Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Η γρα Ανεζίνα


                                      Η γρα Ανεζίνα

Εκράθειε τη μαγκούρα τζης και την εκούνιενε απειλητικά στον αέρα, κι αναθεμάτιζε τσι βόρδους που τηνε πειράζανε τη στραβή, την έρμη, τη γρα Ανεζίνα. Μα μη θαρρείτε δα πως ήτανε κι αληθινές κατάρες τα λόγια τζης. Τόνά ‘τανε το χούϊ τζης, τση’ ρεσε και κείσάς τση κακομοίρας κατά βάθος που τηνε πιλατεύγανε, γιατί άλλο δεν είχενε ν’ απασχοληθεί, μόνο με κειανά τα κοπέλια που τηνε γελούσανε και τση φωνιάζανε, τση τραβούσανε τα μανίκια κι΄ απόϊς εγλακούσανε σαν τα διαόλια γύρου τζης, ν’ αποφύγουνε τσι μαγκουριές. Μα και κιαμιά να τα ’βρισκε, ίσα που το καταλαβαίνανε, γιατί με δύναμη δεν ήτονε η κίνησή τζης.

 Ένα παιχνίδι ήτονε. Του δασκάλου του Νταρνταλοξεκούτη η βίτσα, από λιόκλαδο λιανό, επόνιενε και ήτσουζε μόνο στα δαχτύλια ντως για μέρες. Μα εσκούζανε στα ψόμματα, σαν και να τά ’χενε σβολώσει, κι’ ύστερα εχαχανίζανε κοροϊδευτικά πάλι, κι αυτή εχαμήλωνε τη κεφαλή κι εχασκογέλανε χωστά κάτω από το τζεμπέρι, να μη την πάρουνε χαμπάρι, μόνό ’κανε σαφί τη μανισμένη. Κιόνά ’τανε η αναπνιά τζης, με τούτονά ’ζενε η παντέρμη, και με τσι μυρουδιές, τσι φωνές και τσ’ αναμνήσες. Κι όντενε λείπανε στην τάξη και τσι σκόλες επαίζανε αλλού και τηνε ποξεχνούσανε και τηνε ’φήνανε αμοναχή, εφώνιαζε το Μαριώ το μικιό, κι ήρχουντανε κι εκάθιζε σιμά στο πεζούλι, και του’ λεγε ιστορίες που τσ’ αγάπανε, αλήθεια τσι’ λεγε, μόνό ’τανε σαν παραμύθια στου παιδιού τ’ αυθιά, που δεν επήγαινε σκολιό ακόμη και δεν εκάτεχε ήντά ’ναι ψόμμα κι ήντά ’ναι αλήθεια και τα εθάρρειενε όλα παραμύθια.

Και του ’λεγε για το Σταθιό, τον μπάρμπα τζης τση γρας Ανεζίνας, που αργά μια ταχινή του χειμώνα όντεν ήτανε νιός, εσυναπάντησε το Χάρο στο καλντερίμι κι ήτανε μαύρος και μεγάλος, κι επαλέψανε, μα το Σταθιό ’τανε κι αυτός γερός και χεροδύναμος και τονέ ’βαλε χάμε κι απόϊς εγίνηκενε ταύρος ο Χάρος και τονε νίκησε και πάλι κι εγίνηκε όφις δικέφαλος ύστερα ο Χάρος και χάθηκε στ’ αλώνια.

Και του ’λεγε για το Μιχάλη τον παππού, που τονε χτύπησε η πέτρα από το γεράνι έτσά που πότιζε το μποστάνι απ’ το πηγάϊ, κι ο πόδας του ήκαμε χρόνους να σάξει. Κι όντεν επόθανε κι αυτός στα γεραθειά ντου, ήρθενε μια νύχτα στη κάμερα σαν άσπρο περιστέρι κι επέτανε γύρου - γύρου απ’ το καντήλι, για να τση δώσει μήνυμα πως τηνε θυμούντανε.

Κι άλλες φορές απού μιξόκλαιε το κακορίζικο το Μαριώ γιατί ’χενε φάει κουτσουλιές απ’ τσ’ όρνιθες, ποιός κατέχει γιάντα δα το’ βγανε ’κειά το κοπέλι - μπορεί να φταίει που’ τρωε μόνο ντάκο βρεμένο και ζάχαρη και δεν είχενε ασβέστη - το’ παιρνε στη ποδιά τζης και το κανάκιζε και του ’λεγε πως δε δα πάθει πράμα και του ’ταζε πως δα του σάξει τηγανίτες και του ’λεγε κι άλλες ιστορίες.

Κι όντενε μπίτιζε, ήπιανε με τα δυο τζης χέρια το κεφαλάκι του μικιού και του χάϊδευε τα σγουρά μαλάκια του, του αγγέλου, κι ήτονε σαν να το ’θώριενε, απου δεν εμπόριενε με τα ίδια τζης τα μάθια να δεί πράμα μπλιό. «Να με θυμάσαι θες Μαριώ, όντε δα ’ποθάνω;» Το ’ρώτανε. Κι επετάριζε η ψυχή τζης όντέ ’λεγε το κοπέλι: «Να σε θυμούμαι θέλει, γιαγιά».

Κιαμιά βολά όντε βρέχει τσι βραδιές και μαζώνουνται στην παραστιά τ’ αγγόνια τζης τση γιαγιάς Μαρίας, ρωτούνε ήντα όνομα είναι κειόνά πούχει η μάνα ντως που ’ναι ασυνήθιστο στι μέρες τούτεσές. Και ’κείνη, κατεβάζει τη μαγκούρα απ’ τη σιντερένια μπρόκα στον πέτρινο τον τοίχο, αναμοχλεύει με τη μαχιά τα κάρβουνα να ζωντανέψει η φλόγα και τωσε λέει ιστορίες. Για το Σταθιό, που επάλεψε με το Χάρο στα καλντερίμια, τον παππού Μιχάλη που ’ρθενε σαν περιστέρι στην κάμερα και το Μαριώ το μικιό που ’τρωε τσι κουτσουλιές γιατί δεν είχενε ασβέστη. Ύστερα τωσε σάχνει τηγανίτες με το μέλι και τωσε λέει πως τούτηνέ την ώρα μιας γράς η ψυχή ξεπεταρίζει από χαρά. Κι όντεν έρχεται η μάνα ντως από τη χώρα να τα πάρει πάλι στο σπίτι, την ώρα που ξεπροβαίρνει απ’ την πορτέλα, χαμογελά από κάτω απ’ το τζεμπέρι : «Στο καλό αγγελούδια μου, στο καλό παιδί μου Ανεζίνα».  




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου