Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

Στάχτη και burberry


  
                                                        Στάχτη και burberry


‘‘Ανώμαλος είσαι εσύ και όλο σου το σόϊ.’’ Σκέφτηκε ο Μάρς.
Είπε: «Σ’ ευχαριστούμε Διαστρικέ μας φίλε για την ευγενική σου πρόθεση.»
«Διακρίνω μια νοητική σύγχυση; » Παρατήρησε το έκτρωμα.
‘‘Μπάσταρδε.’’ Σκέφτηκε ο Μάρς.
Είπε: «Δέος και έκσταση για τo μεγαλείο σας και συνάμα συγκίνηση για το ενδιαφέρον σας. Δεν νομίζετε πως είναι, για την απλότητά μου, ένα μπέρδεμα;»
Το έκτρωμα φάνηκε ν’ αμφιταλαντεύεται με σχετικό κόρδωμα. «Χμμ… Ίσως» απάντησε. Ή, δεν απάντησε. Απλά πρόβαλε τη σκέψη του.
«Είδες; Το κατάλαβες.»
«Απαιτούμε να συμμορφωθείς στις υποδείξεις.» Τόνισε το βδέλυγμα με απόλυτη αυστηρότητα.
«Καθίκι!» Του ξέφυγε.
«Άγνωστη εικόνα. Τι εννοείς;»
«Αν η μεγαλειότητά σας προστάζει» είπε ο Μάρς διορθώνοντας.
‘‘Βρωμιάρη! Να πάς στο διάολο, από εκεί που ήρθες’’ σκέφτηκε. ‘‘Εγώ δεν προδίδω τους πιστούς μου φίλους.’’
«Η πρωτογενής, ανώμαλη, στρεβλή και ασταθής ψυχοσύνθεσή του αποτελεί απειλή για το υγιές σύστημά μας. Φυσικά απορούμε πώς ακόμα δεν σ’ έχει και σένα προσβάλλει.» Επέμεινε το βλαμμένο τέρας. «Να εξοντωθεί πάραυτα. Είναι ήδη ποτισμένο με αλκοόλη. Τι πιο απλό; Ταχεία-άμεση οξείδωση με έναυσμα σπινθήρα και συνδρομή πτητικών κυκλικών υδρογονανθράκων.
Πλήρης καύση και τέλεια αποστείρωση με ελάχιστα κατάλοιπα.»
«Θα μου επιτρέψετε να το κάνω μόνος. Σαν ύστατο φόρο τιμής στις υπηρεσίες που μου προσέφερε μέχρι σήμερα.» ζήτησε ο Μάρς.
«Αρκετά συναισθηματικό και εκλεπτυσμένο για την υπο-οντότητά σου. Τόσο το καλύτερο. Έτσι αποφεύγουμε και τον κίνδυνο μόλυνσης από κάθε περιττή επαφή μαζί του. Θα το ελέγξουμε στην αναχώρησή σου πριν σου δώσουμε την απαραίτητη προωθητική ώση. Οι ύλες που χρειάζεσαι για την καύση, υπάρχουν ήδη στο … χμμ … σκάφος σου, έτσι;»
«Ναι, σίγουρα. Μην ασχολείστε.» Τον βεβαίωσε ο Μάρς.

Δεν μπορούσαν κι’ αλλιώς να ξεκολλήσουν απ’ αυτόν τον ηλίθιο τόπο. Είχαν ανάγκη μια γερή αρχική προωθητική ώση από τις ενεργειακές τους πηγές για να εξασφαλίσουν έξοδο από το τεράστιο βαρυτικό πεδίο του πλανήτη τους.
Πώς τα είχαν καταφέρει κι’ έμπλεξαν εκεί κάτω…
Τέλος καλό, όλα καλά.
«Εντάξει. Είσαι ελεύθερος.» Σκέφτηκε ή είπε το φρικιό, αφού όλα είχαν ελεγχθεί. «Περιττό ασφαλώς να σου πω πως η επάνοδός σου στον πλανήτη μας, δεν είναι επιθυμητή. Σαφές;»
Ο Μάρς συγκράτησε με δυσκολία έναν γρυλλισμό. Κατάφερε να αποφύγει να απαντήσει.

Το σκάφος σείστηκε, έτριξε, στρίγκλισε και τελικά βγήκε αγκομαχώντας στην εξώσφαιρα του πλανήτη Αλλαντάλον.
«Ρε βλάκα, τι έχεις κάνει εδώ;» Φώναξε ο Φανφάν ο Αστρολάγνος, μόλις άνοιξε τα κατακόκκινα μάτια του. «Ρημαδιό τά’ κανες ρε ανόητε.»
Τον αγκάλιασε, μέσα στην παραζάλη του, έτσι όπως ήταν καθισμένος κάτω – τι καθισμένος δηλαδή, ξάπλα σχεδόν - κυλίστηκε μαζί του στο πάτωμα και του χάϊδεψε άγαρμπα το κεφάλι και τα μαλιά, αποσπώντας του και δυο τούφες.
Βρωμοκοπούσε ακόμα ουϊσκι, και τσιγαρίλα, μια δοκιμασία για την οξύτατη όσφρησή του, αλλά ήταν το λιγώτερο που τον ένοιαζε.
«Ρε αλητάκο, έσπασες όλες μου τις κολώνιες μαζί και την πανάκριβη συλλεκτική burberry που είχα αγοράσει στο ‘Old Times Bazaar’ του πλανήτη
Μέμορι. Πέταξες τις στάχτες από τα τασάκια ένα σωρό στο πάτωμα μαζί με τ’ αποτσίγαρα. Κόντεψες να βάλεις πυρκαγιά, τι έκανες ρε μπουμπούνα; Και για πες μου, πώς βρέθηκα εγώ μέσα στο ερμάρι των τροφίμων; Πω πω, τάβλα πρέπει να ήμουνα.»
‘‘Δέκα χρόνια είμαστε μαζί και δεν έχεις μάθει ούτε μια λέξη να καταλαβαίνεις απ’ αυτά που σου λέω.’’ Σκέφτηκε ο Μάρς. ‘‘ Ανεπίδεκτε ! Έχε χάρη, που μπόρεσα να σε σύρω με τα δόντια μέχρι εκεί, για να σε κρύψω. Και για πρώτη φορά στη ζωή σου, σου φάνηκε χρήσιμο ότι καπνίζεις σαν φουγάρο. Τις στάχτες που είχα πετάξει κάτω, τους τις έδειξα και τις πέρασαν για τ’ απομεινάρια σου. Κι’ οι βρωμοκολώνιες σου που μου σπάνε τα ρουθούνια κάθε φορά που τις φοράς - λές και θα δώσεις ραντεβού με καμιά Βαλενταριανή μητρο…πως τις λές, στη μέση του γαλαξία - χαλάλι σου κι΄ αυτές. Τις μύρισαν κι’ αναγνώρισαν υπολείμματα πτητικών κυκλικών υδρογονανθράκων. Φυσικά, η όσφρησή τους είναι εξαιρετικά ευαίσθητη, αλλά αναγνωρίζει κυρίως τη χημική σύσταση. Και πάνω απ’ όλα βέβαια, το ότι ήσουν τύφλα στο μεθύσι, που σου νέκρωσε κάθε σκέψη, ήταν το πιο καλό. Δεν ανίχνευσαν έτσι καμιά σκέψη, καμιά ζωτική νοητική ένδειξη.’’
«Τι γρυλλίζεις βρε παλιοχαζούλιακα;» Είπε ο Φανφάν ο Αστρολάγνος, χασκογελώντας υπό την επήρρεια του οινοπνεύματος ακόμα - στα κέφια του παρ’ όλα αυτά - στριφογυρίζοντάς τον στο πάτωμα και μέσα στις στάχτες άλλη μια στροφή.
Ο Μάρς γαύγισε, γιατί δεν είχε άλλο τρόπο να συνεννοηθεί μαζί του. Και, γλείφοντάς τον στο πρόσωπο, κούνησε χαρούμενα την ουρά του…



Αφιερωμένο στον φιλαράκο του ανθρώπου, που έδειξαν χθές στις ειδήσεις να φουντάρει σε αυτοκινητόδρομο στην Βενεζουέλα με κίνδυνο να σκοτωθεί και να σέρνει με τα δόντια στην άκρη τον κτυπημένο, θανάσιμα δυστυχώς, σκύλο σύντροφό του. 




 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου