, ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις, παραληρηματικές κρίσεις. Σας κούρασα ήδη; Εν ολίγοις, μια πλούσια γκάμα από συμπτώματα, με τα οποία ασχολούμαι από το πρωί ως το βράδυ. Βλέπετε τίποτα ομαλό; Φυσικά και τα αντιμετωπίζουμε σαν ανωμαλίες. Ή για να το πω ορθώς επιστημονικά, πρόκειται για δυσλειτουργίες νευροδιαβιβαστικών μηχανισμών, σε επίπεδο εγκεφαλικής λειτουργίας. Της σεροτονίνης, της ντοπαμίνης, της νοραδρεναλίνης. Ενίοτε σοβαρού βαθμού, αλλά μην σας τρομάζει τίποτα. Κάποια απ’ αυτά τα συμπτώματα, τα αναγνωρίζω και στον εαυτό μου κάποτε – κάποτε, σε ήπιο βαθμό. Όλοι μας είμαστε αναγνωρίσιμοι και κατατάξιμοι σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητές μας ως προς την λειτουργική κατάσταση αυτών των βιοχημικών διεργασιών. Όχι όμως απαραίτητα, τυπικά προβληματικοί. Ενδιαφέρεστε για δικό σας περιστατικό; Πείτε μου oνοματεπώνυμο ασθενούς.Tη διάγνωση και την αγωγή θα τα βρούμε στον υπολογιστή. Πριν απ’ όλα όμως, πείτε μου υπό ποια ιδιότητα ενδιαφέρεστε. Ιατρικόν απόρρητον γαρ.»
«Όχι, όχι. Τίποτα σχετικό. Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Είχατε ένα ραντεβού στις επτά, που ακυρώθηκε και τη θέση του την πήρα εγώ. Ποιος νομίζετε ότι ακύρωσε το ραντεβού;»
«Μμμ… μα, …»
«Εγώ ακύρωσα το ραντεβού. Μην βιάζεστε. Το έκανα για το καλό όλων μας. Ο πελάτης σας βρίσκεται ασφαλής, σ’ ένα χρονικό κενό μνήμης. Του έχω ήδη κλείσει ένα άλλο ραντεβού για αύριο το απόγευμα στις έξι. Αυτό θα θυμάται. Κανένα πρόβλημα συνεπώς, θα τον δείτε με ελάχιστη καθυστέρηση. Δεν υπάρχει κάτι επιλήψιμο, μη με κατηγορήσετε. Ήταν απόλυτη ανάγκη. Είμαι σίγουρος πως θα κατανοήσετε τις προθέσεις μου. Σε λίγο, ένας Μπλέμεν θα χτυπήσει την πόρτα σας επικαλούμενος επείγουσα ανάγκη βοήθειας. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.»
Ο γιατρός κλικάρισε επιβεβαιωτικά τον προγραμματισμό του στο τερματικό. Στις 18.00΄ της επόμενης μέρας, επαναλαμβανόταν το ακυρωμένο ραντεβού. Ασφαλώς τώρα, το πράγμα άρχισε να γίνεται ενδιαφέρον.
Αμηχανία, έκπληξη, επιτάχυνση σκέψης, έντονη διέγερση του μετωπικού τσάκρα. Ναι, σωστή αντίδραση, επιθυμητή όσο και αναμενόμενη. Μια βιολετιά απαλή φωτεινή κηλίδα άρχισε να κάνει την εμφάνισή της εκεί που έλειπε: Στην κορυφή του έκτου μεσημβρινού.
«Ένας Μπλέμεν; Σας ακούω, συνεχίστε.» Είπε μόνο o γιατρός.
«Το σύμπαν, είναι ένα παιχνίδι, ένα αστείο από μια άποψη.»
«Πρωτότυπη εκδοχή, ομολογουμένως.»
«Έρχομαι από μια άλλη κοσμική φυσαλίδα.»
Ο γιατρός ανασήκωσε τα φρύδια του και τον κοίταξε πιο εξεταστικά. Αμφιβολία, προσωρινό μούδιασμα, αμφισβήτηση, ( μετριασμένη πάντως - η βιολετιά κηλίδα είχε παίξει το ρόλο της - ). Στα πλαίσια μιας πρόσκαιρης φυσιολογικής αντίστασης.
«Γνωρίζω τι σκέφτεστε γιατρέ», συνέχισε. «Με έναν γενικό βέβαια, όχι απόλυτα λεπτομερειακό, τρόπο. Για την ακρίβεια, ξέρω τι αισθάνεστε. Είμαι σε θέση να διαβάζω τις ψυχονοητικές ταλαντώσεις σας. Ας πούμε ότι είμαι τηλεπαθητικός δέκτης του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματός σας.»
Λειτουργική παύση. Κλονισμός λογικής. Πτώση αντιστάσεων. Στην κατάλληλη στιγμή για να επιμείνει.
«Η δική σας κοσμική φυσαλίδα, περιέχεται στην δική μας. Στα πλαίσια μιας ασυνέχειας που εξασφαλίζει την συμπαντική ισορροπία.»
«Δοκιμάζετε τα γνωσιακά μου όρια στην αστροφυσική.»
«Μιλώ με τους όρους της δικής σας επιστήμης. Τέλος πάντων, ας πάμε παρακάτω. Ως υλικά όντα, αντλείτε τη φύση σας από το κβαντικό κενό. Σας είναι γνωστή η αρχή της απροσδιοριστίας του Heisemberg. Θέλω να πω, υπάρχετε και δεν υπάρχετε. Αυτό είναι το παιχνίδι. Το αστείο είναι πως εμείς υπάρχουμε και δεν υπάρχουμε, επειδή υπάρχετε και δεν υπάρχετε εσείς κι ο κόσμος σας.»
«Μέχρι εκεί. Με προκαλείτε.»
«Εντάξει. Το κυρίαρχο ζήτημα ούτως ή άλλως είναι ο χρόνος. Η ανομοιομορφία στους συνδυασμούς της κυρτότητας του χωροχρόνου με την βαρύτητα, επιτρέπει ευρείες διακυμάνσεις στην επίδραση και στη μορφή του χρόνου σε διαφορετικές φυσαλίδες. Δεν το γνωρίζετε, υπάρχουν όμως διαφορετικά είδη χρόνου. Θα σας το πω σχηματικά, με γεωμετρικές περιγραφές. Υπάρχει ο χρόνος όπως τον βιώνετε: Κάτι σαν ευθύγραμμο τμήμα. Με αρχή, διεύθυνση και τέλος. Δηλαδή, γέννηση, ζωή και τελικά θάνατο, από την εξασθένηση των αλληλεπιδράσεων σε επίπεδο υποατομικών σωματιδίων, κατ’ επέκταση την κατάρρευση των σταθερών δομών που σχηματίζουν. Υπάρχει όμως και ο χρόνος ημιευθεία. Με αρχή, διεύθυνση, αλλά χωρίς τέλος. Γέννηση και ζωή. Πρακτικά αυτό σημαίνει, με τους δικούς σας λεκτικούς όρους, αθανασία. Αυτό το είδος χρόνου βιώνουμε εμείς στον κόσμο μας. Πιθανόν να υπάρχει και ένα τρίτο είδος, η ευθεία: Χωρίς αρχή, με διεύθυνση, χωρίς τέλος. Αχρονικότητα στην ουσία. Προϋποθέτει χρόνο πριν από την δημιουργία, πριν από το big bang. Οπότε, ούτε κι εμείς είμαστε σε θέση να το επιβεβαιώσουμε. Συνεπώς ας το αφήσουμε για την ώρα σαν θεϊκό προνόμιο.»
«Υπάρχει και ο δικός μου χρόνος. Και δεν ξέρω γιατί σας ακούω.» Διέκοψε ο γιατρός. « Ίσως γιατί, θα το παραδεχτώ, βρίσκω διασκεδαστικά αυτά που μου λέτε. Ένα ασυνήθιστο διάλλειμα. Αλλά κυρίως επειδή, όπως πολύ καλά ξέρετε, το ραντεβού των επτά ακυρώθηκε. Σας προειδοποιώ όμως, δεν θα φερθώ με επιείκεια ως προς την χρέωση της επίσκεψης, εκτός αν τελικά έχω έναν καλό λόγο. Μήπως λοιπόν χάνετε τον δικό σας χρόνο και ταυτόχρονα τα χρήματά σας;»
«Θα με πιστέψετε την κατάλληλη στιγμή, που δεν θα αργήσει. Όταν θα εμφανιστεί ο Μπλέμεν. Αφήστε με να ολοκληρώσω. Η ώρα πλησιάζει.»
«Ολοκληρώστε , λοιπόν. Μπορεί να σας κοστίσει λιγότερο.»
«Εδώ λοιπόν έρχονται οι Μπλέμενς και οι χρονοτοξίνες.»
«Αχά! Να λοιπόν μια εξήγηση για τ’ όνομά σας. Από εκεί το δανειστήκατε.» Παρατήρησε ο γιατρός.
«Μάλιστα. Υποθέτω πως αντιλαμβάνεστε και την απαραίτητη αίσθηση του χιούμορ. Όπως είπαμε, το σύμπαν…»
«Είναι ένα παιχνίδι, ένα αστείο από μια άποψη.» Πρόλαβε ο γιατρός.
«Ακριβώς. Ενώ οι Μπλέμενς είναι πρακτικά αθάνατοι όπως κι εμείς, ο κόσμος τους κυριαρχείται από έναν μικροϊό, που τοξινώνει την αντίληψή τους για τον χρόνο. Η ατομική όμως αντίληψη για τον χρόνο, έχει επιπτώσεις στην αντικειμενικότητά του. Έτσι, βιώνουν ένα χρονικό παράδοξο, μια στρέβλωση της αθανασίας σε δυο διαφορετικές εκδοχές. Θα το ονόμαζα σχάση παραγόντων παραμετροποίησης του χρόνου, αν με καταλαβαίνετε. Ο σπειροειδής χρόνος είναι η πρώτη εκδοχή. Με αρχή, χωρίς τέλος, αλλά με μια σπειροειδή πορεία και μια ολοένα μικρότερη αίσθηση πυκνότητας. Στο τέλος γίνεται τόσο αραιός, ώστε δεν έχει πια σημασία. Το σύμπαν τρέχει γύρω τους τόσο γρήγορα που είναι αδύνατο πλέον να το παρακολουθήσουν. Μένουν ζωντανά απολιθώματα, ανήμποροι να προλάβουν να αναπτύξουν ενεργή συμμετοχή. Ισοδυναμεί με παράνοια. Ο κυκλικός χρόνος είναι η δεύτερη. Χρόνος που επαναλαμβάνεται παγιδεύοντάς τους, με μια αλληλουχία όμοιων καταστάσεων και γεγονότων χωρίς ενδιαφέρον, σε μια ατέλειωτη ανία. Η χειρότερη φάση του είναι η αγωνία και η παρατεταμένη απόγνωση, αφού στο αρχικό διάστημα μπορούν να αντιληφθούν και να συνειδητοποιήσουν αυτό που θα επακολουθήσει. »
«Εκπληκτικό! Να γράψετε ένα μυθιστόρημα.» Ο ιατρικός του εγωϊσμός και η ακαμψία, δεν τον είχαν ακόμα εγκαταλείψει πλήρως. Έκαναν μια έσχατη προσπάθεια να επανακτήσουν τον έλεγχο.
«Μην καταπιέζετε τον εαυτό σας γιατρέ. Αφεθείτε. Στο τέλος θα πειστείτε. Η παρουσία των Μπλέμενς απειλεί το πλέγμα ισορροπίας μας. Η διασπορά του μικροϊού σε άλλες φυσαλίδες, θα μπορούσε να δημιουργήσει την πιθανότητα ενός φαινομένου σήραγγας χρονικού ρευστού. Ένα ενδεχόμενο που θα απειλούσει να προκαλέσει χρονοστρεβλωτικά συμβάντα ασύλληπτης τάξης μεγέθους σε όλο το σύμπαν. Και στον δικό σας πλανήτη και στον δικό μας. Ευτυχώς για σας, δεν θα έχετε σοβαρές επιπτώσεις, δεδομένου ότι για την περιορισμένη διάρκεια ζωής σας δεν υπάρχει περιθώριο δραματικής αλλαγής. Φανταστείτε όμως εμάς, να παγιδευτούμε σε μια από τις δυο καταστάσεις: Τον σπειροειδή χρόνο, ή τον κυκλικό. Ζητάμε τη βοήθειά σας για να το αποφύγουμε.»
«Εγώ λοιπόν, πως εμπλέκομαι σ’ αυτή την ιστορία;»
«Το ευτράπελο είναι πως οι Μπλέμενς το παίζουν τελευταία τουρίστες. Πρόσφατα ανακάλυψαν την πύλη προς τον κόσμο σας. Θα έχετε την τιμή της πρώτης τους επίσκεψης.»
«Μα, πώς; Γιατί αυτή η προτίμηση σε μένα; » απόρησε ο γιατρός.
«Χαρακτηρίζονται από μια ιδιαιτερότητα. Η εγκεφαλική τους λειτουργία, γίνεται έκρυθμη, αποσυντονίζεται σε άλλα περιβάλλοντα μεγαλύτερης βαρύτητας από τη δική τους και διαφοροποιημένης δομής. Τρελαίνονται, στην κυριολεξία από μια άκρατη και ασυντόνιστη νευροδιαβιβαστική υπερδιέγερση. Πιθανόν να σχετίζεται και με τις τοξίνες του μικροϊού που επιδρούν τροποποιητικά και σε άλλα επίπεδα. Εμείς, έγκαιρα τους αποθαρρύναμε να μας επισκέπτονται, δημιουργώντας τεχνητά μια ανυπέρβλητη γι’ αυτούς μαγνητική – μεγαβαρυτική ζώνη γύρω από τον πλανήτη μας. Απομένει σε σας να κάνετε το ίδιο. Για να προλάβω την ενδεχόμενη απορία σας, σπεύδω να εξηγήσω γιατί εμείς οι ίδιοι δεν δοκιμάσαμε έναν πιο δυναμικό τρόπο να τον εμποδίσουμε. Δεσμευόμαστε από την φύση μας γιατρέ, μένουμε συνεπείς τηρητές του Συμπαντικού Ηθικού Κώδικα και δρούμε μόνο θετικά. Δεν χρησιμοποιούμε ποτέ βία. Κι εγώ, είμαι ένας επιδιορθωτής ανωμαλίας, σας βεβαιώ, όχι ένας βίαιος καταστολέας.»
«Τι δηλαδή πρέπει να κάνω εγώ; Να του χορηγήσω μια μεγαβαρυτική ένεση;» Είπε ο γιατρός χαριτολογώντας.
Κατεσταλμένη αντίσταση. Διάθεση κατανόησης. Φιλική προσέγγιση. Και κυρίως χιούμορ γιατρέ, μπράβο, μην ξεχνάτε…
«Δεν πέσατε πολύ έξω. Σε λίγο ο προπομπός πιλοτικός επισκέπτης, που μόλις κατέφτασε πρίν λίγο στον πλανήτη σας, θα σας ζητήσει την βοήθειά σας, προσποιούμενος τον ψυχωσικό ασθενή. Η αλήθεια είναι πως δεν θα διαφέρει στην πραγματικότητα απ’ αυτή την κατάσταση, όπως είπαμε. Θα χρειαστεί ένα ενέσιμο αντιψυχωσικό μέχρι να προσαρμοστεί. Μετά θα βρει τον τρόπο να το επαναλαμβάνει όσο συχνά χρειάζεται. Κάντε του μια placebo ένεση με σκέτο water for injection. Δεν θα αντέξει για πολύ. Θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την προσπάθεια άδοξα και να φύγει πολύ γρήγορα. Δεν θα επιχειρήσει να επανέλθει. Είμαστε ασφαλείς για λίγες ώρες. Αν όμως καταφέρει να παραμείνει για παραπάνω, ο ιός θα μας μολύνει. Κάθε δυσπιστία εκ μέρους σας θα ήταν λογική. Παρατηρείστε όμως τα ρολόγια σας που θα επηρεαστούν σε πρώτη φάση από το χρονοπεδίο που τον συνοδεύει και πάρτε την δική σας απόφαση. Παίξτε το παιχνίδι του ή στείλτε τον στο σπίτι του. Πριν το κάνετε, αναλογιστείτε το βάρος της ευθύνης σας.»
«Και γιατί θα έλθει ειδικά σε μένα;» Απόρησε ο γιατρός.
«Τελείως συγκυριακά. Δεν σας επέλεξε εκείνος. Η δίοδος θα τον βγάλει στο χώρο μιας τουαλέτας σ’ ένα μπαρ λίγο πιο κάτω, στην πλατεία Κολωνακίου. Ο πιο κοντινός ειδικός, είστε εσείς. Δεν θα άντεχε παραπάνω. Εν τω μεταξύ οι Μπλέμενς προβάλουν τις εικονοσκέψεις τους έντονα και ήταν πανεύκολο για μένα να τις διαβάσω. Έτσι αποτύπωσα τον προορισμό του με ακρίβεια παραμονεύοντάς τον στην πύλη διόδου. Μέχρι και την εγγραφή σας από τον τηλεφωνικό κατάλογο, όπως την είχε στο μυαλό του, συγκράτησα: Ι. Κ. Παπαδόπουλος, Νευροψυχίατρος, Σόλωνος 4, τρίτο επίπεδο. Πιθανότατα σας έχει κλείσει και ραντεβού ήδη.»
«Δεν βλέπω κανένα άλλο ραντεβού γι’ απόψε.» Δήλωσε ο γιατρός ανατρέχοντας στη λίστα της οθόνης του.
Μεσολάβησαν μερικά δεκάλεπτα που ακόμα και σ’ εκείνον, φάνηκαν αιώνες. Η γραμματέας χτύπησε την πόρτα, θύμισε πως ήταν ώρα να φύγει γι’ απόψε και καληνύχτισε.
«Η ώρα έχει περάσει, κύριε Τοξίνη. Νομίζω πως δεν θα έλθει τελικά ο φίλος σας. Τι λέτε, να κλείσουμε το ιατρείο μαζί και να φύγουμε κι εμείς;» είπε ο γιατρός.
«Ναι γιατρέ, μάλλον τα είδε σκούρα και το μετάνιωσε. Καλύτερα έτσι. Όμως γιατρέ, σας οφείλω την επίσκεψη.»
«Ούτε συζήτηση. Εγώ σας οφείλω πάνω από μια ώρα ψυχαγωγίας. Ειλικρινά , το χάρηκα. Καληνύχτα. Και μμμ… καλό ταξίδι.»
«Μπλέμενς! Χα! Απίστευτο! Ευρηματικό.» Μονολόγησε καθώς απομακρυνόταν.
Καταδεκτικότητα, συμπάθεια, αλλά θριαμβευτική επιστροφή της απόλυτης δυσπιστίας. Τώρα πια, δεν είχε σημασία.


«Αμέσως τώρα; Θυμίστε μου το όνομά σας, αν έχετε την καλοσύνη.»
«Χρόνης Τοξίνης. Το ξι με γιώτα, παρακαλώ.»
«Είστε πολύ τυχερός. Υπάρχει μια ακύρωση για το ραντεβού των έξι. Ο γιατρός θα σας δεί σε λίγα λεπτά.» Είπε η γραμματέας.
«Ευχαριστώ. Είναι πολύ σημαντικό για μένα.» Είπε κοιτάζοντας ανήσυχος προς το μέρος της πόρτας εισόδου.
Χώρος αναμονής ιατρείου, τυπικά πολυτελής. Παχιά μπεζ – καφέ μάλινη μοκέτα, εκρού μοντέρνοι καναπέδες, δυο πήλινες γλάστρες με ένα ανθούριο και ένα σπαθίφυλο, τρία εξ’ ίσου μοντέρνα γυάλινα φωτιστικά, ένας Άντυ Γουόρχολ αντίγραφο σε μεταξοτυπία και τέσσερεις γκραβούρες της Αθήνας του 1890.
Αόριστη αίσθηση dejavu. Μήπως η Αθήνα του 1890; Είχε κάνει ένα πέρασμα από εδώ, περίπου εκείνη την περίοδο.
«Σας βλέπω λίγο ανυπόμονο. Μην ανησυχείτε, ο γιατρός κατεβαίνει τώρα από επάνω. Μόλις τελείωσε μια κουβέντα, για ένα περίεργο περιστατικό που είχε χθες το βράδυ ο αδελφός του.»
Τύπος καυκάσιος, λευκό δέρμα, σαρκώδη χείλια, νεανική εμφάνιση, ισορροπημένη κατανομή βάρους, φυσικά θηλυκή mezzo soprano φωνή με ιδιαίτερο ηχόχρωμα και καλή έκταση, εξαιρετικά επίπεδα οιστραδιόλης, SH σε αιχμή, φάση ωοθηλακιορρηξίας. Άρωμα φρέζιας.
«Οπ! Επάνω; Αδελφός; Περίεργο περιστατικό;» Αναφώνησε με μια ξαφνική αναλαμπή μνήμης. Αναστάτωση. Έκρηξη ανησυχίας. Πανικός. Βγήκε ορμητικά έξω.
«Μα, που πάτε;» Φώναξε η γραμματέας.
Κοίταξε την πινακίδα στην εξωτερική πόρτα: Ιωνάς Κ. Παπαδόπουλος Νευροψυχίατρος. Πετάχτηκε στο κλιμακοστάσιο. Ανέβηκε τις σκάλες πηδώντας κβαντικά τα σκαλοπάτια πέντε – πέντε, με μια φοβερή υποψία. Στον επόμενο όροφο, στο αντίστοιχο διαμέρισμα, η πινακίδα έγραφε: Ιωάννης Κ. Παπαδόπουλος Νευροψυχίατρος. Μια απλή, ανώφελη πλέον, υπολογιστική σκέψη τον έκανε να συνειδητοποιήσει το μοιραίο του λάθος: Τρίτος όροφος, όχι τρίτο επίπεδο.
Δεν είχε υπολογίσει τον ημιόροφο.
Το σύμπαν, είναι ένα παιχνίδι, ένα αστείο από μια άποψη.




Η γρα Ανεζίνα


                                      Η γρα Ανεζίνα

Εκράθειε τη μαγκούρα τζης και την εκούνιενε απειλητικά στον αέρα, κι αναθεμάτιζε τσι βόρδους που τηνε πειράζανε τη στραβή, την έρμη, τη γρα Ανεζίνα. Μα μη θαρρείτε δα πως ήτανε κι αληθινές κατάρες τα λόγια τζης. Τόνά ‘τανε το χούϊ τζης, τση’ ρεσε και κείσάς τση κακομοίρας κατά βάθος που τηνε πιλατεύγανε, γιατί άλλο δεν είχενε ν’ απασχοληθεί, μόνο με κειανά τα κοπέλια που τηνε γελούσανε και τση φωνιάζανε, τση τραβούσανε τα μανίκια κι΄ απόϊς εγλακούσανε σαν τα διαόλια γύρου τζης, ν’ αποφύγουνε τσι μαγκουριές. Μα και κιαμιά να τα ’βρισκε, ίσα που το καταλαβαίνανε, γιατί με δύναμη δεν ήτονε η κίνησή τζης.

 Ένα παιχνίδι ήτονε. Του δασκάλου του Νταρνταλοξεκούτη η βίτσα, από λιόκλαδο λιανό, επόνιενε και ήτσουζε μόνο στα δαχτύλια ντως για μέρες. Μα εσκούζανε στα ψόμματα, σαν και να τά ’χενε σβολώσει, κι’ ύστερα εχαχανίζανε κοροϊδευτικά πάλι, κι αυτή εχαμήλωνε τη κεφαλή κι εχασκογέλανε χωστά κάτω από το τζεμπέρι, να μη την πάρουνε χαμπάρι, μόνό ’κανε σαφί τη μανισμένη. Κιόνά ’τανε η αναπνιά τζης, με τούτονά ’ζενε η παντέρμη, και με τσι μυρουδιές, τσι φωνές και τσ’ αναμνήσες. Κι όντενε λείπανε στην τάξη και τσι σκόλες επαίζανε αλλού και τηνε ποξεχνούσανε και τηνε ’φήνανε αμοναχή, εφώνιαζε το Μαριώ το μικιό, κι ήρχουντανε κι εκάθιζε σιμά στο πεζούλι, και του’ λεγε ιστορίες που τσ’ αγάπανε, αλήθεια τσι’ λεγε, μόνό ’τανε σαν παραμύθια στου παιδιού τ’ αυθιά, που δεν επήγαινε σκολιό ακόμη και δεν εκάτεχε ήντά ’ναι ψόμμα κι ήντά ’ναι αλήθεια και τα εθάρρειενε όλα παραμύθια.

Και του ’λεγε για το Σταθιό, τον μπάρμπα τζης τση γρας Ανεζίνας, που αργά μια ταχινή του χειμώνα όντεν ήτανε νιός, εσυναπάντησε το Χάρο στο καλντερίμι κι ήτανε μαύρος και μεγάλος, κι επαλέψανε, μα το Σταθιό ’τανε κι αυτός γερός και χεροδύναμος και τονέ ’βαλε χάμε κι απόϊς εγίνηκενε ταύρος ο Χάρος και τονε νίκησε και πάλι κι εγίνηκε όφις δικέφαλος ύστερα ο Χάρος και χάθηκε στ’ αλώνια.

Και του ’λεγε για το Μιχάλη τον παππού, που τονε χτύπησε η πέτρα από το γεράνι έτσά που πότιζε το μποστάνι απ’ το πηγάϊ, κι ο πόδας του ήκαμε χρόνους να σάξει. Κι όντεν επόθανε κι αυτός στα γεραθειά ντου, ήρθενε μια νύχτα στη κάμερα σαν άσπρο περιστέρι κι επέτανε γύρου - γύρου απ’ το καντήλι, για να τση δώσει μήνυμα πως τηνε θυμούντανε.

Κι άλλες φορές απού μιξόκλαιε το κακορίζικο το Μαριώ γιατί ’χενε φάει κουτσουλιές απ’ τσ’ όρνιθες, ποιός κατέχει γιάντα δα το’ βγανε ’κειά το κοπέλι - μπορεί να φταίει που’ τρωε μόνο ντάκο βρεμένο και ζάχαρη και δεν είχενε ασβέστη - το’ παιρνε στη ποδιά τζης και το κανάκιζε και του ’λεγε πως δε δα πάθει πράμα και του ’ταζε πως δα του σάξει τηγανίτες και του ’λεγε κι άλλες ιστορίες.

Κι όντενε μπίτιζε, ήπιανε με τα δυο τζης χέρια το κεφαλάκι του μικιού και του χάϊδευε τα σγουρά μαλάκια του, του αγγέλου, κι ήτονε σαν να το ’θώριενε, απου δεν εμπόριενε με τα ίδια τζης τα μάθια να δεί πράμα μπλιό. «Να με θυμάσαι θες Μαριώ, όντε δα ’ποθάνω;» Το ’ρώτανε. Κι επετάριζε η ψυχή τζης όντέ ’λεγε το κοπέλι: «Να σε θυμούμαι θέλει, γιαγιά».

Κιαμιά βολά όντε βρέχει τσι βραδιές και μαζώνουνται στην παραστιά τ’ αγγόνια τζης τση γιαγιάς Μαρίας, ρωτούνε ήντα όνομα είναι κειόνά πούχει η μάνα ντως που ’ναι ασυνήθιστο στι μέρες τούτεσές. Και ’κείνη, κατεβάζει τη μαγκούρα απ’ τη σιντερένια μπρόκα στον πέτρινο τον τοίχο, αναμοχλεύει με τη μαχιά τα κάρβουνα να ζωντανέψει η φλόγα και τωσε λέει ιστορίες. Για το Σταθιό, που επάλεψε με το Χάρο στα καλντερίμια, τον παππού Μιχάλη που ’ρθενε σαν περιστέρι στην κάμερα και το Μαριώ το μικιό που ’τρωε τσι κουτσουλιές γιατί δεν είχενε ασβέστη. Ύστερα τωσε σάχνει τηγανίτες με το μέλι και τωσε λέει πως τούτηνέ την ώρα μιας γράς η ψυχή ξεπεταρίζει από χαρά. Κι όντεν έρχεται η μάνα ντως από τη χώρα να τα πάρει πάλι στο σπίτι, την ώρα που ξεπροβαίρνει απ’ την πορτέλα, χαμογελά από κάτω απ’ το τζεμπέρι : «Στο καλό αγγελούδια μου, στο καλό παιδί μου Ανεζίνα».