Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Οι σιγανές βροχές του Σενσόρις

                                 Οι σιγανές βροχές του Σενσόρις


 “Ανασύρεις έναν φλεγόμενο ήλιο από τις απαρχές. Οργανώνεις μιαν αυγή. Πλάθεις ένα απομεσήμερο. Μην ξεχάσεις να προσθέσεις έντονα χρώματα στο δειλινό, αφαιρώντας σταδιακά το φώς, μέχρι να φανούν τ’ αστέρια. Μετά, κρεμάς ένα, δυο, τρία, όσα θέλεις, φεγγάρια στον σκοτεινό ουρανό. Ένα είναι προτιμότερο, για να τονίσεις την μοναδικότητα. Δυο, για να στάξεις στην αλήθεια τα όνειρά σου.”
(Από το βιβλίο των οδηγιών για την ανακατασκευή του κόσμου.)


Στις θολές της στιγμές, η Όρντα δεν θυμόταν με σιγουριά πόσοι είχαν κατορθώσει να περάσουν τελικά. Ούτε πόσοι έμειναν πίσω, παγιδευμένοι στις παγωμένες συμπληγάδες του χρόνου.

                                                        ***

Με ένα σβέλτο ακροβατικό σάλτο, που απαιτούσε καλά γυμνασμένο κορμί και πρόδινε εξαιρετική φυσική κατάσταση, ο Τζάσμελ Γκόντα Βορ πήδηξε από το solar skate του, την στιγμή ακριβώς που το στρώμα κύλισης του συμπιεσμένου αέρα εκτονωνόταν με το γνωστό απότομο σφύριγμα. Γλίστρησε θεαματικά πάνω στο ωστικό κύμα της αποσυμπίεσης με έναν απόλυτα ακριβή συγχρονισμό και προσγειώθηκε απαλά με μια χορευτική κίνηση, πριν καν το skate προλάβει να συμπτύξει τις φωτοκυψελικές πτέρυγες στον κεντρικό ιστό και να ακουμπήσει στο έδαφος.
“Επιδειξία!” είπε η Όρντα Κέλουρ Νεμ, χαμογελώντας.
“Κανείς δεν είναι τέλειος, Όρντα. Άλλωστε, είμαι επιδεικτικός μόνο μαζί σου”. Απάντησε ο Τζάσμελ, αγκαλιάζοντάς την και δίνοντας ένα σκαστό φιλί στα πορτοκαλιά της χείλια.
“Μάλλον επειδή μόνο εγώ είμαι ανεκτική με τις υπερβολές σου.” Τον πείραξε εκείνη.

Την τράβηξε τρυφερά από τη μέση, την άφησε να περάσει μπροστά του ανοίγοντας με την κίνησή του την είσοδο του ‘Positron gourmet’ -του πιο οικείου σκηνικού των συναντήσεών τους εδώ και καιρό- και την ακολούθησε στο εσωτερικό, το πνιγμένο από τους καπνούς, την οχλοβοή και τις γαργαλιστικές μυρουδιές, εξετάζοντας διακριτικά με το βλέμμα του τους φαινομενικά αδιάφορους θαμώνες.

Στο ‘Positron gourmet’ ισχύει μια ουδετερότητα. Άνθρωποι με σοβαρές τυπικές και ουσιαστικές αντιθέσεις, συντρώγουν σ’ ένα περιβάλλον που καλλιέργησε μεθοδικά την συνύπαρξη αυτή, στο όνομα της πανανθρώπινης αξίας της γαστριμαργικής απόλαυσης. Η Όρντα το αποκαλούσε αυτό κουλτούρα. Ούτως ή άλλως κάποιον σημαντικό λόγο πρέπει να επικαλεστείς, έστω και προσχηματικά, αν είσαι συνδαιτυμόνας με ετερόκλητους τύπους με τους οποίους δεν σε συνδέει τίποτα κοινό, αντίθετα, σε χωρίζουν εμφανείς ταξικές, κοινωνικές, φυλετικές και μορφολογικές διαφορές. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια – εξαιρετικά ευχάριστη στη γεύση - προσωρινή ανακωχή στην φυσική αντιπαλότητα ανάμεσα σε αριστοκρατικούς Πρινσέριους και ταπεινούς Χαμελούκους, σκληραγωγημένους χειρόεργους και λεπτεπίλεπτους σκεπτοκόπους, τραχείς υδροφοβικούς υψιπέδιους και πράους αδέξιους αμμουδίτες και, κάποτε-κάποτε, σταθερότυπους και πολυδιαστατικούς. Στο ‘Positron gourmet’ παρακάμπτονται όλες οι προφανείς διαφορές μεταξύ τους και αναδεικνύεται η μια και μόνη συνδετική ιδιότητα: Όντα κάτω από τους ίδιους ήλιους.

Η Όρντα βέβαια προσπερνούσε, τον τελευταίο καιρό, πάντα βιαστική τα τραπέζια της κεντρικής σάλας, με την μόνιμη αίσθηση πως κάποιες, προσποιητά απαθείς φευγαλέες ματιές, πίσω από τις πλάτες τους, προλάβαιναν να διεισδύσουν ενοχλητικά στις αύρες τους, πριν οι δυο τους απομακρυνθούν και χωθούν σε κάποιο από τα απομονωμένα πλωτά σεπαρέ στο βάθος.

                                                         ***

Η Όρντα ήταν TO πλάσμα. Αέρας και φωτιά. Και η ίδια το ήξερε καλά. Το πώς τώρα είχε μπλέξει μ’ αυτόν τον ασταθή τύπο από τις πέρα όχθες του χωροχρόνου, ήταν ανεξήγητο για τους απογοητευμένους υποψήφιους μνηστήρες, που τους είχε δει να μένουν άναυδοι όταν την αντιλήφθηκαν να κυκλοφορεί μαζί του. Αλλά πάλι ήξερε, ότι όλοι τους είχαν χαμογελάσει κρυφά και χαιρέκακα στη δεύτερη σκέψη, πως αυτή η ασύμβατη σχέση δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσει για πολύ. Απ’ αρχής αποίκησης και κατά διαστήματα, κάποιοι πολυδιαστατικοί ξεμύτιζαν από το πουθενά, μα όλοι φυσικά ήταν περαστικοί, εξαφανίζονταν για τα καλά μια μέρα και δεν ξαναφαίνονταν ποτέ. Είτε το ήθελαν, είτε όχι. Περιφέρονταν, υπεροπτικοί στην αρχή, θλιβεροί αργότερα μέσα στη μοναξιά τους, μέχρι να συμβεί το αναπόφευκτο. Έσερναν μαζί τους την κατάρα των νομάδων. Κάθε αυγή, σε μια καινούργια γη, χωρίς πατρίδα. Η Όρντα ήταν σταθερότυπη, μια πραγματική πριγκίπισσα του Σενσόρις κι εκείνος μια αμφιρρέουσα υπόσταση. Ένας αλήτης των κόσμων.

Ένα μεγάλο τσούρμο από αποδημητικούς επίκυνες, στην φυγή του για τον Νότο, είχε διασταυρωθεί με τον Τζάσμελ και τον περιτριγύριζε, τη μέρα που εκείνη τον είχε πρωτοδεί να σέρνει τα αμήχανα διερευνητικά του βήματα στα σκουριασμένα χώματα του Σενσόρις. Άλλαζαν χρώματα, πηδούσαν δίπλα του και έβγαζαν ασυνήθιστους ήχους, με σαφή πρόθεση να αποσπάσουν την προσοχή του. Είχε τότε αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που τους έκανε να τον θεωρούν ακίνδυνο, ή ακόμα και φιλικό. Η Όρντα θυμόταν τον Τζάσμελ να γονατίζει, να αγκαλιάζει μερικούς απ’ αυτούς και να τους χαϊδεύει, μιλώντας τους χαμηλόφωνα, σχεδόν τρυφερά, σαν παλιός καλός φίλος. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι γύρω του συνεπαρμένοι και κυλιόνταν και τρίβονταν στα πόδια του κι έγλυφαν τα χέρια του, δηλώνοντας έτσι πίστη και υποταγή. Της φάνηκε ανεξήγητα εκπληκτικό ότι άλλαξαν την αρχική πορεία τους και τον ακολούθησαν, μέχρι που εκείνος χάθηκε στα σκονισμένα σοκάκια του Νομεστίλλο. Αργότερα κατάλαβε ότι κρυμμένα μηνύματα σε ανύποπτες εικόνες, ασκούν ισχυρές υποσυνείδητες επιδράσεις εκ των ένδον, εδραιώνοντας αμετάκλητες αντιλήψεις και ενεργοποιώντας -φαινομενικά αναιτιολόγητες- συναισθηματικές αλληλουχίες.

Ίσως μάλιστα μια κάποιου είδους κοσμική μοίρα να υφαίνει συνωμοτικά, κομμάτι – κομμάτι, τις λεπτομέρειες ενός μυστικού προκατασκευασμένου σχεδίου, που παρουσιάζεται σαν μια δήθεν τυχαία ακολουθία γεγονότων και ορίζει ανυποψίαστα τις ζωές μας. Γιατί, λίγες μέρες αργότερα, η Όρντα ξαναείδε τον Τζάσμελ στις βαθμιδωτές βάθρες των πηγών του Ίντρον Γκάλακ. Ξεκουραζόταν κάτω από τις σκιερές αζέρες, παρατηρώντας ένα σμήνος στροφόπτερων ζιμπζ, που εφορμούσαν το ένα πίσω από το άλλο σε χαμηλές πτήσεις, βουτούσαν τα ράμφη τους στο νερό, καθώς περνούσαν ξυστά από την επιφάνειά του και ξανασηκώνονταν ψηλά. Έκαναν κύκλους τιτιβίζοντας και βουτούσαν πάλι από την αρχή, μέχρι να ξεδιψάσουν. Η Όρντα δεν είχε καταφέρει να συγκρατήσει το ηχηρό αυθόρμητο γέλιο της, όταν ο Τζάσμελ -που δεν την είχε δει ακόμα- γλίστρησε στις υγρές πέτρες, τη στιγμή που έσκυβε επιχειρώντας να μυρίσει ένα υδρόβιο φωτοτρόπιο κι έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Η Ρέλεθ Άξαλ Φεζ, η γριά σοφολέκτρα, της έλεγε μετά ότι αυτή η αθώα αστεία σκηνή ήταν το καθοριστικό κλειδί για να ελευθερώσει η ψυχή της το συναίσθημα.

Ο Τζάσμελ, αν και φανερά αιφνιδιασμένος, δεν έδειξε να ενοχλείται. Γυρνώντας προς το μέρος της, της χάρισε δυο σειρές μαργαριτάρια, απλωμένα πάνω σ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι έβγαλε το βρεγμένο του πουκάμισο. Ύστερα, μάζεψε προσεκτικά το φωτοτρόπιο, το έβαλε με λίγο νερό σε μια κατάλληλα κουρμπωτή πέτρα και της το πρόσφερε. Το φωτοτρόπιο άφησε μια πνοή με το εξαίσιο λεπτό του άρωμα στο πρόσωπό της, την ώρα που εκείνη το έπαιρνε στα χέρια της, ενώ μια άλλη παράλληλη υπονομευτική εσωτερική πνοή έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει πίσω από το στέρνο της. Από εκείνη την ημέρα, το λουλούδι μέσα στην πέτρα, στολισμένο δίπλα στο στρώμα της, κοίταζε τον ουρανό μέσα από το διάφανο παράθυρο στην κορυφή του υπνοθόλου της.

                                                          ***

Ο Έας Άιμ Ζουλ, ο εξέχων μαιτρ και μέγας οινοχόος του ‘Positron gourmet’, τους περιποιόταν αυτοπροσώπως κάθε φορά και γέμιζε τα ποτήρια τους. Το οινορρευστό από τις εξαιρετικές ημιορεινές καλλιέργειες της Ρεβινμέρ απαιτεί συγκεκριμένη ιεροτελεστία στο σερβίρισμα, ώστε να αναδείξει και να διατηρήσει το άρωμα και την γεύση του: Λεπτές νότες μυρωδάτων οξύφρουτων και μεθυστικών λευκολούλουδων με στιβαρούς τόνους από μπαχάρι του Νότου σε μια εύθραυστη ισορροπία, που μετατοπίζει το κέντρο βάρους της, ανάλογα με την γευστική συνοδεία. Και αυτός, ο φανατικός των πέντε αισθήσεων, θεωρούσε υπέρτατο χρέος του να υπερασπίζεται τις αδιαπραγμάτευτες αξίες των καλοφαγάδων, με οποιονδήποτε τρόπο. “Κάθε απόλαυση είναι μια προσωπική υπόθεση.” Συνήθιζε να της λέει. “Μελετώντας με προσήλωση και φαντασία, ανακαλύπτεις πτυχές που κανείς άλλος δεν μπορεί να διακρίνει. Μερικές φορές, ακόμα και μια έντονη προσδοκία ή μια φαντασιωσική εμμονή υλοποιείται σαν ξεχωριστή ιδιωτική πραγματικότητα. Ευχαριστήσου την.” Ένας οινοχόος πραγματικός φιλόσοφος.

Η τρύπα στο κέντρο της σούπας, την εντυπωσίαζε πάντα. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τις αρχές στις οποίες ήταν βασισμένη. Και φυσικά, ήταν ένα από τα καλά φυλαγμένα μυστικά του. Αόριστες φήμες έκαναν μόνο λόγο για τις ιδιότητες ενός υποτιθέμενου, άγνωστου στους πολλούς, ορυκτού αλατιού του Σενσόρις, που τα μόρια του διαλύματός του, όταν πολώνονταν ηλεκτρομαγνητικά, κατανέμονταν στα φορτισμένα τοιχώματα του ειδικού πιάτου. Ή, μια ακόμα πιο σύνθετη επεξήγηση αναφερόταν σε μια ιδιότητα σχετική με ένα πλεγματικό κενό, μια ανισοτροπία στην υδροφιλία των κρυστάλλων του αλατιού - ή κάτι παρόμοιο - ικανή να απωθήσει τα μόρια του νερού από το κέντρο της μάζας του διαλύματος. Ακατανόητα, αλλά εξωτικά πράγματα, γι αυτό και ελκυστικά για τις ελλιπείς γνώσεις φυσικής της Όρντα. Της θύμιζε αμυδρά τους βαρυτικούς πολωτές, τον συντονισμό φασματικής συμμετρίας και τις θεωρητικές αρχές του Άλματος.

“Μια πρέζα παγωμένος χρόνος είναι κορίτσι μου, το λέω μόνο σε σένα, γιατί μόνο εσύ μπορείς να το καταλάβεις.” Της έλεγε ο Έας χαμογελώντας συνωμοτικά.
Μια πρέζα παγωμένος χρόνος! Καημένε Έας, φυσικά και τον καταλάβαινε η Όρντα. Κάτι τέτοιο άλλωστε αναζητούσε κι εκείνη εσπευσμένα, καθώς αισθανόταν τα περιθώρια να στενεύουν πλέον ασφυκτικά.

“Μια κρούστα παγωμένου χρόνου.” Είχε πει και η Ρέλεθ. Της έδειχνε τους κεχριμπαρένιους κρυστάλλους με τα έγκλειστα απολιθωμένα σέπτρα του Νομεστίλλο, στη συλλογή της από γεωλογικά ευρήματα του Σενσόρις. “Κοίταξέ τα. Είμαι σίγουρη ότι τα λιλιπούτεια αυτά χρωματιστά υμενόπτερα είναι ακόμα ζωντανά, εγκλωβισμένα σε θύλακες χρόνου κι ότι αν σπάσουμε προσεκτικά τους κρυστάλλους, χωρίς να τα καταστρέψουμε, θα πάρουν ακόμη μερικές ύστατες ανάσες, ίσως και να κουνήσουν σπασμωδικά τα μουδιασμένα φτερά τους για λίγο, πριν παραδοθούν τελικά στο βάρος των αιώνων, στην αναπόδραστη διαδικασία της φθοράς.”
Της είχε χαρίσει ένα φωτεινό κομμάτι κεχριμπάρι, που έκλεινε μέσα του ένα σπάνιο φλογόχρωμο αρσενικό septrus ignis septorum. “Τα πολύ - πολύ παλιά χρόνια” της είπε, “στον μητρικό μας κόσμο, εκεί στα μακρινά θολά αστέρια, τα έπαιρναν μαζί τους οι ταξιδιώτες για φυλαχτά. Κράτα το να σε προστατεύει.”

Το πλωτό σεπαρέ αποκολλήθηκε από τη βάση του και ανοίχτηκε απαλά στο ήσυχο πέλαγος και στην απόλυτη απομόνωση. Οι λευκές αμμουδιές του Σενσόρις έμοιαζαν να φωσφορίζουν από σχετική απόσταση και μπορούσε κανείς να δει τα πυκνά μπλε σύννεφα να μαζεύονται βιαστικά, όπως κάθε απόγευμα τέτοια περίοδο, πάνω από τις κοντινές κορυφές του Ίντρον Γκάλακ. Πάρα πολύ γρήγορα, γαλάζιες αστραπές άρχισαν να ξεφυτρώνουν από τις πλαγιές της οροσειράς που, καθώς ανέβαιναν προς τον ουρανό, διακλαδίζονταν, μοιάζοντας από μακριά με τεράστια φωτεινά δέντρα ή με λαμπερούς γιγάντιους πολύχειρες, που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον υγρό ουρανό για να μην καταρρεύσει μονομιάς. Μια δροσερή πνοή διαχύθηκε στον αέρα με τις πρώτες στάλες της ήρεμης βροχής, που άρχιζε να πέφτει πάνω από τους ορεινούς όγκους και θα συνεχιζόταν μέχρι το πρωί.
Το πρόσωπο του Τζάσμελ φωτιζόταν έντονα κατά διαστήματα από τις αστραπές, άλλοτε όμως κρυβόταν στις πρώτες βραδινές σκιές και γινόταν δυσδιάκριτο και μυστηριακό. Ήταν το πρόσωπο ενός αγγέλου πολεμιστή.

“Άγγελος πολεμιστής; Εξιδανικεύεις μνήμες και πρόσωπα. Συνδυάζεις αντιφάσεις.” Της έλεγε η Ρέλεθ, όταν της τον περιέγραφε. “Πρόσεξε, γιατί μπορείς να παρατείνεις τ’ όνειρό σου, αλλά δεν γίνεται να μην ξυπνήσεις κάποτε.” Κι ύστερα γελούσε.
“Ρέλεθ, Ρέλεθ, δεν ξέρεις.” Απαντούσε η Όρντα αν και ήξερε πως η Ρέλεθ δεν χρειαζόταν απάντηση. Η αλήθεια καμιά φορά, είναι τόσο κοντά στο όνειρο, σκεφτόταν. Μια μέρα, θα στον φέρω εδώ, γριά, και τότε ας μου πεις τα ίδια.

Φύλαγε γνώσεις από τα παλιά η Ρέλεθ, η γριά σοφολέκτρα. Μαζί τους και το βιβλίο. Το κρατούσε κρυμμένο με μυστικοπάθεια σαν πολύτιμο κειμήλιο. Μοναχά σ’ εκείνην, την πριγκίπισσα, είχε εμπιστευθεί το περιεχόμενο κάποιων από τις σελίδες του, που η Όρντα ανακαλούσε, πότε–πότε, τμηματικά, μέσα στις εκλάμψεις της μνήμης της.

“Θα πασπαλίσεις λίγο θρόισμα πάνω στα φύλλα. Δεν θ’ αποφύγεις ήχους της σιωπής, ήχους πίσω απ’ τους ήχους της σιωπής. Θα υποσχεθείς πνοές θυμαριού και άγριας λεβάντας. Φτιάξε μια αιωρούμενη υγρασία, αν επιθυμείς σκιρτήματα, ένα σύρσιμο ψυχών να συνοδεύει την μοναξιά.”
(Από το βιβλίο των οδηγιών για την ανακατασκευή του κόσμου.)


Η Όρντα δεν θα ‘θελε ποτέ να είναι μόνη, κάτω από τ’ άστρα, τις νύχτες.

                                                           ***

“Τι λέγαμε; Αφαιρέθηκα για λίγο με τη βροχή.” Είπε η Όρντα.
“Με ρώτησες για το Άλμα. Και τους καινούργιους κόσμους. Λοιπόν, έχω ταξιδέψει σε μέρη μαγικά, Όρντα. Και σε άλλα γεμάτα οδύνη. Έχω δει πολύχρωμους τόπους να πάλλονται από ζωή. Πλανήτες να πυρπολούνται από πύρινους ήλιους και να εξαερώνονται μέσα σε καυτά νεφελώματα. Έχω δει παγωμένα, κρυστάλλινα τοπία, σε μέρη ξεχασμένα από τον χρόνο. Τρικυμισμένες θάλασσες αμμωνίας και πυκνά σύννεφα αμινοξέων, σε ουρανούς που φωσφορίζουν από πρωτογενείς διεργασίες δημιουργίας. Γαλάζιους κομήτες σε μακρινές φωτεινές ελλειπτικές και γερασμένους, γκρίζους, χωρίς φως πια κόσμους, να καταρρέουν με σιωπηλούς κραδασμούς. Ασύλληπτες φασματικές μορφές ζωής να γεννιούνται στα λίκνα των θερμών ζωνών και νεκρά απολιθωμένα απομεινάρια, να περιφέρουν άσκοπα τα κουφάρια τους στα παγωμένα πέρατα του γαλαξία.”
“Δεν κινδυνεύεις;”
“Όχι ιδιαίτερα. Όλα αυτά περνούν σαν αστραπιαίες εικόνες, καθώς ταξιδεύω μέσα από μια απειρία υπερθέσεων. Συντονίζομαι μόνο με ασφαλείς κόσμους συμβατής ταλάντωσης. Αλλά κάθε φορά - τύχη και κατάρα μαζί – μένω για λίγο, αποσυντονίζομαι ακούσια και φεύγω σε χρόνο που δεν επιλέγω. Αυτό είναι και το πρόβλημα των πολυδιαστατικών. Η αστάθεια κυματικού συντονισμού. Ένα από τα μεγάλα ρίσκα του Άλματος.”
“Συναρπαστικές πάντως, έστω και στιγμιαίες, οι εικόνες του σύμπαντος που άλλοι δεν έχουν δει ποτέ. Όπως και το πέρασμα από κόσμους που κανείς ποτέ δεν φαντάστηκε πως υπάρχουν.”
“Από τη μια πλευρά, ναι. Γιατί από την άλλη, ακόμα κι αν βρίσκω πάντα σκόρπιους ανθρώπους που έφυγαν με το Άλμα, πάντα αισθάνομαι μόνος.”
“Ακόμα κι εγώ νιώθω μονάχη πολλές φορές, Τζάσμελ.”
“Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μοναχός, Όρντα. Έτσι κι αλλιώς. Μερικές φορές όμως, αυτό μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερο. Όπως ίσως στην δική σου περίπτωση.”
“Στην δική μου;”
“Είπες μόνη σου πως υπάρχουν στιγμές που νιώθεις μοναξιά. ”
“Ναι, αλλά…”
“Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα, πριν φύγω.”

Η Όρντα απολάμβανε τις στιγμές που δεν υπήρχε τίποτα να την αποσπά ή να την αποσυντονίζει, λάτρευε εκείνη την αίσθηση από την ζεστή άμμο στα γυμνά της πόδια, και τις δροσερές πνοές της μακρινής βροχής στο πρόσωπό της. Της άρεσε να τον ακούει προσεκτικά.
“Λοιπόν, η Ρέλεθ ισχυρίζεται ότι ο Σενσόρις μοιάζει αρκετά στον μητρικό πλανήτη μας. Είναι έτσι;”
“Εσύ δεν θυμάσαι;”
“Πώς θα μπορούσα εγώ να θυμάμαι; Μόνο απ’ αυτά που μου λέει η Ρέλεθ γνωρίζω.”
“Πόσες γενιές έχουν περάσει από το Άλμα, Όρντα;”
Σήκωσε αμήχανα τους ώμους της.
Πόσες γενιές είχαν περάσει; Οι γενιές μετριούνται με ανθρώπους κι η Όρντα είχε μόνο τ’ αστέρια, για να μετρά τον χρόνο που περνά.

“Δεν είναι σαφές πως υπάρχει μια αντίφαση, ένα ασυμβίβαστο; Ο Σενσόρις, όπως εσύ τον αντιλαμβάνεσαι, μπορεί να είναι εν μέρει ένας ιδεόκοσμος. Μια ανάδραση. Περιέχει κομμάτια του μητροπολιτικού κόσμου μας, αναγεννημένα από δημιουργική φαντασία, υποκειμενικές ιδέες και προσωπικές επιθυμίες.” Είπε ο Τζάσμελ.
“Ένας μισοπραγματικός-μισοφανταστικός κόσμος; Αυτό εννοείς;”
“Πόσο απέχει, στο κάτω-κάτω, η πραγματικότητα από την φαντασία; Και τι είναι πραγματικότητα, εκτός από αυτό που ορίζεται από τις αισθήσεις, την αντίληψή μας και τις προσωπικές μας επεξεργασίες;”
“Και πόσο τελικά οι αισθήσεις και η αντίληψη επηρεάζονται από τη σκέψη και τις επιθυμίες, έ; Μου λες με λίγα λόγια ότι υπάρχουν πράγματα που αντιλαμβάνομαι και που δεν ισχύουν σαν αντικειμενική πραγματικότητα; Ότι τα φαντάζομαι και ταυτόχρονα τους δίνω υπόσταση; ”
“Ακριβώς.”
“Και πρόσωπα;” Ρώτησε εκείνη χαμογελώντας πονηρά.
“Μπορεί. Για σκέψου το. Θυμήσου, για παράδειγμα, πόσοι πέρασαν στον Σενσόρις μαζί σου, με το Άλμα.”
“Ίσως τότε θα έπρεπε ν’ αρχίσεις ν’ αναρωτιέσαι αν υπάρχεις στ’ αλήθεια.” Γέλασε η Όρντα.

Ο Τζάσμελ στύλωσε το βλέμμα του στα μάτια της διεισδυτικά. Ύστερα γύρισε το κεφάλι του προς την βροχή στο βάθος, σκεφτικός.
Ίσως θα έπρεπε να αναρωτιέσαι… Επανέλαβε η δική της κλονισμένη σκέψη, απευθυνόμενη προς τον εαυτό της, αυτή την φορά. Κάτι, κάπου βαθιά, την ανησυχούσε. Γιατί σχεδόν ποτέ δεν θυμόταν πόσοι πέρασαν μαζί της τελικά, ούτε πόσοι έμειναν πίσω, παγιδευμένοι στις παγωμένες συμπληγάδες του χρόνου.

Από την άλλη μεριά, δεν μπορούσε και δεν ήθελε να αμφισβητήσει ούτε τα λόγια του Τζάσμελ ούτε τις προθέσεις του. Και φυσικά, ακόμα κι αν ένα τέτοιο ενδεχόμενο - να ισχύει δηλαδή κάτι σαν κι αυτό που ισχυριζόταν εκείνος - πάγωνε την σκέψη της, δεν θα την ενοχλούσε ιδιαίτερα, αρκεί να μην αφορούσε πράγματα ή γεγονότα και κυρίως πρόσωπα, συνδεδεμένα άμεσα μαζί της. Τον Τζάσμελ πρώτα απ’ όλα, τη Ρέλεθ ύστερα, τον Έας, ακόμα και την Έσπερ.

Η Έσπερ Γιόλας Θαμπ είχε επιβιώσει κρυφά απ’ το θεό. Γι αυτό μπορούσε να χορεύει σαν τρελή, χοροπηδώντας στους ρυθμούς μιας νοερής μουσικής, στη μέση της πλατείας των ηρώων του Νομεστίλλο και να φωνάζει ό, τι θέλει, χωρίς να νοιάζεται και χωρίς να δίνει λογαριασμό. Κουνούσε τα χέρια της κοροϊδευτικά και χειροκροτούσε ειρωνικά τα κανόνια υπόηχων, αναμνηστικά-μουσειακά εκθέματα του πρόσφατου πολέμου, μια γραφική, τραγική φιγούρα, με το φαρδύ φουστάνι της ν’ ανεμίζει ακανόνιστα στην ξέφρενη κίνησή της.
“Ξέρεις ότι δεν ανήκω εδώ.” Της φώναζε, όταν την έβλεπε να περνά. “Από τα χίλια πρόσωπά σου, μόνο εγώ δεν ξεχνώ.”

Η Όρντα συμπαθούσε για κάποιον λόγο την τρελή Έσπερ. Σχεδόν την ένιωθε να ταυτίζεται με κάποιες κρυφές πτυχές του εαυτού της. Ο πόλεμος, για παράδειγμα, ήταν επίσης ένα από τα δικά της απωθημένα. Είχε βιώσει την αγωνία του καθώς ο Τζάσμελ είχε υποχρεωτική εμπλοκή. Αλλά όλα είχαν τελειώσει σύντομα ευτυχώς, με τον πιο αναπάντεχο και ταυτόχρονα πιο ένδοξο τρόπο, στη μάχη του Σίραζ, μια μέρα που ο αντίπαλος στρατός των Μπρά-γκινκ-μπλα έκανε αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνοντας τα κατειλημμένα από τις δυνάμεις της συμμαχίας εδάφη.

Εκεί, στο Σίραζ, υπήρχαν άμαχοι πολίτες Μπρά-γκινκ-μπλα τους οποίους οι σύμμαχοι φυσικά δεν είχαν πειράξει, καθώς είχαν κλειστεί στα καταφύγια, αμέτοχοι στην σύρραξη. Κάποια στιγμή που τα θωρακισμένα του εχθρού προέλαυναν, ένα μικρό παιδί ξέφυγε από κάποιο καταφύγιο και βρέθηκε στη μέση της κόλασης των διασταυρούμενων πυρών.
Ο Τζάσμελ είχε πεταχτεί τότε ανάμεσα στις τεράστιες ακιδωτές ερπύστριες των εχθρικών θωρακισμένων κανονιοφόρων εδάφους, που σπίθιζαν και στρίγγλιζαν σαν δαίμονες και ξερνούσαν πύρινες δέσμες ιόντων που θέριζαν τον αέρα και τον έκοβαν σε καυτές φέτες, με την ενεργειακή του ασπίδα στο αριστερό χέρι να καλύπτει και να προστατεύει το παιδί -αφήνοντας ακάλυπτο και θανάσιμα εκτεθειμένο τον εαυτό του- και με το δεξί να το γραπώνει αποφασιστικά από τον γιακά στο σβέρκο και να το σηκώνει στον αέρα, για να το απομακρύνει την τελευταία στιγμή από τα μεταλλικά δόντια του θανάτου. Χοροπηδούσε και τιναζόταν, με τα πόδια του σαν ελατήρια να χτυπούν πότε το έδαφος και πότε τις κοιλιές των βρυχώμενων μηχανικών θηρίων, με θαυμαστή ακροβατική επιδεξιότητα, μέχρι να βρεθεί σε ασφαλές σημείο.

Η εικόνα, καταγεγραμμένη από τους πολεμικούς ανταποκριτές, έκανε τον γύρο του Σενσόρις σε χρόνο μηδέν, σπέρνοντας ρίγη συγκίνησης και θαυμασμού σ’ όλες τις φυλές. Η δραματική σύμπτωση ότι το παιδί ήταν ο γιός του πολέμαρχου Κέ ’Κρορ των Μπρά-γκινκ-μπλα, έκανε ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση, υψώνοντας τον ηρωικό αλτρουισμό και την αυτοθυσία του Τζάσμελ στον υπερθετικό και στέλνοντας μηνύματα υπέρτατου ηθικολογικού περιεχομένου προς πάσα κατεύθυνση. Ο ίδιος ο πολέμαρχος απέσυρε εκείνο κιόλας το βράδυ τις χερσαίες δυνάμεις του από την χερσόνησο του Χαφρίς Μελμπ Αράντ, έληξε μονομερώς τις εχθροπραξίες και εγγυήθηκε την από αέρα ασφαλή πρόσβαση των μονάδων ιατρικής βοήθειας και αποστολής τροφίμων στους αποκλεισμένους και αποδεκατισμένους Σέφαχ, που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή σε απόγνωση. Φυσικά, όλοι συνυπέγραψαν χωρίς ενδοιασμούς και με ανακούφιση την εκεχειρία.

“Φαντασία με τέτοια λεπτομέρεια; Μα αφού δεν είναι όλα εξιδανικευμένα.” Είπε η Όρντα με απορία.
“Μιλάς με τον εαυτό σου, Όρντα. Κι η φαντασία μας δεν πραγματεύεται μόνο τις επιθυμίες μας, προβάλλει και τους φόβους μας, τις ανασφάλειές μας. Και απεργάζεται και τις πιο μικρές απίθανες λεπτομέρειες για να υποστηρίξει την αληθοφάνεια των σεναρίων της. Μερικές φορές τείνω κι εγώ να πιστεύω πως ό, τι ζω, δεν είναι παρά μια απίστευτα μεθοδευμένη προκατασκευή, ένα τέλειο δημιούργημα της σκέψης μου.” Είπε ο Τζάσμελ.
“Έϊ, είμαι κι εγώ εδώ.”
“Είσαι ένα κομμάτι μέσα σ’ αυτήν την τελειότητα. Δεν αρκεί;” Είπε ο Τζάσμελ γελώντας.
Η Όρντα μπορούσε να θεωρήσει με την σειρά της τον εαυτό της σαν μια τέλεια φτιάχτρα.

                                                         ***

Τρεμόπαιζαν οι ακαθόριστες γραμμές του τοπίου, πίσω από μια αχνή ομίχλη. Τα νυχτοπλάσματα του Σενσόρις ανάσαιναν αργά.
Το μονοπάτι ανηφόριζε μέσα από τις φυλλωσιές, προς τις πλαγιές με τα θεόρατα βράχια. Ένα τεταρτημόριο καθάριου στερεώματος ήταν ορατό από αυτό το βάθος μέσα στο απόκρημνο φαράγγι, από αυτή την γωνία παρατήρησης, διάστικτο από μικρά λαμπερά πλατινένια στοιχεία που τρεμόπαιζαν. Το διάφανο κέλυφος της δροσερής νύχτας επέτρεπε στο σύμπαν να εισβάλει νοηματικά, με τις διαστάσεις του τυλιγμένες σε αμυδρές αχτίδες από παλλόμενο φως.
Πίσω από τις κορφές, το απαύγασμα των φεγγαριών πριν ανατείλουν.
Ηρεμία…
Αυτή τη φορά στον έφερα γριά. Μονολόγησε νοερά.
Η σπηλιά της Ρέλεθ ήταν άδεια. Κι εκείνη δεν φαινόταν πουθενά.
Η Όρντα έβγαλε από το σακούλι της το κεχριμπάρι. Το κοίταξε κάτω από το λιγοστό φως.

Η μορφή της Ρέλεθ καθρεφτίστηκε στο πρίσμα αρκετά πιο γερασμένη από την τελευταία φορά που την είχε δει. Ποιος τραχύς ανελέητος χρόνος είχε χορέψει, στο μεταξύ, τον άγριο χορό του στο πρόσωπό της, ώστε να χαράξει πάνω του αυτά τα βίαια ανεξίτηλα σημάδια και να σκάψει εκείνες τις βαθιές ρυτίδες γύρω από τα κουρασμένα της μάτια; Πόσες ατέλειωτες εκδικητικές στιγμές είχαν περάσει, για να ν’ ασπρίσουν τόσο τα ξέπλεκα μαλλιά της και να κατακαθίσει αυτή η γκρίζα σκόνη από παλιά ξεχασμένα χαμόγελα, στα σουφρωμένα πορτοκαλιά της χείλια;

Η Ρέλεθ μάντεψε τις σκέψεις της όπως πάντα και έγνεψε σιωπηλή. Η Όρντα γνώριζε πως, μέσα στην καρτερική σιωπή της, συμφωνούσε ότι δεν πρέπει να ξοδεύεις τη ζωή σου σε μικρές κοφτές ανάσες αγωνίας, προσμένοντας μοιρολατρικά το αναπόφευκτο.

“ Ξεκλώθεις μυστικά τις νύχτες θλιμμένα υφάδια των καιρών. Αφήνεις να χυθούν οι δροσερές σταγόνες τ’ ουρανού, σε διψασμένα, φίλυδρα τοπία, για να ξεπλύνουν μνήμες σκονισμένες. Ύστερα, ελευθερώνεις τις μορφές μέσα απ’ τις λάσπες. Να προσέχεις. Μαζί με σχήματα ζωής, θα γεννηθούν και εφιάλτες.”
(Από το βιβλίο των οδηγιών για την ανακατασκευή του κόσμου.)

Η Όρντα δεν φοβόταν τις σκιές. Ούτε τα αλύτρωτα ονειροπλάσματα που περιφέρονται, συχνά αφανέρωτα ανάμεσά τους, σε μάταιες, ατελέσφορες αναζητήσεις.

“Και το βιβλίο;” Ρώτησε η Όρντα τον Τζάσμελ.
“Οι απελπισμένες νοσταλγίες σου.”
“Και η Ρέλεθ; Αλλά και ο Έας; Και η Έσπερ; Πώς είναι δυνατόν;”
“Είμαστε μικροί θεοί Όρντα, όταν δεν υπάρχει κανείς άλλος τριγύρω.” Είπε ο Τζάσμελ.

                                                          ***

Τα χνάρια στο χώμα από τα γυμνά πόδια της Έσπερ ταίριαζαν ακριβώς στα δικά της πόδια. Αυτό δεν λέει τίποτα, όχι από μόνο του. Σκέφτηκε. Το δισάκι της ήταν ακόμα εκεί στα πέτρινα σκαλοπάτια του ηρώου, τριμμένο και παλιωμένο, μα εκείνη, η Έσπερ, δεν φαινόταν πουθενά. Μην παρασύρεσαι σε σκέψεις παράνοιας. Είπε νοερά στον εαυτό της η Όρντα και περπάτησε πάνω στα χνάρια.
Έκανε δυο κύκλους. Το δισάκι της Έσπερ έλειπε τώρα κι αυτό. Τα βήματά της στο χώμα έκαναν κύκλους γύρω από την μεγάλη πέτρα. Τα κανόνια ξεθώριασαν. Κάποιος είχε πάρει το ηρώο από τη θέση του.
Η Όρντα κοίταξε προς τη μεριά των βουνών. Είδαν τα μάτια της το φως να τρέχει δυνατά στ’ αυλάκια τ’ ουρανού. Είδε η ψυχή της την ορμή. Είδε ο νους της το κλάσμα του χρόνου.

Του ακουμπούσε το χέρι καθώς κι εκείνος είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει. Απόθεσε στην παλάμη του το κεχριμπάρι.
“Τα πολύ - πολύ παλιά χρόνια” του είπε, όπως ακριβώς είχε πει η Ρέλεθ, “στον μητρικό μας κόσμο, εκεί στα μακρινά θολά αστέρια, τα έπαιρναν μαζί τους οι ταξιδιώτες για φυλαχτά. Κράτα το να σε προστατεύει.”

Ο Τζάσμελ ακούμπησε το κεχριμπάρι στο στήθος. Μετά, το έφερε πάνω στα χείλια του. Η σιλουέτα του άφησε ένα τελευταίο αποτύπωμα στους αχνούς του απογεύματος κι ύστερα χάθηκε.

Ο κεχριμπαρένιος κρύσταλλος έμεινε για μια στιγμή μετέωρος ανάμεσα σε δυο πιθανούς κόσμους κι έπειτα, υποκύπτοντας στην αδάμαστη βαρύτητα, έσπασε πέφτοντας στο έδαφος. Το αρσενικό φλογόχρωμο σέπτρο κυλίστηκε στο χώμα, αναπάντεχα απελευθερωμένο από τα δεσμά του αιώνιου χρόνου. Στις μεταβατικές στιγμές που ακολούθησαν, μικρά κομμάτια κεχριμπαριού στραφτάλισαν με αναλαμπές πολύτιμων λίθων.

Η Όρντα έσκυψε πάνω από τα θρύψαλα. Η ανάσα της έστειλε απαλά κύματα εφήμερου χρόνου στα φτερά του σέπτρου, που κινήθηκαν αδιόρατα. Μακριά, πέρα από το αχνό, τρεμουλιαστό, αβέβαιο πια, περίγραμμα των τρούλων και των οβελίσκων του Νομεστίλλο, ο ίδιος βιαστικός χρόνος έμοιαζε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, μαζί με τα ηλεκτρικά φορτία, μέσα από τις δενδροειδείς γαλάζιες αστραπές, στις παρυφές των βουνών του Ίντρον Γκάλακ.

Το ζαλισμένο σέπτρο κούνησε τα φτερά του αδέξια σχεδόν, όπως την πρώτη του φορά κι ύστερα πέταξε σαν μια παλλόμενη μικρή φλόγα και χάθηκε στον αέρα, προς την κατεύθυνση που μια πανάρχαια μνήμη το οδηγούσε. Εκεί που μυριάδες αρσενικά φλογόχρωμα και θηλυκά πολύχρωμα σέπτρα συναθροίζονταν κάθε απόγευμα για να υποδεχτούν τον Τάρακ και την Ερεόρ, τα δίδυμα φεγγάρια της νύχτας. Εκεί, στα δάση με τις λυγερόκορμες αζέρες, όπου είχαν ξανά αρχίσει να πέφτουν ήρεμα οι στάλες από τις σιγανές, μελαγχολικές βροχές του Σενσόρις.

Μια από αυτές τις σταγόνες, πιθανά παρασυρμένη από κάποια στιγμιαία ανεπαίσθητη ριπή ανέμου, ήταν μάλλον αυτή που κυλούσε τώρα, πάνω στα ζαρωμένα πορτοκαλιά χείλια της Όρντα…