Τετάρτη 27 Μαΐου 2009

Άμορφος


( τρόμος )

Όλα ξεκινούν με μια κορύφωση του πόνου. Θαρρεί πως πνίγεται η ανάσα, σ’ ένα στερνό βουβό στραγγάλισμα αγωνίας. Μια τελευταία ώση που κάνει τα μηνίγγια της να καίνε, τις φλέβες του λαιμού της να φουσκώνουν, έτοιμες να σπάσουν, να εκραγούνε. Κι αυτό γλιστρά και ξεπροβάλλει καθώς τελειώνουν οι δυνάμεις κι η αντοχή της φτάνει στα όριά της. Μια πρώτη πνοή κι’ ένα κλάμα θα ’πρεπε να ’ρθει μετά. Μα αυτό το γλιτσερό, το παγωμένο, στο λασπωμένο αίμα βουτηγμένο πλάσμα, με ζαρωμένο μαύρο δέρμα, δεν αποκρίνεται σ’ αυτό που περιμένει. Το τραβά κοντά στο ταλαιπωρημένο της κορμί με ανησυχία. Ζει; Ανασαίνει; Γιατί είναι κρύο; Αναρωτιέται.
Νόμος πρώτος και βασικός όρος, σκέφτεται θολά: Η Δύναμη της θέλησης.
΄΄Το παιδί μου…΄΄ Ψελλίζει με αγωνία. ΄΄…Δεν θα πεθάνει!΄΄
Ανακαλεί στη μνήμη της τα λόγια. Κι οι τρομερές - της μυστικής της γνώσης - λέξεις, μία - μία, ξεπηδούν και παίρνουν σάρκα μεσ’ στην πηχτή τη νύχτα:
΄΄Άρεμ ντράγκζβορ φαμ, ντέμαν μπλάντε κρόλ, νέγκουλ μόρτα εχ.΄΄ Ψιθυρίζει τρεμουλιαστά.
Δεν θα πεθάνει…
Θα ζήσει;
Νόμος δεύτερος. Στοιχειώδης συνέργεια: Η δύναμη του αστρικού φωτός.
Σκοτεινός ουρανός, χωρίς φεγγάρι. Μικρά μακρινά καντήλια που τρεμοσβήνουν τ’ αστέρια, αδύναμα χνώτα μεταξύ ζωής και θανάτου.
΄΄Άρεμ ντράγκζβορ φαμ, ντέμαν μπλάντε κρόλ, νέγκουλ μόρτα εχ.΄΄ Υψώνει τη φωνή της στο παγερό σκοτάδι. Μ’ όση αντοχή της έχει απομείνει.
Το ισχνό παγωμένο φως των αστεριών άναψε αυτόματα με κρύες σπίθες τα χοντρά σπερματσέτα. Οι χλωμές σκιές μύρισαν καμένο κερί. Χόρεψαν απειλητικά πάνω από το κεφάλι της.
Δεν θα το πάρουν μαζί τους. Όχι! Το σφίγγει προστατευτικά.
Τρίτος νόμος: Οι αναλογίες. Υπάρχει φως, υπάρχει σκοτάδι, έξω στη μέρα και μέσα στο μυαλό της. Υπάρχει ζωή, υπάρχει θάνατος, έξω στη νύχτα και μέσα στην ψυχή της. Υπάρχει και κάτι ενδιάμεσα.
Στο χώμα, μια πεντάλφα χαραγμένη με τα νύχια της. Σέρνεται στο κέντρο.
Δόγμα και τυπικό. Τελετουργικό. Επίκληση.
΄΄Άρεμ ντράγκζβορ φαμ, ντέμαν μπλάντε κρόλ, νέγκουλ μόρτα εχ.΄΄ Ουρλιάζει με απόγνωση.
Οι ωχρές φλόγες αναδεύτηκαν στα σπερματσέτα. Οι σκιές κινήθηκαν άγριες, γιγάντιες, σκύβοντας πάνω της. Κόμποι ιδρώτα κύλησαν στο μέτωπό της.
Πως είναι ΄΄ζωντανό΄΄ καταλαβαίνει, όταν μπήγει τα νύχια του στο μπράτσο της, σφιχτά γραπώνοντάς την. Κι η βαριά του ανάσα, καυτή ανακούφιση κοντά στο λαιμό της.
Γεννήθηκαν μωρά που δεν έκλαψαν. Το έχει ξανακούσει. Ακούει το στιγμιαίο βραχνό του γέλιο.
Ανατριχιάζει...
Γεννήθηκαν μωρά που ξεστόμισαν λέξεις, μόλις πρωτανάσαναν. Το έχει ξανακούσει. Στυλώνει τα μάτια του πάνω της, την κοιτά παράξενα και της λέει υπόκωφα:
΄΄Μητέρα;΄΄
Ανατριχιάζει…
Γεννήθηκαν μωρά με σχηματισμένους ήδη τους κοπτήρες και τους κυνόδοντες. Τι σημασία έχει αν ακόμα μοιάζουν με μικρά κοφτερά λεπίδια;
Τραβά απαλά με τη χούφτα της το κεφάλι του, ακουμπώντας το πρόσωπό του στο φουσκωμένο στήθος της. Τα μυτερά αυτάκια του μισοτρυπάνε το δέρμα της. Το ένστικτο της επιβίωσης θα το οδηγήσει να ρουφήξει τις πρώτες στάλες. Εκείνο αρπάζει την θηλή της με βουλιμία.
΄΄Το ταλαιπωρημένο μου΄΄, μουρμουρίζει τρυφερά.
Στης νύχτας τις βαθιές σκιές, τα μαύρα μάτια του λαμπυρίζουν απόκοσμα, με κόκκινες ανταύγειες. Καρφώνει το βλέμμα του στο δικό της.
Ανατριχιάζει…
Δεν έχει ακριβώς μύτη, δεν έχει ακριβώς στόμα. Ένα θολό σκούρο πρόσωπο χωρίς χαρακτηριστικά. Θα ζει στο σκοτάδι. Δεν την νοιάζει. Αρκεί που ανασαίνει.
΄΄Θα του χαρίσεις ανάσες, μα θα του στερήσεις τη μορφή.΄΄ Είχε πεί η γριά Νεγκροβιάνα, η καμπούρα με τα μάτια της νυχτερίδας και τα χέρια του λείψανου. ΄΄Θα ζεί μόνο τις νύχτες΄΄.
Ανατριχιάζει.
Νιώθει ήδη πολύ εξαντλημένη. Ένας οξύς πόνος στο στήθος της, την αναγκάζει να προσπαθήσει να το μεταφέρει στην άλλη θηλή της. Δεν την αφήνει. Βυζαίνει ασταμάτητα, αχόρταγα. Δεν ξεκολλάει.
΄΄Άσ’ το, το καημένο μου να συνέλθει΄΄. Μονολογεί.
Ο πόνος γίνεται αβάσταχτος. ΄΄Αληθινός πόνος΄΄, σκέφτεται με δυσκολία, ΄΄είναι αυτός που σε κάνει να μην θέλεις να ζήσεις άλλο. Ας το αφήσω λίγο ακόμα.΄΄
Τα κεριά έσβησαν από μια ριπή νυχτερινού ανέμου. Έτσι κι αλλιώς δεν τα χρειάζεται, είναι τόσο κουρασμένη. Τα μάτια της βαραίνουν πια. Τα βλέφαρά της κλείνουν. Σκοτεινιάζει το ίδιο το σκοτάδι.
Ο πόνος στο στήθος της γίνεται αφόρητα φρικτός. Ανοίγει τα μάτια της με κόπο. Το κοιτάζει. Κάτι υγρό, ζεστό, κυλά στα ζαρωμένα μάγουλά του. Μπορεί να μην είναι πια γάλα. Αποκαμωμένη εγκαταλείπει την προσπάθεια να το γυρίσει στο άλλο της στήθος. ΄΄Αληθινός πόνος΄΄, αναλογίζεται, ΄΄είναι αυτός που σε κάνει να θέλεις να μην έχεις καν ζήσει. Ας τελειώσει πρώτα.΄΄
Μια νέα ριπή ανέμου, έλυσε το σκοινί της καμπάνας, το βρώμικο από τη μούχλα και τα χέρια του νεκροθάφτη, στο κοντινό κοιμητήρι. Την άκουσε αχνά να χτυπά παρασυρμένη, αργά και πένθιμα. Ολοένα και πιο μακρινή. Ολοένα και πιο θολή.
Ο πόνος μεταφέρεται και στο άλλο της το στήθος. Τον νιώθει μετά να ταξιδεύει σ’ όλο το κρύο μουδιασμένο της κορμί. Πέφτει σε λήθαργο. Ένα μικρό κομμάτι του μυαλού της παραμένει σε μια κατάσταση οδυνηρής επαφής στα σύνορα του υποσυνείδητου. Όχι για πολύ ακόμα.
Το πρόσωπό του, μάλλον έχει ξεκολλήσει τώρα απ’ το κορμί της. ΄΄ Ίσως κοιμάται το μωρό μου΄΄, σκέφτεται πριν το μυαλό της παραδοθεί και βυθιστεί στην άβυσσο. Περνά με κόπο τα δάχτυλά της στο στήθος της με κλειστά τα μάτια. Δεν αισθάνεται θηλές. Στα δάχτυλά της νιώθει μόνο κρύο οπό, που δεν είναι πια γάλα.
Όλα τελειώνουν με μια κορύφωση του πόνου. Θαρρεί πως μια νύχτα μέσα στη νύχτα τρυπώνει κάτω από τα σφραγισμένα βλέφαρά της. Ακούει μόνο κάτι που σβήνει κι αυτό, γρήγορα πια, μαζί με τον τελευταίο ήχο της καμπάνας στο κοιμητήρι.
΄΄Τι τρυφερή που είσαι, μητέρα΄΄. Κι ένα βραχνό, απόκοσμο γέλιο…